Ο Άμλετ είναι ο πρώτος ψυχοσυναισθηματικά
ολοκληρωμένος δραματικός ήρωας στην ιστορία του θεάτρου. Θα μου πείτε, μα
προηγήθηκαν οι αρχαίοι. Ναι, όμως όλοι αυτοί ήταν τραγικές μορφές παρά πρόσωπα.
Τον Άμλετ μπορεί κάποιος να το φανταστεί να περπατά στους δρόμους μιας
σύγχρονης πόλης. Δεν μπορεί όμως να φανταστεί τον Προμηθέα ή τη Μήδεια.
Τα αναφέρω αυτά για να τονίσω πόσο δύσκολο είναι να
ακτινογραφήσει κανείς το πορτρέτο αυτού του δαιμόνιου πρίγκιπα που,
παριστάνοντας τον τρελό, σφήνωσε στην καρδιά της μεγάλης δυτικής αφήγησης ένα
σωρό ερωτήματα που έκτοτε, όχι άδικα, επιστρέφουν στη σκηνή, για να επαναδιατυπωθούν,
και επαναδιατυπωμένα να αρνηθούν και πάλι την παράδοσή τους σε κάποια απόλυτη
απάντηση.
Και αυτή εκτιμώ πως είναι και η γοητεία που ασκούν κείμενα
αυτού του βεληνεκούς: δεν ξέρεις από πού να τα πιάσεις και, παρόλα αυτά
αποτολμάς, ακόμη και με ορατό τον κίνδυνο να γκρεμοτσακιστείς, που είναι και το
πιθανότερο, γιατί είναι κείμενα τα οποία, ακριβώς επειδή κινούνται στα άκρα, σου
επιφυλάσσουν εκπλήξεις, όχι πάντα ευχάριστες.
Ποιος είναι ο Άμλετ;
Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο ήρωας, ο φαινομενικά τόσο
οικείος αλλά κατά βάθος τόσο αινιγματικός; Τι θέλει; Πού στοχεύει; Πιστεύω πως
ούτε ο ίδιος γνωρίζει. Γιατί αν γνώριζε, κάποια στιγμή θα μας το αποκάλυπτε.
Ο Άμλετ είναι όπως ο Γκοντό του Μπέκετ: πρόσωπο
υπαρκτό και πρόσωπο της φαντασίας, δικός μας αλλά και άνθρωπος του επέκεινα,
σκηνοθέτης του εαυτού του αλλά και της ζωής των άλλων, φως και σκοτάδι μαζί,
νεκρός και ζωντανός ταυτόχρονα, αγγελικός και δαιμονισμένος, λογικός και
παράλογος. Αλλού ολόκληρος και αλλού διαμελισμένος, αλλού ώριμος και αλλού
παιδικός, σχεδόν νηπιακός, έτοιμος να επιστρέψει στη μήτρα, της μάνας του, της
Οφηλίας, της μητέρας Γης.
Σίγουρα δεν κομίζει καλά μαντάτα στους Αναγεννησιακούς
η άφιξή του. Είναι ένας θεατρίνος που πατά στη σκηνή αυτού του κόσμου και κάνει
επίδειξη της παθογένειάς του. Εμφανίζει τον κόσμο σαν μια ποντικοπαγίδα, μια
πλεχτάνη άρρωστη που σακατεύει όσους πιαστούν στα δίκτυά της. Μια πλεχτάνη
ανάμεσα σε μια αόρατη εξουσία (του δολοφνημένου βασιλιά που στοιχειώνει τη ζωή
των θνητών με το φάντασμά του) και σε
μια ορατή (του σφετεριστή και φονιά Κλαύδιου) Οι περιπέτειες του Άμλετ είναι
ένα στημένο παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Ένα σύμπαν που το πολιορκούν φαντάσματα
και αφηγήσεις, θέατρο της μνήμης και της ιστορίας: το δικό μας.
Το εγχείρημα
Αυτή τη, βιβλικών προδιαγραφών, θεατρική παρακαταθήκη
επέλεξε να συμπυκνώσει σε ένα μονόλογο εβδομήντα μόνο λεπτών ο Αιμίλιος Χειλάκης,
ώστε να σχολιάσει παράλληλα και τις εφιαλτικές αντανακλάσεις της επάνω στο σώμα
της σημερινής, όχι λιγότερο άρρωστης, πραγματικότητας (και αυτή με τις ορατές
και αόρατες εξουσίες της, τους σφετεριστές και τα λαμόγια της).
Τον Χειλάκη τον έχω δει να δοκιμάζεται σε ρόλους
συνήθως ταιριαστούς στα υποκριτικά του μέτρα και, χωρίς προσωπικά να μ’
εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, έβλεπα ότι έβρισκε τρόπους να επικοινωνεί έντιμα με την
πλατεία.
Για να΄μαι, ωστόσο, απόλυτα ευθύς, αν δεν τον είχα δει
να δοκιμάζεται στον Οιδίποδα
(σκηνοθεσία Γκραουζίνις), θα στοιχημάτιζα ότι δεν θα τα κατάφερνε σ’ ετούτην
εδώ την πολύ φιλόδοξη δοκιμασία. Τονίζω τον Οιδίποδα,
γιατί εκεί έδειξε (σ’ εμένα τουλάχιστον) ότι ήταν έτοιμος για το βήμα παραπέρα.
Και το αποτόλμησε. Και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, καλά έκανε.
Η παράσταση
Με τη συνεργασία (συγγραφική και σκηνοθετική) του
Δούνια, συνέθεσε και παρουσίασε ένα κείμενο θραυσμάτων που κατάφερε,
αφενός να διατηρήσει το ρυθμό και το
χρώμα της μετάφρασης Χειμωνά και,
αφετέρου, να κρατήσει στο επίκεντρο το παιχνίδι της εξουσίας που βγαίνει μέσα
από τις σχέσεις των προσώπων.
Όπως δηλώνει και ο τίτλος της διασκευής Μόνος με τον Άμλετ, ο Χειλάκης
επωμίσθηκε όλους τους ρόλους. Με αξιοπρόσεχτη πλαστικότητα, με καλό ρυθμό,
τραγικό πάθος αλλά και το αναγκαίο υπονομευτικό χιούμορ, επιδόθηκε σε ένα μεταμορφωτικό ντελίριο με όλα
τα βασικά δραματικά πρόσωπα στην ίδια πινακοθήκη, από την εύθραυστη Οφηλία, έως
τον «τρελό» Άμλετ, τον αλαζονικό και άβολο με το στέμμα (γι’ αυτό και συνεχώς
το στραβοφοράει) Κλαύδιο, τη χαμένη και
αλλοπαρμένη Γερτρούδη και τον όχι ιδιαίτερα συμπαθή, κοινώς γλείφτη, Πολώνιο.
Για την
ολοκλήρωση των μεταπηδήσεων από το ένα προσωπείο στο άλλο, από τη σκέψη στη
δράση και πίσω, ο Χειλάκης επέλεξε (σωστά) να κινηθεί εξωτερικά, στοχεύοντας σ’
ένα είδος μπρεχτικού παραξενίσματος παρά ταύτισης διά της μιμήσεως (αλά
Στανισλάφσκι). Και το πέτυχε, γιατί είχε μέτρο, φαντασία και ευρηματικότητα.
Εάν μάλιστα περιόριζε κατά τόπους το αυτάρεσκο παίξιμό του και επικεντρωνόταν στην
ουσία των σκηνικών δρωμένων θα ήταν ακόμη καλύτερος.
Επίσης, θεωρώ εύστοχη την επιλογή του να μας αποχαιρετήσει
με το γνωστό μονόλογο «Να ζει κανείς…». Ήταν μια αναγκαία, θα έλεγα, συμπύκνωση
των νομαδικών δρωμένων της διασκευής. Όπως εύστοχο κρίνω και το γεγονός ότι η
παράσταση κλείνει όπως άρχισε: με τον ηθοποιό Χειλάκη στο προσκήνιο, να
επιστρέφει και να ξεβάφεται στο καμαρίνι του, εκεί όπου τον πρωτοείδαμε να
ετοιμάζεται για να υποδυθεί τους ρόλους του. Και με τα φώτα της σκηνής και της
πλατείας αναμμένα. Όλοι κάτω από το φως της ίδιας πραγματικότητας.
Το σκηνικό του Κένι Μακ Λέλλαν, με τα ευφάνταστα
μικροαντικείμενα, βοήθησε ουσιαστικά στη διατήρηση του ρυθμού, στην απρόσκοπτη εξέλιξη της δράσης και στο ομαλό θεατρικό δέσιμο
των θραυσμάτων. Όπως πηγή θεατρικότητας και καλής λειτουργικότητας αποδείχτηκε
και η παρουσία του τεράστιου μεγάφωνου στο
κέντρο της σκηνής.
Συμπέρασμα: Όλος ο
κόσμος μια σκηνή….και επάνω σ’ αυτήν ο Χειλάκης σε μια πολύ καλή στιγμή.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
19/04/2014