Είναι μια από τις πιο μικρές χώρες
στην Ευρώπη. Μετά βίας 500.000 ψυχές όλες κι όλες. Και από αυτές ένα 60% περίπου
είναι ξένοι. Είναι μια χώρα με κατοίκους in transit, μια χώρα όπου κυριαρχούν τρεις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά,
γερμανικά). Ένα πολιτιστικό σταυροδρόμι, που, θες δε θες,σε κάνει να διερωτηθείς
ως προς τα όρια του «εθνικού» και του «διεθνούς", ως προς τις έννοιες του πολίτη
και του κοσμοπολίτη, του εγχώριου και του ξένου. Ό,τι για έναν κάτοικο των Βαλκανίων
εμφανίζεται να είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας, στο Λουξεμβούργο φαίνεται να μην απασχολεί,
τουλάχιστο στον ίδιο βαθμό.
Η Ενωμένη Ευρώπη
Για να μην πολυλογώ, στο Λουξεμβούργο
είδα, σε μικρογραφία, πώς είναι αυτό που λέμε Ενωμένη Ευρώπη. Είδα μια κοινωνία
με αίσθηση του τόπου αλλά και του ευρύτερου χώρου. Και μιας και μιλάμε γα θέατρο,
εκεί δε θα βρεις το πλούσιο ποσοτικά θέαμα. Οι αριθμοί δεν ευνοούν κάτι τέτοιο.
Εκεί δε θα συναντήσεις εμπορικούς θιάσους ούτε μόνιμα σχήματα. Οι είκοσι εν λειτουργία
θεατρικοί χώροι της πόλης είναι όλοι
μη κερδοσκοπικοί. Όμως, το μεγάλο πλεονέκτημα της μικρής αυτής χώρας είναι ότι βρίσκεται
σ’ ένα σταυροδρόμι. Επάνω της ακουμπούν τρεις από τις πιο προηγμένες θεατρικά χώρες
στον κόσμο: το Βέλγιο, η Γερμανία και η Γαλλία, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεται
στο μέσον όλων των ζυμώσεων. Προσλαμβάνει αλλά και πολύ συχνά υποδέχεται ως οικοδεσπότης
αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Και αυτό το διαπίστωσα φέτος, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία
να παρακολουθήσω για λίγες μέρες το “Fundamental”,
ένα από τα καλύτερα και πλέον ενημερωμένα διεθνή φεστιβάλ μονοδράματος, που διοργανώνει
εδώ και πέντε χρόνια ο δραστήριος και οραματιστής διευθυντής του Steve Karier, ηθοποιός στο επάγγελμα
αλλά, όπως δείχνει και το πρόσφατο βιογραφικό του, ικανότατος μάνατζερ.
O Steve Karier
Το μονόδραμα
Πρόκειται για ένα φεστιβάλ ενταγμένο
στο ευρύτερο κύκλο των μονοδραματικών φεστιβάλ που διαρκώς αυξάνονται σε όγκο. Και
αυτό διόλου τυχαία. Το μονόδραμα είναι ένα είδος περιορισμένου προϋπολογισμού, πράγμα που το κάνει αρκετά ελκυστικό.
Όπως το κάνει ελκυστικό και το γεγονός ότι ταξιδεύει πιο εύκολα. Μα το πιο σημαντικό
για μένα είναι ότι ταιριάζει γάντι
στο ύφος και τη νοοτροπία της εποχής μας, μιας εποχής μοναχικής και ναρκισσευόμενης.
Να θυμίσω πως πιο παλιά ο ηθοποιός, πριν δοκιμάσει τις ικανότητές του σε ρόλους
πρωταγωνιστικούς, είχε να επιδείξει μια σεβαστή μαθητεία κοντά σε καταξιωμένους
καλλιτέχνες. Όχι πια. Ο νέος ηθοποιός νιώθει πως πρέπει να τρέξει, πιέζεται. Δεν
έχει χρόνο να περιμένει. Έτσι, παίρνει το ρίσκο του πρωταγωνιστή από πολύ ενωρίς.
Απόλυτα μοναχικός και απόλυτα ερωτευμένος με τον εαυτό του.
Και ένα τελευταίο. Το μονόδραμα είναι
ένα είδος γραφής που αγαπούν οι συγγραφείς, γιατί τους λύνει τα χέρια, τους επιτρέπει
να κάνουν πράγματα που σ’ ένα έργο διαλόγου δύσκολα θα επιχειρούσαν. Γενικά είναι
ένα είδος που με τον τρόπο του αναδεικνύει όλη τη γοητεία της θεατρικότητας. Δηλαδή,
συγκεντρώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή πυκνότητα την τέχνη του θεάτρου και κυρίως του ηθοποιού. Κάτι που με χαρά είδα να κυριαρχεί στο “Fundamental”, ένα φεστιβάλ που έχω την αίσθηση πως πρέπει
να είναι ένα από τα πλέον σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα στην πόλη του Λουξεμβούργου.
Κάθε χρόνο φιλοξενεί περίπου δώδεκα περφόρμανς, που εκπροσωπούν διάφορες τάσεις
και είδη: από χορό μέχρι δραματική
αφήγηση, stand up comedy, αυτοσχεδιασμό, θέατρο ντοκουμέντο, αυτιοβιογραφία. Είναι μια μίξη που,
όπως μου είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, την επιδιώκει, γιατί πιστεύει πως
μόνο έτσι μπορούν να εκπροσωπηθούν ικανοποιητικά τα κυρίαρχα ρεύματα, σε μια εποχή
στην οποία έχουν καταρρεύσει με γδούπο οι απόλυτα καθαρές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης
και οι σκηνικοί ψυχολογισμοί αλά Στανισλάφσκι. Και παρ’ όλο που οι εισπράξεις στο
ταμείο μετά βίας καλύπτουν ένα 6% των
εξόδων, ο Karier δεν
πτοείται. Πστεύει πολύ στην αξία αυτού που κάνει γι’ αυτό το παλεύει και το παλεύει
με επιτυχία.
Το πόστερ για την περφόρμανς της Όλγας Ποζέλη
Οι περφόρμανς
Από τις παραστάσεις που είδα μου άρεσε
ιδιαίτερα μία περφόρμανς από τη Νότια
Αφρική, με θέμα την «πτώση» (εμπνευσμένη από την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων).
Εγχείρημα υψηλής τεχνικής και καλπάζουσας φαντασίας, που υποστήριξαν με εντυπωσιακή
πλαστικότητα και επικοινωνιακή ευρηματικότητα η Tambwe και ο Languet. Επίσης, σημειώνω ως
ιδιαίτερη την παράσταση του Βέλγου Corillon “Le benshi d’ Angers», όπου πέτυχε να παντρέψει
την τεχνολογία και την τεχνική της αφήγησης. Σαν παλιός καλός ραψωδός μας έβαλε
στον κόσμο της φαντασίας του και μας γοήτευσε. Τέλος, στέκομαι ιδιαίτερα και σε μια ελληνική παρουσία,
της Θεσσαλονικιάς Όλγας Ποζέλη, η οποία,
με τη διαδραστική περφόρμανς «I remember», κατέθεσε μια ευφάνταστη,
πρωτότυπη, γεμάτη ποίηση και ατμόσφαιρα δουλειά, η οποία «έγραψε». Οι θεατές ξαπλωμένοι
σε στρώματα αφέθηκαν (κυριολεκτικά) να τους ταξιδέψουν μνήμες και τραγούδια. Ήταν
ένα εγχείρημα υψηλής αισθητικής αλλά και υψηλού ρίσκου, το οποίο υποδέχτηκαν όλοι
με θέρμη. Το «σιωπητήριο» της ελληνικής περφόρμανς ήταν ένα απόλυτα ταιριαστό κλείσιμο
για ένα Φεστιβάλ που ομορφαίνει τη ζωή της πόλης των 120.000 κατοίκων, ενεργοποιεί
το θεατρικό της μικρόκοσμο και κρατά ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας με τον έξω
κόσμο.
Η Νοτιοαφρικανή Tambwe ανάμεσα στις σκηνές της περφόραμνς της
Είναι σίγουρα μεγάλο αβαντάζ να μπορείς
να κάνεις θέατρο χωρίς μεταφραστές. Η Ποζέλη έδωσε μία απογευματινή παράστασή στα
ελληνικά και μετά στα Αγγλικά. Φεύγοντας έμαθα ότι θ’ ανέβει ένας Μάμετ στα αγγλικά
(«Σκίουροι»), ένας Βοκάκιος («Δεκαήμερον») στα Ιταλικά, ένας Μπέκερ («Caveman») στα γερμανικά και
ένας Λεπάζ στα γαλλικά. Άνεση που αναμφίβολα δημιουργεί ένα αίσθημα δημιουργικής
απελευθέρωσης και κοσμοπολιτισμού.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
6/07/2014