Η Δυτική Θεσσαλονίκη είναι όπως το Μεταξουργείο στην Αθήνα, το «άλλο»
πρόσωπο της πόλης. Ιδίως η περιοχή γύρω από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό
είναι το σήμα κατατεθέν της τοπικής ετερότητας. ¨Ετσι ήταν πάντα. Εκεί ήταν η
γνωστή Μπάρα, η μεγαλύτερη μπουρδελογειτονιά των Βαλκανίων, εκεί και τα
χασισοποτεία, οι τραβεστί, οι λούμπεν, οι νταβατζήδες. Εκεί και η πρώτη
γερμανικη γειτονιά. Και οι Εβραίοι. Εκεί σήμερα και οι «άλλοι» επιχειρηματίες,
Κινέζοι και Πακιστανοί, νόμιμοι και παράνομοι.
Εκεί, λοιπόν, δίπλα στις σκουριασμένες ράγες του σταθμού, το Κρατικό
Θέατρο, σε συνεργασία με την Parallaxi, παρουσίασαν πρόσφατα μια περφόρμανς
site specific με τον ενδεικτικό τίτλο «Η άλλη όχθη», τη δραματουργική φροντίδα
της οποίας επωμίσθηκαν ο Χάρης Πεχλιβανίδης και η Κορίνα Βασιλειάδου. Δεν θα
μπω σε λεπτομέρειες εδώ. Να πω μόνο πως στο πρώτο μέρος συμμετείχαν
επαγγελματίες ηθοποιοί, οι οποίοι ανέλαβαν να δραματοποιήσουν τα ντοκουμέντα,
ενώ στο δεύτερο μέρος το λόγο τον πήραν κάτοικοι της περιοχής.
Κυνηγώντας την αλήθεια
Το θέατρο ντοκουμέντο δεν είναι φαινόμενο πρόσφατο. Το ότι είναι τόσο
δημοφιλές οφείλεται σε μια σειρά από συγκυρίες, αρχής γενομένης με την
καταστροφή των Δίδυμων Πύργων και εν συνεχεία το γιγαντισμό της ρητορικής περί
τρομοκρατίας, που οδήγησε σε περίεργους τιμωρητικούς πολέμους στο Αφγανιστάν,
στο Ιρακ, κ.λπ.
Όλες αυτές οι εξελίξεις διαμόρφωσαν ένα γκρίζο σκηνικό, όπου αλήθειες και
ψέματα μπήκαν σ’ ένα τσουβάλι, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσει να μεγαλώνει ο σκεπτικισμός
γύρω από τις αποδείξεις που προσκομίζουν οι επίσημοι φορείς για να
δικαιολογήσουν τις αποφάσεις τους, αλλά και ο τρόπος που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τα
γεγονότα. Σταδιακά πύκνωσε η ομίχλη γύρω
από την έννοια του «πραγματικού», η οποία οδήγησε τους καλλιτέχνες ν’
αναζητήσουν ένα νέο, πολιτικά, θεατρικό λόγο που θα απομυθοποιούσε πρακτικές,
θα εξέθετε τους ψεύτες και θα αναδείκνυε την αλήθεια μέσα από μια άλλη οπτική.
Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με αυτό που έκανε το θέατρο των 60s, με αφορμή τον πόλεμο
στο Βιετνάμ και αλλού. Ζητούμενο, η αλήθεια πέρα από το παραπλανητικό λόγο των
πολιτικών και των Αρχών. Και αυτό εξηγεί και τη στροφή στο μαρξιστικό θέατρο
ντοκουμέντο.
Αντιφάσεις
Όμως, εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Τότε οι θιασώτες του μαρξιστικού
μοντέλου (βλ. Πισκάτορ) πίστευαν πως μέσα από τη μαρξιστική ανάλυση θα έφταναν
σε μια αλήθεια. Πίστευαν στην ύπαρξη αυτής της αλήθειας. Σήμερα η αλήθεια έχει
καταρρεύσει μαζί με το Τείχος του Βερολίνου. Και αυτή η ακύρωση του σταθερού
σημείου αναφοράς έχει δημιουργήσει στους σύγχρονους καλλιτέχνες ένα δυσεπίλυτο
πρόβλημα: από τη μια συζητούν για πολιτική αλλαγή που επιβάλλει μια σχέση με
τον «πραγματικό» κόσμο και, από την άλλη, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα
φιλοσοφικό σκεπτικισμό γύρω από τον «πραγματικό» κόσμο που οδηγεί σε απαξίωση
των αξιώσεων για την αλήθεια.
Μια από τις προτεινόμενες λύσεις στο αδιέξοδο είναι η προσκόμιση πολλών
θέσεων ώστε να ακυρώνεται η επιβολή της μιας και απόλυτης θέσης, κάτι που
έχουμε δει επανειλημμένα να γίνεται (να σας θυμίσω το «Πεθαίνω σα χώρα» του
Μαρμαρινού, τον «Προμηθέα» των Ρίμινι Προτοκόλ κ.λπ). Εδώ βέβαια εγείρεται κι ένα άλλο ζήτημα:
Ωραία μας τα λένε οι αυτόπτες μάρτυρες. Ποιος όμως θα ελέγξει την
αντικειμενικότητα των αφηγήσεων τους;
Οι θιασώτες του χώρου προφανώς θέλουν να τα εμφανίζουν όλα ως
αδιαμεσολάβητα. Δικαίωμά τους. Από την άλλη, όμως, το γεγονός ότι υπάρχουν
πολλές και ενίοτε ετερόκλιτες φωνές, δεν σημαίνει αυτόματα και επιστροφή στην
αδιαμεσολάβητη αλήθεια. Βέβαια, όλα είναι πιο εύκολα όταν οι θεατές γνωρίζουν
περί τίνος πρόκειται, οπότε μπορούν να έχουν άποψη περί της αλήθεας του. Εκεί
που μπερδεύεται η κατάσταση είναι όταν δεν γνωρίζουν, οπότε όλα τα ενδεχόμενα
είναι ανοικτά.
Περί εξωτισμού
Το να ταυτιστεί κανείς με τα δραματοποιημένα ντοκουμέντα, δεν σημαίνει ότι
θα δράσει κιόλας. Πολλές φορές είναι και ένα άλλοθι να μην κάνει τίποτε. Όσο
νιώθουμε συμπάθεια πείθουμε τον εαυτό μας ότι δεν είμαστε συνεργοί στην όποια
κοινωνική αδικία. Η συμπάθειά μας επιβεβαιώνει την αθωότητά μας, αλλά και την
(ανομολόγητη) ανικανότητά μας.
Το να δώσεις ορατότητα σ’ ένα αποσιωπημένο ή άγνωστο θέμα δεν σημαίνει ότι
κερδίζεις ταυτόχρονα τη μάχη ή τις
εντυπώσεις. Το τι εξάγει κάποιος απ’ αυτό εξαρτάται από το πλαίσιο που θα
ορίσει και την ιδεολογία του βλέμματός του. Τις περισσότερες φορές η έκθεση του
αλλότριου δεν καταργεί αλλά ενισχύει τον εξωτισμό του, δηλαδή, τη μυθοποίησή
του. Είναι αυτό που επιτυγχάνουν καταθέσεις ή εξομολογήσεις ναρκομανών, πορνών,
έκφυλων κ.λπ. Εάν η πολυσυζητημένη θεατρική «Γυναίκα της Πάτρας», λ.χ., δεν
ήταν εκδιδόμενη αλλά μια καθωσπρέπει υπάλληλος, το πιθανότερο είναι ότι κανέναν
δεν θα ενδιέφεραν οι περιπέτειές της, εκτός κι αν εμφάνιζαν «εκ-κεντρικές»
τάσεις. Θέλω να πω πως είναι εύκολο μέσα από «εξωτικές» ή «εκ-κεντρικές»
μαρτυρίες, οι διακινητές του θεατρικού προϊόντος να μας κάνουν να νιώσουμε καλά
με το Σύστημα, μετατρέποντάς μας σε τουρίστες (κι όχι ελεγκτές) του πολιτισμού.
Συμπέρασμα: ο 21ος αιώνας μπήκε κουβαλώντας μαζί του μια
έντονη αύρα σκεπτικισμού, μια γενικότερη απαισιοδοξία γύρω από την έννοια του
πραγματικού. Και η πρόκληση για το θέατρο ντοκουμέντο ή αυτολεξεί ή ακόμη για
το σύνολο του θεάτρου, αν προτιμάτε, είναι να βρει τρόπους να μας αφηγηθεί
πράγματα πέρα από τις υπάρχουσες ομιχλώδεις πραγματικότητες. Δεν είναι εύκολο,
γιατί μεγάλο μέρος της ομίχλης βγαίνει μέσα από τις αναθυμιάσεις της οικονομίας.
Και το θέατρο, όσο και να το θέλουν ελεύθερο οι διάφοροι ρομαντικοί, είναι κι
αυτό ένα εξάρτημα στη λογική της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
13/07/2014