Είναι τόσο πολλές οι
παραστάσεις που τρέχουν αυτό τον καιρό στη Θεσσαλονίκη που και να θες δεν τις
προλαβαίνεις. Και το χειρότερο είναι ότι οι περισσότερες είναι μόνο για
δυο-τρία βράδια, με αποτέλεσμα μόλις το πάρεις είδηση ότι κάτι γίνεται έχει
τελειώσει (ή σχεδόν) το πανηγύρι. Μοιραία, λοιπόν, πολλά κριτικά σημειώματα
κυκλοφορούν είτε εκ των υστέρων είτε στο παρά πέντε της αυλαίας των
παραστάσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι επαγγελματικές τουλάχιστον, καλές και κακές,
δουλειές πρέπει να σχολιάζονται, γιατί αποτελούν μέρος της θεατρικής ιστορίας
του τόπου.
Όπως επανειλημμένα έχω
γράψει, δεν είμαι πολέμιος του εμπορικού θεάματος. Αντίθετα, πιστεύω πως είναι
αναγκαίο, γιατί δίνει την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να περάσει ευχάριστα, χωρίς
κατ’ ανάγκη να πλαντάξει στον προβληματισμό και την υπαρξιακή σκοτεινιά. Εκεί
που χάνω, όμως, την ψυχραιμία μου είναι μπροστά σε θεάματα που προσβάλλουν την
ανθρώπινη νοημοσύνη. Θεάματα που φωνάζουν και δείχνουν από μακριά τη φτήνια
τους και το καρακιτσαριό τους. Και αναφέρομαι συγκεκριμένα στο πολυδιαφημισμένο
κατασκεύασμα των Ρήγα/Δημητρίου, «Οι φόνισσες της Παπαδιαμάντη», που είδαμε στο
κατάμεστο, παρακαλώ, «Αριστοτέλειο».
Πρόκειται για ένα έργο
πλεγμένο γύρω από τις περιπέτειες έξι γυναικών που κατηγορούνται για φόνο και
οι οποίες, με ποικίλες αιτιολογίες, προσπαθούν να αποδείξουν την αθωότητά τους
στην ανακρίτρια. Απρόσμενος σύμμαχος στα σχέδια απόδρασής τους, η βοηθός της
ανακρίτριας Γκουλιώ Παπαδιαμάντη, εγγονή του γνωστού μας πεζογράφου, του
«Αλέκου», που πάντα τ’ άρεσε να λέει, «τα ‘θελε ο κώλος σας».
Συντελεστές
Για τη σκηνοθεσία δεν
έχω να πω τίποτα, γιατί ακριβώς ήταν ένα τίποτα. Όλα μια κονσέρβα. Μπες βγες,
κάτσε σήκω. Σαν τροχονόμος. Εκείνο που τελικά μένει από τη δύωρη αυτήν
ταλαιπωρία είναι οι εικόνες ενός θεάματος που πάσχιζε μέσα από χιλιοειπωμένες
ατάκες, κιτρινισμένα κλισέ, σκηνικούς κώδικες που βγήκαν εκτός κυκλοφορίας εδώ
και πενήντα χρόνια, να εκβιάσει το χάχανο. Και ομολογώ πως το πέτυχε. Ο κόσμος
γέλασε, όπως, φαντάζομαι, θα γελούσε μπροστά στα καραγκιοζιλίκια οποιουδήποτε
ξεχαρβαλώνει την τάξη πραγμάτων και δημιουργεί σκόπιμα χάσματα. Κάποιες καλές
στιγμές είχε η Καστάνη και η Ρώπα, δυο ηθοποιοί που πρέπει να ομολογήσω πως
έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να πάω να δω την παράσταση. Τις
εκτιμώ ιδιαίτερα. Γνωρίζουν πολύ καλά το είδος που υπηρετούν. Εδώ πάντως
αισθάνθηκα πως πιο πολύ έκαναν πλάκα με ό,τι πιο εύκολο διέθεταν παρά έπαιζαν.
Κι αυτό μ’ ενόχλησε πολύ.
Πάντως το φωτοστέφανο
της χειρότερης όλων το προσφέρω κατευθείαν και ανεπιφύλακτα στην Καλογρίδη. Η
κυρία δεν έπαιζε θέατρο. Το ενέπαιζε. Ή μάλλον, έκανε θέατρο τον εαυτό της. Σαν
να μας έλεγε, «προσέξτε με». Μόνο που δεν μας διευκρίνισε τι να προσέξουμε.
Θλιβερό θέαμα. Το βατόμουρο της σκηνικής ανυπαρξίας στη Δραγούμη. Η μόνη ορατή
παρουσία της ήταν στο πρόγραμμα της παράστασης, εκεί με τα ονόματα των λοιπών
συντελεστών.
Τελικά, ας
αναλογιστούν λιγάκι όλοι οι εμπλεκόμενοι ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης, και
μάλιστα σε εποχές που το επίπεδο του κοινού γούστου έχει πάει κατά διαόλου. Κι
εδώ δεν βγάζω εκτός το κοινό. Ας αναλογιστεί κι αυτό την ευθύνη που έχει για τη
συσσώρευση του σκουπιδαριού. Στο θέατρο οι σχέσεις είναι πάντα αμφίδρομες. Και
εκείνος που αποδέχεται να παίξει το παιχνίδι της ποιοτικής απαξίωσης φέρει
ευθύνη. Ας ψαχτεί επιτέλους και ο κόσμος. Δεν φταίνε πάντα οι άλλοι.
Συμπέρασμα: θεατρικοί φόνοι. Κυριολεκτικά και με το νόμο της αγοράς.
Περί κόλασης και ακολασίας
Στο πάντα προσεχτικό
και ανήσυχο στις επιλογές του θέατρο «Αυλαία», είδα το «Ντε Σαντ: Ζυστίν», το οποίο συνέθεσε σε μορφή
θεατρικού μονολόγου ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις, έχοντας ως βάση το έργο
«La Nouvelle Justine», το οποίο ο Ναπολέων είχε αποκαλέσει "το πιο
αποκρουστικό βιβλίο που είδε ποτέ το φως από την πιο διεφθαρμένη φαντασία».
Η ιστορία του αφορά
την Ιουστίνη (Ζυστίν), μια δωδεκάχρονη παρθένα που ξεκινά άπορη την περιπέτειά
της στη Γαλλία, όπου βιώνει βιασμούς, κακοποιήσεις από καλόγηρους, δικαστές,
μοναχές και άλλους πολίτες υπεράνω υποψίας.
Όπως και στ’ άλλα του έργα, ο Ντε Σαντ δείχνει, με την αμεσότητα που το
χαρακτηρίζει, πως η αρετή και η αμαρτία είναι θέματα υποκειμενικά, πως η φύση
είναι ο μοναδικός πραγματικά κυρίαρχος επάνω στον άνθρωπο και πως η ηδονή είναι
ο υπέρτατος σκοπός της ανθρωπότητας και της ζωής.
Η σκηνοθεσία
Η
σκηνοθεσία του Γκραουζίνις καλά ρυθμισμένη, κινήθηκε προσεχτικά ανάμεσα στα
σημαίνοντα πεδία του μονολόγου, άλλοτε σε ευθείες και άλλοτε με καλά
μελετημένες πλαγιοκοπήσεις. Η μπαγκέτα του υπογράμμισε το χιούμορ, όπως και το
σαρκασμό που κρύβει η ιστορία. Έβγαλε προς τα έξω την προκλητική όσο και την
ανατρεπτική της διάθεση. Κρατώντας τη Ζυστίντ-ακροάτρια εκτός σκηνής, πέτυχε να
μετατρέψει σε παραλήπτες του λόγου της μαρκησίας όλη την πλατεία και
κατ΄επέκταση την κοινωνία.
Ερμηνεία
Η Μαρία
Παπαδοπούλου, που επωμίσθηκε τον ρόλο της αφηγήτριας που προσπαθεί να μυήσει τη
Ζυστίντ, κινήθηκε με άνεση ανάμεσα στο κωμικό και το σοβαρό. Μίλησε το λόγο της
ηδονής με πειθώ και ύφος αυτονόητο. Σήμανε καίρια τις διακλαδώσεις των λέξεων
και στις παύσεις υπογράμμισε τα υπονοούμενα. Η μετάφραση από τα ρωσικά της Αλεξάνδρας
Ιωαννίδου, πυκνή και εύρυθμη,βοήθησε ουσιαστικά τη μονολογούσα Παπαδοπούλου να
κρατήσει ανοικτά όλα τα κανάλια επικοινωνίας με την πλατεία. Όσο για το
κουστούμι που υπογράφει η Βίλμα Γκαλεκάιτε-Νταμπκιένε και τη σύνθεση των παραλλαγμένων
ήχων του μπαρόκ από τη Μαρτίνα Μπιαλομπζέσκις, ήταν σε μία ευθεία με τη
σκηνοθεσία.
Συμπέρασμα: λιτή και θεατρική διάλεξη περί ηδονής
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
4/05/2014