Στο ερώτημα ποιο επάγγελμα ήταν το απόλυτο πρότυπο
για τους δραματικούς συγγραφείς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η απάντηση
είναι μία και εύκολη: η ιατρική. Στο επόμενο ερώτημα, «γιατί», η απάντηση και
πάλι εύκολη: γιατί η ιατρική προσέφερε το επιθυμητό πρότυπο σκέψης για πολλούς
δημιουργούς της εποχής. Όπως ο ιατρικός (επιστημονικός) νους, ανατομεί σώματα ώστε
να εντοπίσει προβλήματα και να τα θεραπεύσει, έτσι και ο δραματικός νους
καλείται να ακτινογραφήσει ανθρώπινα συναισθήματα, να υπογραμμίσει έξεις και
ορέξεις, πάθη και αναταραχές και να τα εκθέσει (όχι κατ ανάγκη θεραπεύοντάς
τα).
Αυτό κάνει ο Στρίντμπεργκ, για παράδειγμα, ο Ίψεν και άλλοι. Αυτό κάνει,
με πιο ωμό τρόπο, και ο Άρτουρ Σνίτσλερ στο «ΓαΪτανάκι», έργο γραμμένο ακριβώς
στο γύρισμα του 20ού αιώνα, και το οποίο πολλοί ονόμασαν πορνογράφημα, ετικέττα
που για είκοσι χρόνια θα το καταδικάσει στην αφάνεια.
Το έργο
Οι ιστορίες, δέκα στο σύνολο, άλλες εύθυμες κι άλλες
πικρές, άλλες μπρουτάλ κι άλλες πιο ευαίσθητες, συνθέτουν μια ανθρωπογεωγραφία
με ορμητήριο τον έρωτα. Αυτός είναι ο απόλυτος σεισμογράφος. Απ’ αυτόν
εκπορεύονται και σε αυτόν χρεώνονται τα πάντα. Είναι πηγή ζωής και θανάτου. Ένας
φαύλος κύκλος συναντήσεων και χωρισμών, ένα συνεχές ερωτικό ζουζούνισμα με
περιστροφική αλληλουχία χαράς και λύπης, δίνουν το στίγμα μιας εποχής
επιφανειακά συντηρητικής και βαρετής, αλλά κατά βάθος διαστροφικής και
εκπορνευμένης.
Έχοντας υπόψη τις δυσκολίες που ενέχει η αφήγηση μιας
σπονδυλωτής ιστορίας χωρίς ρεαλιστικά τοιχώματα, ο Σνίτσλερ μεταφέρει κάποιον
από τους πρωταγωνιστές του από τη μια ιστορία στην άλλη, ώστε να υπάρχει και η
ανάλογη γέφυρα για το απρόσκοπτο και οικονομικό πέρασμα από το ένα συμβάν στο
άλλο. Κατά κάποιον τρόπο, θέλει το δέκτη να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά ως
ψηφίδες ενός ενιαίου σώματος, σαν το μωσαϊκό μιας οικείας αλλά καλά
καμουφλαρισμένης πραγματικότητας.
Δομικά το «Γαϊτανάκι» είναι από τα πρώτα έργα που
μεταφέρει τη μουσική φόρμα ενός θέματος και τις διάφορες μορφές και εναλλαγές
του στη σκηνή. Σε μια εποχή κατά την οποία το καλοφτιαγμένο τετράπραχτο έργο
ήταν κυρίαρχο, ο Σνίτσλερ αντιπροτείνει ένα έργο πολυκεντρικό, όπου η ίδια
κατάσταση (εν προκειμένω η ερωτική) επανεμφανίζεται ελαφρώς διαφοροποιημένη από
σκηνή σε σκηνή. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο βασισμένο στην επανάληψη. Κι όχι
μόνον, αλλά η επανάληψη λειτουργεί ως οργανωτικό στοιχείο της δομής, πρόταση
που μπορεί να εκληφθεί και σαν προάγγελος του Μπέκετ, που έκανε την επανάληψη
σήμα κατατεθέν του θεάτρου του παραλόγου.
Εκείνο που θέλει να τονίσει ο Σνίτσλερ είναι τη σκέψη
που λέει ότι, αν και ο κόσμος συνεχώς ζητά την αλήθεια, εκείνο που πραγματικά
θέλει είναι μια αλήθεια που να ταιριάζει στα πιστεύω του και να τα
επιβεβαιώνει. Και υπ’ αυτήν την έννοια, δεν πρέπει να ξενίζει που ο Φρόυντ,
φίλος και συμπατριώτης του Σνίτσλερ, αγαπούσε τα έργα του.
Μια νέα ομάδα
Έχω επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη δημιουργίας νέων
και υποσχόμενων ομάδων στην πόλη. Είναι σημαντικό να μένουν οι νέοι καλλιτέχνες
εδώ. Και χαίρομαι που η Βασιλική Κατσίκα και ο Κώστας Καλουβιώτης, δυο
απόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, επέλεξαν αυτόν το δρόμο,
εγκαινιάζοντας το δικό τους χώρο, το θέατρο «Άπολις» στην Αγίου Δημητρίου, ένα
πολύ συμπαθητικό και γουστόζικο στέκι, με το «Γαϊτανάκι», ένα έργο που τους
είχα δει να το πρωτοπαίζουν πριν από τρία χρόνια, σε σκηνοθεσία Ταξιάρχη Χάνου,
μαζί με άλλους δέκα συμφοιτητές τους. Ήταν το τελευταίο τους μάθημα πριν την
αποφοίτηση. Μόνο που τώρα η διανομή έχει μόνο τους δύο, γεγονός που ανεβάζει
κατακόρυφα το βαθμό δυσκολίας, αφού απαιτεί, πέρα από υποκριτική πλαστικότητα
και μεταμορφωτικό οίστρο, πολύ γρήγορες και ευφάνταστες μετακινήσεις από τη μια
σκηνή στην άλλη, ώστε να μη χαθεί η αύρα του τυχαίου που κυριαρχεί ως εικόνα
στις συναντήσεις των ερωτικών συντρόφων. Η όποια καθυστέρηση καθίζει το ρυθμό
και μουτζουρώνει την απαστράπτουσα επιφάνεια των επεισοδίων.
Σκηνοθεσία,
συντελεστές
Η έμπειρη Θεανώ Αμοιρίδου είδε το πρόβλημα των πολλών
σκηνών και προσπάθησε να επιβάλει μια τάξη, ώστε να υπάρχει μια καλύτερη ροή
από τη μια στην άλλη. Όμως, νομίζω πως επέλεξε
λάθος λύσεις. Από τη στιγμή που είχε στη διάθεσή της μόνο δύο ηθοποιους, έπρεπε
οπωσδήποτε να αναζητήσει πιο ευκίνητες και φαντεζί λύσεις που θα τη βοηθούσαν
αφενός να διατηρήσει το συνεχές ποδοβολητό των σκηνών και αφετέρου τη
θεατρικότητα του παιχνιδιού των μεταμορφώσεων. Θεωρώ πως η παρουσία τόσο
μεγάλων και δυσκίνητων αντικειμένων, ήταν αναπόφευκτο να δυσκολέψει παρά να
διευκολύνει τις γέφυρες. Γιατί, αλήθεια, δεν κατέφυγε στην τεχνολογία ώστε να
φτιάξει (πιο οικονομικά και γρήγορα) εικονικούς χώρους και εκεί να παίξει όλο
αυτό το γαΙτανάκι του έρωτα, παρά μόνον έβαζε κι έβγαζε καναπέδες που μετά βίας
χωρούσαν στη μικρή σκηνή του «Άπολις»; Αφήνω δε τα κενά που δημιουργούνταν από
τη μια σκηνή στην άλλη και τα οποία έβγαζαν το θεατή (και τον ηθοποιό) από την
ατμόσφαιρα. Πιστεύω πως σε ένα πιο «φιλικό» εικονικό περιβάλλον οι δύο ηθοποιοί
θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να επιδοθούν στο παιχνίδι τους και τα ερωτικά
χωρατά τους. Η Κατσίκα, έδειξε πιο έτοιμη ν’ αντέξει στις συνεχείς μετακινήσεις
του κέντρου βάρους της σκηνικής της συμπεριφοράς. Πόζαρε και φλέρταρε με
φυσικότητα και χάρη. Ο Καλουδιώτης, πιο σφιγμένος και σε στιγμές νευρικός, δεν
ήταν σε όλους τους ρόλους πειστικός. Το παίξιμό του πρόδιδε τεχνική αλλά και
αμηχανία.
Συμπέρασμα: Παράσταση
δουλεμένη με κέφι, αλλά χωρίς την απαιτούμενη φαντασία για να πετάξει.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
13/07/2014