Εδώ και δεκαπέντε μέρες περίπου η Θεσσαλονίκη
συζητά και βλέπει θέατρο. Ένα κράμα από διεθνείς και εγχώριες παραγωγές έχουν δημιουργήσει
μια εορταστική ατμόσφαιρα, που εύχομαι να αφήσει βαθιά τα ίχνη της στο σώμα της
πόλης, ώστε να επιδιωχθεί επανάληψη και του χρόνου.
Είχαμε καιρό να δούμε το ΚΘΒΕ να συνεργάζεται με
τα ευρωπαϊκά θέατρα, στο πλαίσιο της Ένωσης των Εθνικών Θεάτρων της Ευρώπης.
Και να που υλοποιήθηκε η παραγωγή «Ελλάδα-Αυστρία», σε συνεργασία με το
Σαουσπιελχάους του Γκρατς (στη Μικρή Σκηνή της Μονής Λαζαριστών). Όσοι
περίμεναν να απολαύσουν ένα δραματικό έργο (με όλα τα γνώριμα συστατικά),
σίγουρα θα ξαφνιάστηκαν, αφού πρόκειται για μια σύνθεση αποσπασμάτων
παρμένων από τον καθημερινό Τύπο, με
θέμα την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Στόχος της παράστασης, η προβολή και ο
περιπαιχτικός σχολιασμός των στερεοτύπων και γενικά των θέσεων που διαμόρφωσαν
το περίεργο κλίμα στις σχέσεις της χώρας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η
περφόρμανς
Το σκηνικό παιχνίδι, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα
της γερμανικής μεταδραματικής σχολής και του θεάτρου νοκουμέντο, παίζεται
ανάμεσα σε τέσσερα άτομα (δύο άντρες από το Εθνικό του Γκρατζ και δύο γυναίκες
από το δυναμικό του ΚΘΒΕ), τα οποία αναλαμβάνουν να στηρίξουν θέσεις άλλοτε
υπέρ κι άλλοτε κατά. Ούτε μιμητικό παίξιμο, ούτε ψυχολογισμοί, ούτε
διαμορφωμένοι χαρακτήρες και βεβαίως ούτε στόρι. Απλά αντικείμενα, απλές
ιστορίες, ανεπιτήδευτη συμπεριφορά. Γενικά, μια χαλαρή αυτοσχεδιαστική
ατμόσφαιρα με τους ηθοποιούς (Βλαχοπούλου, Κέζερ, Όνερ, Παπασάββα) να τονίζουν
την παροντικότητα των δράσεών τους, παρά την παροντικότητα των προσωπείων τους.
Κορυφαία του σχεδιάσματος, η νεαρή απόφοιτος του Κρατικού Λ. Βλαχοπουλου. Μόλις
κατάλαβε ότι οι μούτες της, οι πόζες της και γενικά το επικοινωνιακό της στιλ
κάνει γκελ, του ‘δωσε και κατάλαβε.
Οι ενστάσεις μου, σε ό,τι αφορά τη σκηνοθετική
εποπτεία του Σαράντου Ζερβουλάκου, έχουν να κάνουν με τη γενικότερη διαχείριση
των σκηνικών λύσεων. Ενώ η ιδέα ήταν καλή, όπως και το επεξεργασμένο υλικό
άφθονο, απουσίαζε η ευρηματικότητα, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο παίξιμο των
ηθοποιών, το οποίο συχνά σκάλωνε και δεν προχωρούσε. Δε λέω, καλοί και ζωηροί
οι αυτοσχεδιασμοί, όμως χρειάζεται και η μπαγκέτα του σκηνοθέτη για να κρατήσει
το εγχείρημα σε μια τροχιά.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ σημαδιακό το ότι το ΚΘΒΕ
εγκαινιάζει τη σεζόν με μια φρέσκια πρόταση. Θέλω να πιστεύω πως είναι ένα
προμήνυμα για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και πρέπει να ακολουθήσει. Ο
κόσμος περιμένει να δει πράγματα από το ΚΘΒΕ.
Από το
Ισραήλ μέσω Κύπρου
Το έργο του σημαντικότερου σύγχρονου Ισραηλινού
συγγραφέα Χανόχ Λεβίν, «Η Πόρνη του Οχάϊο», έφτασε στη Θεσσαλονίκη (Αθήναιον)
μέσω ΕΘΑΛ Λεμεσού (σε συνεργασία με το
Τμήμα Τουρισμού της Δημαρχίας), δίνοντας έτσι
μια συνέχεια στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν τον τελευταίο καιρό
με θέμα το εβραϊκό έθνος, γενικά.
Η «Πόρνη του Οχάϊο» είναι ένα περίεργο έργο, στην
επιφάνεια ωμό και άξεστο, στο βάθος όμως ποιητικό, ουμανιστικό και
φιλοσοφημένο. Πρωταγωνιστές δύο λακέδες (αλά Μπέκετ) --ο πατέρας και ο γιος
(ζητιάνοι στο επάγγελμα)-- και μια πόρνη, την οποία ο πατέρας, για να γιορτάσει
τα εβδομηκοστά του γενέθλια, την πληρώνει να του κάνει παρέα, μόνο που όλα πάνε
στράφι, μιας και δεν του σηκώνεται.
Πατέρας και γιος απαλύνουν τον πόνο της
στραπατσαρισμένης ζωής τους ονειρευόμενοι λεφτά και γκόμενες. Μάλιστα, ο τίτλος
του έργου βγαίνει μέσα από τη μόνιμη φαντασίωση του πατέρα να αποκτήσει ένα
μπουρδέλο πολυτελείας στο Οχάϊο. Στον
αντίποδα, η πόρνη κουβαλά το δικό της όνειρο που θα τη βγάλει από το βούρκο.
Το σεξ είναι το βαρόμετρο της συμπεριφοράς τους.
Όλους τους απασχολεί, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Και μάλιστα χωρίς αισθήματα
ενοχής.
Ο θεατής, από τη μεριά του, δεν είναι σίγουρος εάν
παρακολουθεί δράμα ή μαύρη κωμωδία. Ο Λεβίν τα θέλει όλα μπερδεμένα. Και αυτό απαιτεί
σκηνικές λύσεις ευέλικτες και ευφάνταστες, κάτι που δεν νομίζω ότι πέτυχε η σκηνοθεσία του Παναγιώτη Λάρκου.
Το ξεκαθαρίζω: Δεν διαφωνώ με την επιλογή να
εστιάσει σε μια περφόρμανς κλοουνερί, έχοντας ως φόντο το μπεκετικό Γκοντό. Μόνο
που θα ‘πρεπε, παράλληλα, να κοιτάξει και το θέμα του ρυθμού, ώστε να μην
υπάρχουν χάσματα στις συνεχείς μετακινήσεις από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Επίσης, κάπου δεν φάνηκε έντονα το ονειρικό
στοιχείο του έργου, η ανακυκλούμενη φαντασίωση, ούτε νιώσαμε το βάρος της
υπαρξιακής αναζήτησης (που υπογραμμίζει ο Λεβίν). Δεν μας έδωσε, δηλαδή, να
καταλάβουμε γιατί ο συγγραφέας επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να μας στείλει το
μήνυμά του. Βέβαια, αυτό μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας θα μπορούσε να μας απαντήσει.
Αλλά και η παράσταση όφειλε να ξεκαθαρίσει τις δικές της προθέσεις. Με δυο
λόγια: το ζητούμενο ήταν μια πιο ξεκάθαρη διαχείριση των γκρίζων ζωνών του
έργου.
Όσο για τις ερμηνείες, βρήκα πιο «ετοιμοπόλεμο»
τον Ευτύχιο Πουλλαϊδη. Είχε ένταση, πάθος, ικανή ταχυλογία και καθαρά μέσα. Ο Μηνάς
Τίγκιλης μπόρεσε, μέχρις ενός σημείου, να δώσει την ανθρώπινη διάσταση του γιου.
Ίσως θα ‘πρεπε να ανοίξει την υποκριτική του γκάμα, ώστε να χωρέσουν μέσα και οι
πιο κρυμμένες και καταπιεσμένες πτυχώσεις του ψυχισμού του. Όσο για Βασιλική
Κυπραίου (που τόσο μου άρεσε στο «Σπιρτόκουτο»), εδώ μπήκε σε λάθος ρόλο ή σε
λάθος δρόμο οδηγήθηκε. Στημένη, άψυχη και
εντελώς εξωτερική, δεν είχε την απαιτούμενη πλαστικότητα ώστε να κάνει
γκελ με τους εν σκηνή συντελεστές και με τους εν πλατεία θεατές.
Αγγελιοφόρος της
Κυριακής
20/10/2013