.
Η Λήμνος του Φιλοκτήτη μοιάζει με τοπίο
μετά από πυρηνική καταστροφή, ένα ερημονήσι (το πρώτο στην ιστορία της δυτικής
λογοτεχνίας), που φιλοξενεί ένα πάσχον σώμα, που παράτησαν οι σύντροφοί του καθ’
οδόν προς την Τροία. Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε και ο Φιλοκτήτης ζει με
μοναδική συντροφιά το τόξο που του χάρισε ο Ηρακλής και την πληγή την ανυπόφορη
που του χάρισε το φίδι, όταν εισέβαλε στο χώρο του, στο νησί Χρυσή (Ίμβρος ή
Τένεδος), εκεί όπου ήταν και ο βωμός της Νύμφης Χρυσής, ιέρειας της Αθηνάς όπου
και κατευθυνόταν για να ζητήσει την προστασία της.
Ο Φιλοκτήτης κάνει υπομονή Ιώβειο, ώσπου μια μέρα εισβάλλει στην άγρια φύση ο
ίδιος εκείνος πολιτισμός που τον απέρριψε, με το πρόσωπο του γιου του Αχιλλέα,
του Νεοπτόλεμου, ο οποίος, δασκαλεμένος από το «σοφιστή» Οδυσσέα, έχει ως
αποστολή ν’ αρπάξει με δόλο το τόξο του, γιατί, σύμφωνα με το χρησμό, μόνο μ’
αυτό θα μπορούσαν οι Έλληνες ν’ αλώσουν
την Τροία.
Οι
πρωταγωνιστές
Στη μυθολογία υπάρχουν διάφορες
εκδοχές του Νεοπτόλεμου. Οι περισσότερες τον παρουσιάζουν σαν ένα αιμοβόρο
πλάσμα. Στο Σοφοκλή η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Έχουμε μπροστά μας ένα
παιδαρέλι, πράο και αδιάφθορο, το οποίο βρίσκει την πραγματική του φύση στην πορεία,
μέσα από τη συνάντησή του με το Φιλοκτήτη.
Όσο για το Φιλοκτήτη, συνδυάζει την
υπαρξιακή αναζήτηση και το κοινωνικό σχόλιο. Η πυορροούσα πληγή είναι η τιμωρία
της άρνησής του να υποταχτεί. Είναι το πρόσημό του, η αξιοπρέπειά του, την
οποία προσπαθούν να του αφαιρέσουν οι δύο ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Σε μια πιο
διευρυμένη ερμηνεία, η πληγή του είναι η πληγή της Ιστορίας, η μόνιμα ανοικτή
πληγή των πολέμων, που πληγή δεν αφήνει ποτέ τον πολιτισμό να ανθίσει, όπως δεν
αφήνει και το Φιλοκτήτη να επιστρέψει σ’ αυτόν. Ίσως και να μην το θέλει κατά
βάθος.
Τέλος, είναι και ο Οδυσσέας, ένας ρουφιάνος
πολιτικάντης που ξέρει πώς να αποσπά πληροφορίες, πώς να εκβιάζει και να
επιβιώνει. Ένας σύγχρονος καθεστωτικός χαφιές, που χρησιμοποιεί ως άλλοθι τη
βούληση των θεών και βάζει τα χθόνια πλάνα του σε λειτουργία. Είναι αμείλικτος.
Η
φυλακή του μύθου
Όλο το σοφόκλειο έργο είναι
επικεντρωμένο στους τρεις πρωταγωνιστές (είναι το μοναδικό δράμα χωρίς γυναικείο
πρόσωπο), οι οποίοι σχηματίζουν ένα τρίγωνο, με συνεχείς εναλλαγές στις ισορροπίες.
Η μοίρα του ενός είναι συνυφασμένη με τις επιθυμίες των άλλων δύο. Είναι όλοι,
κατά κάποιον τρόπο, φυλακισμένοι. Και νομίζω πως, απ’ αυτήν την άποψη, ήταν
απόλυτα εύστοχο το σκηνικό του Μακλέναν, με τον τεράστιο μεταλλικό φράκτη να
πλαισιώνει τα δρώντα πρόσωπα, δημιουργώντας από τη μια την εικόνα νησιού και,
από την άλλη, την εικόνα εγκλεισμού, που κάποιος θα μπορούσε να δει και με
όρους μεταφυσικούς (με τη μοίρα να κυριαρχεί).
Προσωπικά είδα τη σιδερόφρακτη κύκλωση
κυρίως σαν τη φυλακή του μύθου, του ίδιου του κειμένου. Δεν είναι τυχαίο που ο
Μαρμαρινός-Φιλοκτήτης, στο πρώτο απόσπασμα που διαβάζει (του Χάινερ Μίλλερ) και
ουσιαστικά μας συστήνεται, βρίσκεται εκτός του κύκλου, δηλαδή είναι ένας από
μας. Και όσο βρίσκεται στον χώρο μας, έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί και
να αφηγείται εκ του ασφαλούς. Από τη στιγμή, όμως, που μπαίνει στον
περιχαραγμένο και προ αιώνων μαρκαρισμένο χώρο της δράσης μπαίνει στη
μυθιστορία, όπου τον περιμένει η αμείλικτη
μυλόπετρα της γραφής (και της δια-γραφής), το συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στο εδώ
και τώρα και στο εκεί και τότε, στο λέω αλήθεια και λέω ψέματα, μια διπλή
σήμανση την οποία ο σκηνογράφος συνέλαβε εικονικά χρησιμοποιώντας τρία
μετακινούμενα ξύλινα δοκάρια που μεταμορφώνονταν διαρκώς σε τραμπάλες (σαν σε
αγώνες γυμναστικών επιδείξεων).
Συντελεστές
Η σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου
έφερε στοιχεία από τη μαθητεία και συνεργασία του με ομάδες όπως η Κομπλισιτέ,
το Θέατρο του Ήλιου, και το θέατρο του Μπρουκ. Έδειξε να γνωρίζει καλά την επικοινωνιακή
δυναμική που κουβαλά η διπλή φύση των σκηνικών σημείων, και κέντησε με καλές
εναλλαγές ένα σκηνικό κόσμο που έμοιαζε πολύ δικός μας και ταυτόχρονα
απόκοσμος. Στη γενικότερη θεατρική παιδεία του Μαρμαρινού βρήκε το πλέον
κατάλληλο μετανεωτερικό εργαλείο για να παίξει το παιχνίδι των αποστάσεων
ανάμεσα στην απορία και το θυμό του Φιλοκτήτη, τη δύναμη και την τρωτότητα του
ανθρώπου, τη γραφή και τη μεταγραφή του μύθου.
Μου άρεσε ο ιδιόμορφος τονισμός, ο οποίος προίκιζε τις λέξεις με κάτι
χορευτικό (ενίοτε και περιπαιχτικό), που τις βοηθούσε να κάνουν παράσταση τα
συστατικά τους στοιχεία. Ήταν φορές που δεν σ’ ένοιαζε τι σήμαιναν ή τι
υπογράμμιζαν. Χαιρόσουν να τις ακούς.
Ο Χειλάκης προσπάθησε να παίξει το Νεοπτόλεμο χωρίς τους γνώριμους και
ενοχλητικούς ναρκισσισμούς του. Δεν απογοήτευσε αλλά ούτε και γοήτευσε. Ένας
ήρεμος και σημερινός Νεοπτόλεμος δεν σημαίνει ότι παίζεται άνευρα, σχεδόν
αδιάφορα. Μόνο κάπου προς το τέλος, όταν εντάχθηκε ουσιαστικά στο μεταδραματικό
ύφος της παράστασης, διαμόρφωσε χαρακτήρα σύμφωνο με το περιρρέον πνεύμα. Ήταν
όμως σχετικά αργά για να αλλάξει εντελώς τις διαμορφωμένες εντυπώσεις. Όσο για
το Μαρκουλάκη (Οδυσσέα), εάν το ζητούμενο ήταν να βγάλει και γέλιο, τότε το
πέτυχε. Πάντως ως γενική σκηνική συμπεριφορά
είχα την αίσθηση πως ήταν ο λιγότερο ευθυγραμμισμένος με το ύφος της
παράστασης. Στα μείον του χορού η ρηχότητα και το άχρωμο φωνών. Στα συν η σωματική
πλαστικότητα, ο συντονισμός, η ευελιξία και οι σημαίνοντες σχηματισμοί.
Συμπέρασμα: Μια
σκηνική προσέγγιση που ακόμη κι αν διαφωνήσετε, δεν θα μετανιώσετε που την
είδατε.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
20/07/2014