Εθνικό θέατρο, Μάριμπορ, Σλοβενία
Σε
ένα πρόσφατο ταξίδι μου στο Λουξεμβούργο ρώτησα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης, τον
καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Μονοδράματος “Fundamental”, πώς αντιλαμβάνεται την έννοια «εθνικό θέατρο».
Ξαφνιάστηκε. Μου είπε ότι δεν κάθισε ποτέ να το σκεφτεί, λες και δεν τον
αφορούσε. Ίσως. Το Λουξεμβούργο μοιάζει σαν η εξαίρεση σ’ έναν κανόνα που λέει
ότι η έννοια του «εθνικού θεάτρου» είναι πολύ πιο φορτισμένη στις μικρές χώρες από ό,τι στις μεγάλες, γιατί
απλούστατα νιώθουν πιο ευάλωτες στα τερτίπια των δυνατών.
Ορισμός
Βέβαια,
εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Πώς ορίζουμε μια «μικρή» χώρα; Γεωγραφικά;
Γλωσσικά; Πληθυσμιακά; Ο Καναδάς, π.χ., είναι μεγάλη σε έκταση, θεατρικά όμως ανήκει
στις μικρές, το ίδιο και η Ινδονησία και από πολλές απόψεις η Κίνα. Σ’ άλλες
περιπτώσεις έχουμε μικρά έθνη μέσα σ’ ένα μεγάλο έθνος, όπως οι Ινδιάνοι στην
Αμερική, ή έθνη που έγιναν μικρά επιλέγοντας την απομόνωσή τους (βλ. Β. Κορέα).
Μέσα
στα στενά όρια μιας επιφυλλίδας, την έννοια του «μικρού» την περιορίζουμε
αποκλειστικά σε κάτι πολύ συγκεκριμένο: στην ικανότητα ενός κράτους να παράγει
και να εξάγει τα πολιτιστικά του προϊόντα και παράλληλα να μπορεί, μέσα από αυτά, να
επηρεάζει. Και απ’ αυτήν την άποψη, η
περίπτωση των μικρών χωρών παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί εκεί η συμμετοχή του θεάτρου στις διαδικασίες
ορισμού ή επαναπροσδιορισμού εθνικών ταυτοτήτων, ιδιαιτεροτήτων και
συλλογικοτήτων είναι πολύ πιο έντονη και καθοριστική.
Και
μην πάτε μακριά. Δείτε με τι πάθος όλα τα καινούργια κράτη (Κροατία, Βοσνία,
Λετονία, Κόσσοβο κ.λπ), σκαλίζουν αρχεία, τοποθετούνται απέναντι σε θέματα
εθνικής ιστορίας, και πώς χρησιμοποιούν τη δυναμική της θεατρικής αναπαράστασης
για να διεκδικήσουν τη θέση και τη φωνή τους στα πράγματα. Ιδιαίτερα σε χώρες που βίωσαν την
αποικιοκρατία ή χώρες διχασμένες θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ. αυτή η
δυνατότητα και αναγκαιότητα εκσκαφής αρχείων φαντάζει σαν εθνική αποστολή, μια μορφή
ενός δεύτερου μοντερνισμού.
Εθνικό θέατρο, Αθήνα
Αλλά και σε άλλες μικρές οντότητες ή χώρες, σχετικά
πιο «ήρεμες» όπως η Σκοτία, η Ουαλία και η Σλοβενία, η συζήτηση εξακολουθεί να
είναι έντονη. Να θυμίσω ακόμη την ιδιαίτερη περίπτωση και της Ιρλανδίας, η
οποία, όσο ένιωθε δυνατή (ελέω γλώσσας και οικονομίας —ο «κέλτικος τίγρης»), είχε
συμπεριφορά μεγάλου κράτους. Όταν, όμως, το οικονομικό κραχ έφερε τα πάνω κάτω
και ανέδειξε ξανά τη μικρότητά της, τότε άρχισε και πάλι να συζητά το θέμα της
ταυτότητας, βάζοντας το θέατρο στο ρόλο του μπροστάρη, του εκσκαφέα και
ελεγκτή.
Έντονη
είναι και η συζήτηση στην Καταλονία, όπου υπάρχει ένα δυνατό αποσχιστικό ρεύμα
που εκφράζεται μέσα από ένα φορτισμένο εθνικιστικό θέατρο, το οποίο από τη μια
βάζει την εντοπιότητα μπροστά και από την άλλη δεν κρύβει την αγωνία του να μην
ξεκόψει από τον παγκόσμιο θεατρικό κορμό. Στο Ισραήλ παρατηρούνται ανάλογες
τάσεις, όπως και στο Κεμπέκ.
Και
για να μιλήσουμε και για τα δικά μας, ήταν μόλις πριν από τρία χρόνια, στις
απαρχές της κρίσης, όταν το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ, επαναπροσδιορίζοντας τις
σχέσεις τους με την κοινωνία, φιλοξένησαν κάτω από το ερώτημα (του Πολέμη) «Τι
είναι πατρίδα;» τις ρεπερτοριακές επιλογές τους.
Ταυτότητα
Βέβαια,
για να συζητήσει κανείς σωστά τις σχέσεις θεάτρου και εθνικής ταυτότητας,
πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του εξαρχής τι εστί ταυτότητα, εάν είναι
κάτι το βιολογικό (ουσιοκρατικό) ή απλώς κατασκευάζεται και κατόπιν αναπαριστάνεται
στη σκηνή ή στις σελίδες ενός βιβλίου; Γιατί αν δεχτούμε ότι οι άνθρωποι διαρκώς
(ανα)δημιουργούν την ταυτότητά τους, τότε αυτόματα και το έθνος παύει να είναι
μια μονολιθική οντότητα και γίνεται κάτι ρευστό, ανοικτό στο ενδεχόμενο της
επανα-ανακάλυψης, παίρνει δηλαδή τη μορφή φαντασιακής κοινότητας βασισμένης
στις καθημερινές επιτελέσεις και απόψεις των ανθρώπων που ζουν εντός των
συνόρων του.
Αυτή
τη σχετικότητα υποθέτω πως στόχευε να
αναδείξει με το διάρκειας έξι μηνών πείραμά της η δανέζικη ομάδα «Προσωρινό
Εθνικό Θέατρο», όταν κάλεσε καλλιτέχνες, θεατρόφιλους και απλό κόσμο, από
ποικίλα κοινωνικά στρώματα, να πουν πώς φαντάζονται την ταυτότητα ενός εθνικού
θεάτρου, σε συνδυασμό με το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και του πολιτικού
ασύλου.
Εθνικό θέατρο, Ουαλία
Έλλειψη
αλληλεγγύης
Και
κλείνω επισημαίνοντας το εξής παράδοξο: ενώ θα περίμενε κανείς από τα μικρά
κράτη να καλλιεργούν συστηματικά ένα κοινό μέτωπο, ώστε να ξεπερνούν πιο εύκολα
τα ντεσαβαντάζ της μικρότητάς τους, κάνουν το αντίθετο: «αλληλοσνομπάρονται».
Με τη γενικότερη πολιτική τους δείχνουν
ότι προτιμούν να έχουν σχέσεις με τους θεατρικά ισχυρούς, γιατί πιστεύουν πως
έτσι θα επιβιώσουν και θα καθιερωθούν πιο εύκολα. Ρίξτε μια ματιά στις
θεατρικές και ερευνητικές μας επιλογές. Όλοι γνωρίζουμε τι γίνεται στην Αγγλία
και στη Γερμανία, όμως ελάχιστοι ξέρουμε τι γίνεται στη Ρουμανία ή την Κροατία.
Τρέχουμε στο Λονδίνο για ενημέρωση, δεν πάμε όμως στο Ελσίνικι. Και από αυτήν
την άποψη, πολύ καλά έπραξε το Παν/μιο του Γκλαμόργκαν στη Νότια Ουαλία, το
οποίο, βλέποντας το κενό και τις δυνατότητες κοινοτικής χρηματοδότησης, έσπευσε
να δημιουργήσει ένα ερευνητικό πρόγραμμα για να βοηθήσει το διάλογο ανάμεσα στα
μικρά κράτη, με επίκεντρο εκείνα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πάντως,
ανεξάρτητα πώς θα δει κάποιος το όλο θέμα, το αξιοπερίεργο είναι ότι, σε μια
εποχή κατά την οποία το θέατρο είναι οικονομικά παροπλισμένο και απαξιωμένο από
τα επίσημες αρχές, εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη συζήτηση που αφορά
το έθνος και την ταυτότητά του.
Εθνικό θέατρο (Abbey Theatre), Ιρλανδία
Κι εδώ γεννιέται και το εξής ζήτημα: όταν ένα μικρό
κράτος πάψει να είναι μικρό, το θέατρό του γίνεται αυτόματα και πιο κοσμοπολίτικο
ή συνεχίζει την εθνοκεντρική του πορεία, απλώς πιο κεκαλυμμένα;
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
27/07/2014