Ένα από τα πλέον
ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του σύγχρονου θεάτρου (αυτό που πολλοί ονομάζουν
περφόρμανς ή, επί το ελληνικότερον, «θέατρο της επιτέλεσης»), είναι η σχέση που
επιχειρεί να αναπτύξει με το θεατή. Είναι γνωστό πως το θέατρο του δυτικού (τουλάχιστο) κόσμου, κατέβαλε πολλές προσπάθειες ώστε να τιθασεύσει τη
συμπεριφορά του κοινού. Ιδίως μετά τη βιομηχανική επανάσταση και την αναγόρευση
του σκηνοθέτη σε απόλυτο άρχοντα, μαζί με τον παράλληλο εγκλεισμό του θεάματος
εντός των ασφαλών πλαισίων της ρεαλιστικής σκηνής,
σιγά σιγά άρχισε να
επιβάλλεται και η άποψη που έλεγε ότι η πλέον ενδεδειγμένη συμπεριφορά
ενός κοινού είναι η απόλυτη σιωπή. Σιωπή μπροστά στην τέχνη και μπροστά σ’
εκείνους που τη διακονούν (κατά σειρά: συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός). Πλέον
κοιτάμε και ακούμε. Ως εδώ.
Κάποιες ρήξεις
Κι έτσι θα
παραμείνουν τα πράγματα για πολλές δεκαετίες, με ορισμένες ενδιαφέρουσες όσο
και φυσιολογικές, θα έλεγε κανείς, ρήξεις, όπως η περίπτωση των φουτουριστών,
οι οποίοι μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, χρησιμοποιούσαν άφθονο φαγητό στις
σύντομες συνθέσεις τους, όχι μόνο για τις ανάγκες του θεάματος αλλά πρωτίστως
για να το εκσφενδονίζουν στους θεατές (κατά προτίμηση ντομάτες και αυγά για
ευνόητους λόγους: όταν σκάνε απλώνονται), ευελπιστώντας ότι θα τους το
επέστρεφαν εξίσου πρόθυμα.
Αμφισβητώντας
τα μοντέλα
Το ότι το κάνω
θέμα στην παρούσα στήλη είναι γιατί σήμερα, η ομογενοποίηση των αντιδράσεων που
έχει επιβάλει τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και η φεστιβαλική αισθητική, σε
συνδυασμό με τον παροπλισμό των «άτακτων» θεατών ή των ανάρμοστων συμπεριφορών,
έχουν πολλαπλασιάσει τους αμφισβητίες εκείνους που αναζητούν νέους ή
ξεχασμένους τρόπους επικοινωνίας με τους θεατές, μέσα από την ενεργοποίηση όλων
των αισθήσεων, κυρίως της αφής και της γεύσης. Αυτό εξηγεί ενμέρει και τη
μεγάλη δημοτικότητα που απολαμβάνουν παραστάσεις που εμπλέκουν ξανά το φαγητό, μια
παλιά συνήθεια, που μας πάει πίσω στα φεστιβάλ της Αρχαίας Αθήνας, στα
θεατρόμορφα τσιμπούσια των πλουσίων του Μεσαίωνα, στις χλιδάτες χοροεσπερίδες
των Αναγεννησιακών κ.λπ.
Τρώμε και
κουβεντιάζουμε
Η στιγμή του
φαγητού είναι μια ευκαιρία συνεύρεσης, συνομιλίας, χαλάρωσης. Γύρω από το
τραπέζι λέγονται και ακούγονται ιστορίες. Η καταλληλότερη στιγμή να μάθει ένας
γονιός τα καθέκαστα του σχολείου από το παιδί του, για παράδειγμα, είναι η ώρα
του φαγητού. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο που ολοένα και περισσότερα (καλά)
εστιατόρια έχουν σε πλήρη θέα την κουζίνα ως μέρος της τελετουργίας
προετοιμασίας του φαγητού, η οποία, τελετουργία, συχνά συνοδεύεται και από ένα
σόου του μάγειρα που ανεβοκατεβάζει μπαλτάδες και στριφογυρίζει πιάτα στον αέρα
με δεξιοτεχνία ζογκλέρ. Η έξοδος σε ένα εστιατόριο τέτοιου τύπου έχει
αντικαταστήσει σε πολλές μεγαλουπόλεις τη θεατρική έξοδο. Αυτό εξηγεί γιατί
πολλά θέατρα, αμυνόμενα, έχουν καθιερώσει το διάλειμμα για φαγητό (food intermission) κ.λπ.
Παράσταση μετά
ποτού
Και στο προκείμενο:
η παράσταση του διηγήματος του Θανάση Σκρουμπέλου Ο μπαλτάς, που είδα στο
μικρό θεατράκι (σαλόνι σε διαμέρισμα στην οδό Κλεισούρας) από την ομάδα Sourliboom. Ο σκηνικός χώρος
ήταν έτσι διαρρυθμισμένος ώστε μπαίνοντας έπεφτες κατευθείαν επάνω σε δύο μεγάλα
τραπέζια, όπου κάθονταν μαζί ηθοποιοί και θεατές. Εκεί υπήρχε ψωμί, νερό και
κρασί, προφανώς για τη δημιουργία μιας πιο ζεστής, χαλαρής και συντροφικής
ατμόσφαιρας. Ως εδώ κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι όλη αυτή η
τελετουργική έναρξη δεν παρεισέσφρησε στα δρώμενα. Ούτε το φαγητό ούτε η
εγγύτητα των θεατών δημιούργησαν κάτι το ιδιαίτερο που να επηρεάζει άμεσα,
ακόμη και έμμεσα, τις σχέσεις θεατών και «δραστών».
Αυτή είναι η πρώτη
παρατήρηση. Η δεύτερη έχει να κάνει με το κείμενο της παράστασης. Είναι γνωστό
ότι η μετατροπή ενός μυθιστορήματος (ή διηγήματος) σε θεατρικό δρώμενο
εμπερικλείει κινδύνους. Ό,τι φαίνεται να λειτουργεί στη σελίδα, στη σκηνή
μπορεί να παραμείνει άσφαιρο, άφωνο, άχαρο. Το παν σε μια διασκευή είναι να
υπάρχει αίσθηση και της σκηνικής οικονομίας και της επικοινωνιακής δυναμικής.
Το μυθιστόρημα απλώνεται εξηγεί και επεξηγεί. Το θέατρο πρωτίστως δείχνει, αλλά
και όταν λέει δεν ξεχνά ότι όλα λέγονται συμπυκνωμένα.
Το πρόβλημα με τη
διασκευή της Βαλεντίνας Παρασκευαϊδου είναι ότι κάπου έχασε τον βηματισμό της.
Μέχρι το διάλειμμα τα πήγαινε μια χαρά. Οι επιλογές ήταν θεατρικά λειτουργικές.
Μετά άρχισε να μπουρδουκλώνεται. Τα έβαλε όλα μέσα και, κυρίως, όλη εκείνη τη
μουχλιασμένη πια κουβέντα για τη δικτατορία και τα μεθεόρτιά της. Η παράσταση
θεωρώ πως έπρεπε να είχε τελειώσει περίπου λίγο μετά τις τρεις όντως
ενδιαφέρουσες αφηγήσεις των αδελφών. Μετά το διάλειμμα άρχισα να χάνω
επεισόδια. Αδυνατούσα να παρακολουθήσω. Το παιχνίδι της αφήγησης σερνόταν όλο
και πιο επικίνδυνα. Κάποια στιγμή έγινε αυτιστικό και στο τέλος αδιέξοδο.
Μάταια οι φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών προσπαθούσαν να δείξουν την Ελλάδα
που τεμαχίζεται, που διαλύεται, που πονάει. Δεν ένιωσα τους εφιάλτες που την
κατασπαράσσουν. Και αυτό γιατί, όπως είπα, απουσίαζε ο σκηνικός πλοηγός,
κάποιος μπούσουλας που να οδηγεί κάπου τα δρώμενα. Αυτή η απουσία αποσυμπίεσε,
αποπροσανατόλισε και αποχρωμάτισε
τα πάντα.
Συμπέρασμα: Θα
ήμουν άδικος εάν έλεγα ότι μέσα σε όλο αυτόν τον αχταρμά δεν υπήρχε άποψη.
Υπήρχε, όπως υπάρχει, έστω και θαμπά, σε όλες τις επιτελεστικές εξορμήσεις της
ομάδας. Και το προσμετρώ στα υπέρ. Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει όλοι οι
εμπλεκόμενοι σε αυτούς τους πειραματισμούς, να καταθέσουν πιο καθαρές
αισθητικές συντεταγμένες και πιο στοχευμένες και δουλεμένες εργαστηριακές δοκιμές. Ο μπαλτάς κόβει
μόνο όταν είναι καλά ακονισμένος.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
24/3/2012