Να πω εξαρχής ότι μ’ αρέσει ο θεατρικός λόγος της Λένας
Κιτσοπούλου, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο και για τα θέματά της. Και εξηγούμαι. Αυτήν τη στιγμή δεν είναι πολλοί οι Έλληνες
δραματικοί συγγραφείς που θα μπορούσαν να της παραβγούν στη χρήση της ελληνικής
γλώσσας.
Ηθοποιός και σκηνοθέτιδα η ίδια, δείχνει να διαθέτει ένα πολύ καλό αισθητήριο
όργανο, την ακοή, γεγονός που την οδηγεί σ’ ένα θέατρο πιο πολύ για τ’ αφτιά
παρά για τα μάτια. Ο λόγος της ρέει ασταμάτητα σαν μια καλoδουλεμένη μουσική παρτιτούρα. Πραγματικά
χαίρεσαι ν’ ακούς τους ήρωές της να μιλούν. Λες και είναι ερωτευμένοι μ’ αυτά
που λένε. Παθιάζονται ν’ ακούνε τον εαυτό τους να μιλά. Ακόμη κι όταν έχουν
απέναντί τους κάποιο ακροατήριο, στην ουσία μονολογούν. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις
δίνουν την εντύπωση πως αντιλαμβάνονται τι θα πουν αφού πρώτα το αρθρώσουν. Μιλώντας
μαθαίνουν τι θέλουν να πουν.
Υπερνατουραλισμός
Κι εδώ υποκύπτω
στον πειρασμό να κολλήσω στη γραφή της Κιτσοπούλου την ταμπέλα
«υπερνατουραλιστική», για την οποία
οφείλω μια εξήγηση.
Ο
«υπερνατουραλισμός» μπορεί να ακουμπά, και μάλιστα πολύ επιδεικτικά, στους
κώδικες του οικείου ρεαλισμού, ωστόσο πόρρω απέχει από τις γνώριμες λειτουργίες
του, αισθητικές, εννοιολογικές και προσληπτικές. Πρόθεσή του είναι η επιβολή
της παρουσίας της λέξης στη σκηνή ως σώμα, ως ήχος, ως ρυθμός. Άλλως πως, έχουμε
να κάνουμε με μια πτυχή του μεταμοντέρνου (κατ’ άλλους μεταδραματικού), όπου
στόχος είναι η ίδια η έννοια της παρουσίας. Στη θέση των σημαινομένων του (νατουραλιστικού)
λόγου, μπαίνει τώρα σφήνα και ορίζει το χώρο της η λέξη ως αυτόνομο
επιτελεστικό γεγονός.
Μιλούμε,
δηλαδή, για μια διαφορετική ποιητική της αναπαράστασης, που ζητεί άλλους
κώδικες υποκριτικής και επικοινωνίας. Πρόχειρα αναφέρω εδώ την περίπτωση του γνωστού
μας Αμερικανού Ντέιβιντ Μάμετ (βλ. «Ολεάννα»), ο οποίος, όταν σκηνοθετεί έργα
του, «απαγορεύει» στους ηθοποιούς να παίξουν μιμητικά. Δεν τους θέλει να
νιώθουν αυτά που λένε (αλά Στανισλάφσκι), αλλά απλώς να τα λένε με τέτοιο
τρόπο ώστε να δώσουν χώρο στη λέξη να
μας αυτοσυστηθεί ως περφόρμανς κι όχι ως μεταφορέας κάποιου νοήματος.
Ο λόγος στο «Μουνή»
Πίσω πάλι στην
Κιτσοπούλου, και έχοντας κατά νου και παλαιότερα έργα της, όπως το «Άουστρας ή
Η αγριάδα», είναι προφανές πως ναι μεν θέλγεται από τη δυναμική του λόγου,
παράλληλα όμως δεν αποκλείει από τα έργα της την ιστορία. Το αντίθετο. Την
αναζητεί και τη βρίσκει στα συντρίμμια της (ελληνικής) κοινωνίας. Και ως
συντρίμμια την εμφανίζει στη σκηνή. Απλώς εκείνο που προσωπικά θεωρώ κάπως
προβληματικό είναι το ότι απομονώνει θέματα που δεν συνιστούν ακόμη κάποια καινοτομία που πάντα προσδοκούμε
(κυρίως απ’ αυτήν). Ίσως στο μέλλον,
Πάρτε το
τελευταίο της εγχείρημα «Ο Μουνής», από τη συλλογή διηγημάτων «Μεγάλοι δρόμοι»,
που είδαμε στο θέατρο «Αυλαία», σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Θέμα του τα τρελά και παλαβά που γίνονται στην
ελληνική επαρχία, όπου πρωταγωνιστούν ήρωες με παρατσούκλια, όπως Μουνής, Μπερδούλιας
κ.ά. Παλικάρια που το παίζουν μάγκες της οκάς στα σώματα παιδιών και γυναικών.
Ένας μικρόκοσμος που γνωρίζει αλλά δεν μιλά. Η γνωστή επαρχιακή ομερτά. Και
ρωτώ: Πόσες φορές ν’ ακούσουμε για άνδρες που βαράνε τις γκόμενες για να τις στρώσουν
ή τα παιδιά τους για να γίνουν άνδρες; Πόσες φορές ν’ ακούσουμε για την
«αυθεντικότητα», την «περηφάνια», το «νταηλίκι» και τη «λεβεντομαλακία» του
επαρχιώτη Ελληναρά, που όταν λάχει, πέρα από τις σφαλιάρες, ρίχνει και ένα
λεβέντικο τσάμικο, έτσι για να ‘χει να λέει;
Η Κιτσοπούλου
προφανώς θέλει να ξεβρακώσει όλα αυτά τα γραφικά κλισέ που συντηρούνται
παρασιτικά στο σώμα της ελληνικότητας. Και καλά κάνει. Μήπως όμως είναι καιρός
να πάει και λίγο παρακάτω, σε πιο βαθιές βυθίσεις, εκεί όπου θα λάμψει η σαπίλα του κοινωνικού σώματος, που είναι πολύ
πιο περιπλεγμένη από ό,τι δείχνουν οι τυποποιημένες εικόνες φολκλόρ που είδαμε;
Πιστεύω πως όταν
κάποια στιγμή βρει τρόπους να παντρέψει τα εξαιρετικά ηχοχρώματα του λόγου της
με πιο στοχαστικές ταλαντώσεις της σκέψης, θα κάνει τη διαφορά στο θέατρό μας.
Το κορίτσι το ‘χει. Είναι θέμα χρόνου και ωρίμανσης. Για την ώρα, χαίρομαι τη
γραφή της. Κλείνω τα μάτια και βλέπω το
θέατρό της. Και με απογειώνει.
Συντελεστές
Η σκηνοθεσία
του Δεντάκη δεν εκβίασε τον αισθησιασμό μέσα από την προβολή της βίας που
κουβαλούσε ο λόγος. Και καλά έκανε. Επέλεξε ένα μείγμα δραματικής και
αφηγηματικής φόρμας, ώστε να ενισχύσει μια θέαση «κουλ», αποστασιοποιημένη και
στοχαστική. Αισθάνομαι ωστόσο ότι κάτι μπλόκαρε την επικοινωνία. Δεν κατέβαιναν
προς τα κάτω οι σκηνικές του λύσεις. Έμεναν στα όρια της σκηνής. Ίσως αυτό να
οφείλεται και στις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ηθοποιοί, παιδιά νέα
με μπόλικο φιλότιμο (φάνηκε) αλλά κάπως άγουρα ακόμη για να διαχειριστούν μια
γραφή τόσο ιδιαίτερη.
Σίγουρα δεν έλειπε
η θεατρικότητα, η θαλπωρή στο παίξιμό τους. Επέδειξαν γενναιότητα απέναντι στο
ενίοτε ακραίο σκιτσάρισμα των χαρακτήρων τους. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν
επιτυχημένη η αποκρουστική εικόνα του ανάπηρου από το Ζερίτη ή η εικόνα
της παπαδιάς από τη Μαϊστράλη, τα παθιασμένα
προσωπεία που φόρεσαν ο Γιαννουλάδης, η Κουτσιούμπα, η Σταφυλαράκη. Έλειπε ωστόσο εκείνη η βαθιά, σουρεαλιστική
παραμόρφωση που θα ήταν και η πολυπόθητη γροθιά στο στομάχι.
Συμπέρασμα: Παράσταση με ειδικό ενδιαφέρον, κυρίως στο λόγο, αλλά και με μια σκηνική
επιφάνεια που θεωρώ ζητούσε πιο αιχμηρές απολήξεις για να μας ταρακουνήσει.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
11/05/2014