Το έργο της βρετανίδας Ντον Κινγκ Αλεπούδες εκτυλίσσεται σ’ ένα
αδιευκρίνιστο μέρος, όπου η γη δεν παράγει τίποτα. Οι αρχές κρίνουν ότι κάποιος
φταίει. Και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι φταίνε οι αλεπούδες. Είναι όμως έτσι
τα πράγματα; Και τι είναι μια αλεπού; Μήπως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια
βολική λύση κάθε φορά που κάτι στραβώνει; Σε κάθε περίπτωση, η κεντρική εξουσία
αποφασίζει να στείλει τον εκπρόσωπό της στη φάρμα του Σαμουήλ και της Ιουδίθ
για επιτόπια έρευνα.
Κι εδώ αρχίζει η ιστορία και μαζί οι απορίες. Η συγγραφέας σκόπιμα
αποφεύγει ν’ απαντήσει, ίσως γιατί θέλει να δείξει πόσο εύκολο είναι να ελέγξει
κανείς το μυαλό του ανθρώπου. Απ’ αυτήν την άποψη, το έργο δεν πραγματεύεται
κάτι πρωτότυπο. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη από αλληγορικές ιστορίες που
εστιάζουν σε πληροφοριοδότες,
δωσίλογους, σε κυνηγούς μαγισσών, σε Μακάρθι. Όμως, αυτό δεν το κάνει λιγότερο
ενδιαφέρον ούτε αφαιρεί από το ρέοντα διάλογό του, τα στρογγυλεμένα πορτρέτα των
χαρακτήρων του και το ανθεκτικό νήμα στις εκτινάξεις και προεκτάσεις της
ιστορίας του, που θες δεν θες τις ακολουθείς ίσαμε το τέλος,
στα βάθη της δυστοπίας.
Συνδυαστική φαντασία
Η Ελένη Σκότη, που το σκηνοθέτησε για λογαριασμό της ομάδας «Νάμα», επιστράτευσε μια συνδυαστική, συμβατικών και
εξωσυμβατικών μορφών, φαντασία ώστε να
«εφιαλτικοποιήσει» και να διευρύνει το τοπίο της άσκησης εξουσίας. Από τη μια ο
ρεαλισμός (που γνωρίζει πολύ καλά) και από την άλλη η τεχνολογία και η αφαίρεση
υπηρέτησαν, σε ένα ικανοποιητικό βαθμό, τη μετάβαση από τη ψυχολογική ασφάλεια
στην ανασφάλεια και την παράνοια που οδηγεί η επιθετικότητα του
εισβολέα-παρατηρητή.
Ο Δημήτρης Λάλος (Σαμουήλ) βρήκε ρόλο κομμένο και ραμμένο στα υποκριτικά
του μέτρα. Χωρίς να ποζάρει και να το παίζει νταής επαρχίας, με καλό εξωτερικό
γκέστους και λίγες αλλά σωστές εσωτερικές διακυμάνσεις, επικοινώνησε. Η Ιωάννα
Παππά (Ιουδίθ), ηθοποιός φτιαγμένη από καλό μέταλλο, με σωστά μέσα έπαιξε την
αγχωμένη και εύθραυστη σύζυγο που είναι έτοιμη να τα παρατήσει όλα για μια πιο
ήσυχη ζωή. Και οι δυο τους μας έδωσαν ένα πειστικό ζευγάρι, γέννημα θρέμμα της
γης τους. Μίλησαν τη γλώσσα της και αισθάνθηκαν την ποίησή της (που
εντυπωσιάζει, ιδίως στο πρωτότυπο).
Στον αντίποδα, η Ιωάννα Κολιοπούλου (Σάρα), δεν θέλει να τα παρατήσει,
θέλει να μείνει, να το παλέψει. Όμως, νομίζω πως κλειδώθηκε σ’ ένα μονοδιάστατο
παίξιμο, τη στιγμή που ο ρόλος απαιτούσε μεγαλύτερη εκφραστική πολυμορφία. Όσο
για τον απρόσκλητο επισκέπτη, Ουίλιαμ, του Χάρη Χιώτη, έδειξε να δυσκολεύεται να
συλλάβει την ισορροπία ανάμεσα στην αφέλεια, την προσωπική του ανασφάλεια και
την εξουσία που του δίνει η θέση του. Η σκηνική συμπεριφορά του έβγαζε μια
γενικότερη αμηχανία και ακαμψία.
Λιτό σκηνικό
Το λιτό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου έκανε τη δουλειά του, όμως
ζητούσε κι άλλες λύσεις ώστε να πυκνώσει η υπαινικτικότητά του. Το ίδιο και η
φωτιστική παρτιτούρα (Αντώνης Παναγιωτόπουλος). Με βάση την ιστορία, μια
ατμόσφαιρα πιο απειλητική θα ταίριαζε καλύτερα. Δεν νιώσαμε τη σκιά του δάσους
να πέφτει στην αίθουσα. Είναι σημαντικό. Το δάσος, συμβολικά και ρεαλιστικά,
κυκλώνει ασφυκτικά και απειλητικά τα δρώμενα. Είναι ένας τόπος που δεν παράγει
πια, δεν μας νοιάζεται. Και θα ήταν καλό να το βλέπαμε και ως εικαστικό σχόλιο.
Συμπέρασμα: μια έντιμη σκηνική απόδοση ενός έργου
που άντεχε σε μια ακόμη πιο σκοτεινή ανάγνωση.
Μονόλογος ενάντια στον καθωσπρεπισμό
Και δυο λόγια για ένα μονόλογο που είδα στην ίδια σκηνή («Αυλαία») και
με συγκίνησε, όπως με συγκινούν όλα τα έργα του συγγραφέα αυτού. Αναφέρομαι στο Μπετόν του Τόμας Μπέρνχαρντ που ερμήνευσε σε δική του σκηνοθεσία ο Πέρης
Μιχαηλίδης.
Ο Μπέρνχαρντ έζησε και δούλεψε κοντά σε περιθωριακούς και λαϊκούς
ανθρώπους, από τους οποίους επηρεάστηκε
πολύ, κυρίως σε ό,τι αφορά το πολεμικό ύφος της γραφής του. Από νωρίς
έκανε την επανάστασή του ενάντια στον καθωσπρεπισμό, τη χυδαία καθημερινότητα
και τον αυστριακό εθνικισμό, για να καταλήξει σε ένα σύμπαν σκοτεινό, σχεδόν φοβιστικό, όπου
τίποτα δεν στέκεται όρθιο, τίποτα δεν εκπέμπει ελπίδα, τουλάχιστο σε μια πρώτη
ματιά. Όλα είναι υπό διωγμό και πρωτίστως
οι θεσμοί (αλά Προυστ, Μπέκετ, Ντοστογιέφσκι).
Η γλώσσα του Μπέρνχαρντ είναι το σήμα κατατεθέν του. Γλώσσα γεμάτη
μηρυκασμούς και αναμηρυκασμούς λέξεων και περιδινήσεις νοημάτων που
στροβιλίζονται ζαλιστικά γύρω από την εκάστοτε βασική ιδέα. Μια γλώσσα
ιδιόμορφη που εκπέμπει τη δική της
μουσική, το δικό της παραλήρημα, που γλιστρά άλλοτε ανεπαίσθητα κι άλλοτε διά
της σκόπιμης υπερβολής από το τραγικό στο κωμικό και η οποία, σε κάθε ταλάντωσή
της, αφήνει να βγει ως δεσπόζουσα η εικόνα του θανάτου. Μια γλώσσα που σε
πολιορκεί, σε εξουσιάζει, σε σημείο να αισθάνεσαι ότι κολυμπάς κάτω από το νερό
σε μια μεγάλη πισίνα για πολλή ώρα και χρειάζεσαι κατεπειγόντως οξυγόνο.
Η περφόρμανς
Λιτός και συγκεντρωμένος ο Μιχαηλίδης κατάφερε να αποδώσει με αξιώσεις
ένα δύσκολο μονόλογο (η ωραία μετάφραση του θεσσαλονικιού ποιητή Αλέξανδρου
Ίσαρη, 1988). Δεν ήταν μια διεκπεραιωτική ανάγνωση, αλλά μια ερμηνεία στην
οποία πίστεψε πρώτα από όλα ο ίδιος. Σαν να τη χρειαζόταν. Μέσα σε εξήντα λεπτά
πέτυχε να σκιτσάρει αδρά όσο και ουσιαστικά, τις σκέψεις του ήρωα γύρω από ένα
κόσμο που μισεί και αγαπά ταυτόχρονα. Με
χιούμορ, όπου το επέβαλλε η αφήγηση, με τραγικό ύφος αλλού, με ειρωνεία, με
περιπαιχτική διάθεση, έκανε ένα επιδέξιο σλάλομ στα δύσβατα μονοπάτια του
Αυστριακού συγγραφέα, τον οποίο ο Ίταλο Καλβίνο αποκάλεσε το 1978, «το
μεγαλύτερο συγγραφέα παγκοσμίως».
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
6/04/2013