Ήταν πολύ καλή η ιδέα του Χάρη Πεχλιβανίδη και της
Κορίνας Βασιλειάδου να παρουσιάσουν τη συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ και της Parallaxis «Η άλλη όχθη», στον
παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, εκεί που ήταν κάποτε η Μπάρα, η μεγαλύτερη
μπουρδελογειτονιά των Βαλκανίων, τα χασισοποτεία, οι μάγκες, οι Εβραίοι,
κατόπιν οι βιοτεχνίες και τώρα οι
«άλλοι» επιχειρηματίες.
Μου άρεσε και με ταξίδεψε η πρώτη μισή ώρα, όπου ηθοποιοί
όπως ο Καραμφίλης, η Καραμήτρη και άλλοι ανέλαβαν να μας διαβάσουν ντοκουμέντα
από τη Δυτική Θεσσαλονίκη στο γύρισμα του 20ού αιώνα. Μου άρεσαν τα εξαιρετικής
(εξπρεσιονιστικής) αισθητικής κοστούμια και το μακιγιάζ που πρότεινε η ομάδα Πανωκάτω7.
Δεν μπορώ, όμως, να πω το ίδιο και για το δεύτερο μισό της δράσης, με πρωταγωνιστές
«μάρτυρες» της περιοχής.
Οι
μάρτυρες
Φυσικά και δέχομαι την άποψη που λέει πως όλοι μπορούμε να έχουμε άποψη για κάτι, όμως δεν πιστεύω
πως όλες οι απόψεις είναι για κοινοποίηση. Γιατί να υποστώ το βασανιστικά
αφελές λογύδριο της πρώην «καλλιτέχνιδος» «Νανάς», λ.χ., για την ανασύσταση των
μπουρδέλων της περιοχής ή την, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, άποψη της υπεύθυνης
του σταθμού για το πώς μπορεί ν’ ανανεωθεί η γειτονιά και πώς να ενταχθούν οι
μετανάστες; Επίσης, αφού οι εμπνευστές της ιδέας ήθελαν να υπάρχει κι ένα
παιδάκι-αφηγητής, γιατί δεν το άφησαν να μας πει την ιστορία του με τα δικά του
ανάκατα λογάκια, παρά μόνο κάποιοι του έγραψαν ένα ποιητικίζον κομμάτι, το
οποίο το αποστήθισε και εν συνεχεία μας το απήγγειλε;
Το γιατί ελέγχω τους δραματουργούς και το σκηνοθέτη είναι
γιατί αυτοί έχουν και την τελική ευθύνη. Μπορεί να ισχυρίζονται οι θιασώτες του
χώρου ότι το θέατρο ντοκουμέντο βασίζεται αποκλειστικά σε συνεντεύξεις ή αποσπάσματα
από καταθέσεις συγκεκριμένων ατόμων, ωστόσο, είτε έμμεσα είτε άμεσα, το τι και
πως θα παρουσιαστεί κοσκινίζεται από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Τα περί
αδιαμεσολάβητου θεάματος είναι ένα μεγάλο παραμύθι. Ποτέ δεν λειτούργησε,
τουλάχιστο με επιτυχία, στην ιστορία του θεάτρου. Πιο πρόσφατη παταγώδης
αποτυχία η δεκαετία του 1960.
Αναζητώντας
την αλήθεια
Τώρα, το γιατί παρατηρείται τέτοια μανία με το
συγκεκριμένο είδος, η απάντηση είναι απλή: έχει χαθεί από τα μάτια μας η
πραγματικότητα. Όπως είμαστε πολιορκημένοι από τα ΜΜΕ, έχουμε τελείως
μπερδευτεί. Εξ ου και η ανάγκη επαναφοράς ενός νέου, πολιτικά, θεατρικού λόγου
που θα απομυθοποιεί πρακτικές και αποφάσεις, όπως έκανε (ή νόμιζε πως έκανε) παλιά
το μαρξιστικό θέατρο ντοκουμέντο. Ένα θέατρο που θα νοιάζεται για τους
περιθωριοποιημένους, εκείνους που η ιστορία έχει ξεγράψει ή η ίδια η περιοχή
έχει «θάψει», και που πιστεύει ότι οι καταθέσεις τους θα δώσουν την άλλη οπτική.
Αυτό ακριβώς που επιχείρησε η «Άλλη όχθη»: να μιλήσει για την ξεχασμένη «όχθη»
της πόλης.
Όμως, υπάρχει μια βασική διαφορά με το παλιό θέατρο ντοκουμέντο
από το οποίο πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί. Όσοι υπηρετούσαν το
χώρο, τότε, πίστευαν πως μέσα από τη μαρξιστική ανάλυση θα έφταναν σε μια
αλήθεια. Σήμερα η αλήθεια (εάν υπήρξε ποτέ) έχει καταρρεύσει μαζί με το τείχος
του Βερολίνου. Και αυτό το έχει κληρονομήσει το θέατρο ντοκουμέντο, όπου
βλέπουμε να μάχονται δύο τάσεις: από τη μια η τάση για πολιτική αλλαγή που
επιβάλλει και μια σχέση με τον «πραγματικό» κόσμο και, από την άλλη, ένας
φιλοσοφικός σκεπτικισμός γύρω από τον «πραγματικό» κόσμο και τις όποιες
αλήθειες του.
Μια απάντηση σ’ αυτό το αδιέξοδο, αποτελεί και η
προσκόμιση πολλών θέσεων, ώστε ο πλουραλισμός τους να ακυρώνει την επιβολή της
μιας και απόλυτης θέσης. Επιλογή που
μπορεί να λύνει κάποια προβλήματα, όμως πυροδοτεί νέες συγκρούσεις που αφορούν από
τη μια την αντικειμενικότητα των αποσπασμάτων (ποιος θα ελέγξει αυτά που
λέγονται;) και, από την άλλη, τον
υποκειμενικό τρόπο που παρουσιάζονται, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα
χειρίζεται ο καλλιτέχνης ώστε να ορίσει τα πλαίσια και την οπτική πρόσληψης.
Περί
συμμετοχής
Κι εδώ εγείρεται και το εξής. Ωραία αυτά που μας είπαν
από την «Άλλη όχθη» οι αυτόπτες μάρτυρες. Και λοιπόν; Το να ταυτιστεί κάποιος
με αυτά που άκουσε, σημαίνει ότι θα δράσει κιόλας; Προσωπικά πιστεύω πως πολλές
φορές τέτοιες «ανοίκειες» ιστορίες είναι και ένα άλλοθι να μην κάνουμε τίποτε. Όταν
νιώθουμε συμπάθεια για κάτι, πείθουμε τον εαυτό μας ότι δεν είμαστε συνεργοί
στην όποια κοινωνική αδικία. Η συμπάθειά μας επιβεβαιώνει την αθωότητά μας,
αλλά και την (ανομολόγητη) ανικανότητά μας.
Πού καταλήγω; Στο
απλό σκεπτικό που λέει ότι, οποιοδήποτε ξύπνημα της συνείδησης δεν αμφισβητεί
τις σχέσεις ισχύος, μοιραία καταδικάζει τον θεατή στο ρόλο του πολιτιστικού
τουρίστα. Το να δώσουμε ορατότητα σ’ ένα θέμα δεν σημαίνει ότι κερδίζουμε είτε τη
μάχη είτε τις εντυπώσεις. Το τι εξάγει κάποιος απ’ αυτό εξαρτάται από το
πλαίσιο που θα ορίσει και την ιδεολογία του βλέμματος και τον τρόπο πρόσληψης
του αντικειμένου. Τις περισσότερες φορές η έκθεση του αλλότριου ενισχύει τον
εξωτισμό του. Όπως γίνεται με τις καταθέσεις ναρκομανών, πορνών, έκφυλων κ.λπ.
Αυτό δεν πέτυχε η «Γυναίκα [πόρνη] της Πάτρας», ας πούμε; Ή η μαρτυρία της
«Νανάς» στην «Άλλη όχθη»; Τέτοιες εξομολογήσεις μας κάνουν τελικά να νιώθουμε
καλά με το Σύστημα.
Συμπέρασμα: Δεν είμαι εναντίον του συγκεκριμένου θεάτρου. Κάθε άλλο.
Απλώς στην προκειμένη περίπτωση, και κρίνοντας από το πρώτο μισό, πιστεύω πως εάν
οι μαρτυρίες περνούσαν αποκλειστικά στα χέρια των ηθοποιών θα είχαν πολύ πιο
ευεργετικά αποτελέσματα.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
29/06/2014