Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να διαμορφώνεται ένα
ενδιαφέρον ρεύμα στους κόλπους του θεάτρου μας, το οποίο συνειδητά επικεντρώνεται
σε «άλλα» πρόσωπα και «άλλους» πολιτισμούς (Βλ. «Φωτιά και νερό», «Εξόριστοι»,
«Σφαγείο», «Ένας στους δέκα», «Αραβοϊσραηλινός τσελεμεντές», «Μαυρομάτες», «Το όνομά
μου είναι Κόρι» κ.λπ). Εξέλιξη ασφαλώς καλοδεχούμενη, γιατί ως οικοδεσπότες πλέον
(και όχι ως εξαγωγείς) της διαφορετικότητας, έχουμε υποχρέωση να γνωρίσουμε καλύτερα
πολιτισμούς και λαούς που μέχρι τώρα μας ήταν οικείοι κατά κανόνα μέσα από ισοπεδωτικά
στερεότυπα.
Και λέω ισοπεδωτικά γιατί το στερεότυπο είναι κατά βάση η απομόνωση ορισμένων χαρακτηριστικών του υποκειμένου ή μιας φυλής και η προβολή τους ως αντιπροσωπευτικών του όλου. Με βάση το χρώμα, ας πούμε, ή τις διατροφικές συνήθειες βγάζουμε συμπεράσματα που αφορούν τις αξίες, την ευφυία, την ψυχοσύνθεση και τις ικανότητες ενός ολόκληρου λαού.
Και λέω ισοπεδωτικά γιατί το στερεότυπο είναι κατά βάση η απομόνωση ορισμένων χαρακτηριστικών του υποκειμένου ή μιας φυλής και η προβολή τους ως αντιπροσωπευτικών του όλου. Με βάση το χρώμα, ας πούμε, ή τις διατροφικές συνήθειες βγάζουμε συμπεράσματα που αφορούν τις αξίες, την ευφυία, την ψυχοσύνθεση και τις ικανότητες ενός ολόκληρου λαού.
Το επικίνδυνο με τα στερεότυπα είναι ότι επιβιώνουν
των ιστορικών συνθηκών που τα δημιούργησαν. Aπό τη στιγμή που περνάνε στην κουλτούρα,
παίρνουν με το διάβα του χρόνου τη μορφή δεδομένου που δεν αμφισβητείται. Και δεν
είναι τυχαίο που ο όγκος της δραματουργίας όλων των ποικιλοτρόπως «αποικισμένων»
σωμάτων (εθνοτήτων, κοινοτήτων, μειονοτήτων κ.λπ) επικεντρώνεται με τόσο πάθος στην
επανεξέταση των στερεοτύπων. Είναι προφανές πως θέλουν επανακτήσουν το χαμένο «υπο-κείμενό»
τους, πράγμα διόλου εύκολο, γιατί σε κάθε «αποικισμένη» μάζα το στερεότυπο παίρνει
τη μορφή φετίχ που «παίζεται» κάθε μέρα ξανά και ξανά, αφενός για να υπενθυμίζει
στους ανενημέρωτους την «πραγματικότητα» και αφετέρου να διαιωνίζει τις σχέσεις
αφέντη και υποτακτικού. Aυτός που ελέγχει τα πράγματα έχει ανάγκη τις διασπαστικές
του λειτουργίες, για να υπογραμμίζει τη δική του μοναδικότητα και ενότητα. Κάπως
έτσι τα στερεότυπα μεταμορφώνονται σε πράξεις αναπαράστασης ενός παιχνιδιού δύναμης
που έχει ως αποτέλεσμα την εξαέρωση του σώματος από τα συστατικά του στο όνομα μιας
κατασκευασμένης αλήθειας. Στον χολιγουντιανό κινηματογράφο, λ.χ., οι περισσότεροι
καλλιτέχνες ασιατικής καταγωγής για χρόνια καλούνταν να υποδυθούν κλισαρισμένες
φιγούρες που κατασκεύαζαν γι' αυτούς οι λευκοί, όπως της πιστής νοικοκυράς, του
παντογνώστη σοφού, του αιμοδιψή Γιαπωνέζου ή Βιετναμέζου στρατιώτη (ανάλογα με την
περίσταση) κ.λπ., ώστε να ικανοποιείται ο ορίζοντας των προσδοκιών του λευκού θεατή.
Tο πρόβλημα με τις επιλογές αυτές είναι ότι καλλιέργησαν στον κόσμο μια στρεβλή
εικόνα για τους Ασιάτες, σύμφωνα με την οποία όλοι μιλούν, περπατούν, χειρονομούν
και σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, ενώ γνωρίζουμε ότι οι διαφορές μεταξύ τους είναι
τόσο μεγάλες όσο και αυτές ανάμεσα σε έναν Έλληνα για παράδειγμα και έναν Αφγανό.
Σε κάθε περίπτωση, το θέατρό μας, μολονότι πλούσιο
σε όγκο, δεν είναι ακόμη αρκετά «περίεργο» ώστε να αρχίσει να αναζητεί την ουσία
των πραγμάτων στην περιοχή των «άλλων» λαών. Ασφαλώς είναι καλό σημάδι η στροφή
που επιχειρεί τον τελευταίο καιρό. Προδίδει τουλάχιστον μια πιο κοσμοπολίτικη διάθεση,
όμως στο σύνολό του δεν παύει να είναι εγκλωβισμένο γεωγραφικά και αισθητικά, γεγονός
που περιορίζει το εύρος των ανοίκειων αναζητήσεών του.
Σε μια εποχή κατά την οποία υποχωρούν οι απόλυτοι
τόποι, έχουμε ανάγκη από ένα θέατρο πιο «νομαδικό» που να μπορεί να εκμεταλλεύεται
τις νέες ζυμώσεις και διευρύνσεις και παράλληλα να μπορεί να τις ελέγχει κριτικά∙ ένα θέατρο παρεμβατικό, σε θέση να κοιτά τον κόσμο και μέσα από τις
ρωγμές. Ίσως γι’ αυτό ενόχλησαν στα τελευταία Ευρωπαϊκά βραβεία θεάτρου στο Βρότσλαβ
της Πολωνίας οι σκηνές βίας του Αργεντίνου περφόρμερ Ροντρίγκο Γκαρσία: διέλυσαν
επιδεικτικά τα εφησυχαστικά κλισέ του καθωσπρεπισμού και όλα τα συνοδευτικά στερεότυπα
και μας τα έτριψαν στη μούρη. Δεν αδικώ τους θεατές που αντέδρασαν. Είχαν κάθε δικαίωμα.
Όμως εκτιμώ πως σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που πρέπει να μας θορυβεί είναι η βία
που κατατρώει το κοινωνικό σώμα, και όχι η τέχνη που απλώς τη σχολιάζει.
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία