Αν υπάρχει ένα έργο που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει
το απόλυτα κλασικό έργο του μοντέρνου θεάτρου, αυτό είναι το «Περιμένοντας το Γκοντό»
του Σ. Μπέκετ. Είναι η πιο περιεκτική συμπερίληψη των κατακτήσεων του θεάτρου του 20ού αιώνα,
και ένας ενδεικτικός προθάλαμος αυτών που θα ακολουθήσουν. Ένας κόσμος με έντονη
την αίσθηση του θανάτου, του ανολοκλήρωτου και του τεμαχισμένου. Ένα δραματικό σύμπαν
κατοικημένο από άτομα που το μόνο που ζητούν είναι τη σιγουριά ενός σταθερού κέντρου
που να τους εγγυάται κάποια συνέχεια στην αφήγηση, στο θέατρο της ζωής τους.
Άτομα
εν αναμονή του Γκοντό που δεν έρχεται και που όμως αρνούνται πεισματικά να το αποδεχτούν
και να εγκαταλείψουν τη σκηνή του θέατρου (mise en scene), και ακόμη πιο πεισματικά
του νου (mise en abyme). Ενώ μας υπόσχονται κάθε λίγο και λιγάκι ότι φεύγουν, πάντα
μένουν στη σκηνή με την υπόσχεση ότι θα φύγουν, για να μη φύγουν και πάλι, και ούτω
καθεξής. Θέατρο μέσα στο θέατρο, και άλλο θέατρο μέσα στο θέατρο, χωρίς ορατό τέλος.
Οι δυο λακέδες του Μπέκετ, ο Βλάντιμιρ και ο Εστραγκόν, λειτουργούν μέσα σε
μια "θεατροπραγματικότητα", γεγονός που μας κάνει να διερωτηθούμε κατά
πόσο κατοικούν ένα χωρόχρονο προσδιορισμένο από το κείμενο ή από τα όρια της σκηνής.
Eίναι εξ ορισμού "παρόντες" ή διαρκώς απόντες; Σε αυτή την κινούμενη χιονοστιβάδα
και ποικιλομορφία όπου ζουν, πώς μπορούμε να τους καταλάβουμε, όταν είναι τόσο μακριά
από τις δικές μας γραμμικές αφηγήσεις, όπως και από τις δικές μας σωματικές ολότητες;
Συνεχής αιώρηση
Ο Μπέκετ προφανώς
συνεχίζει να δουλεύει επάνω στην ιδεα του χαρακτήρα-φάντασμα, του ελάχιστα δυνατού
χαρακτήρα, σε ένα χώρο όσο γίνεται πιο ελάχιστο, με τις ελάχιστες λέξεις. Και ολόγυρα
ο θάνατος ή η υποψία θανάτου ή η φαντασίωση θανάτου, δηλαδή, το τέλος της αναπαράστασης.
Όπως και στα άλλα
έργα του, έτσι κι εδώ ο Μπέκετ αρνείται την ιδέα του αυταπόδεικτου του σώματος και
της γλώσσας του. Σκόπιμα συνθέτει και διαλύει δομές και μοντέλα, με στόχο να μας
εμπλέξει στις διαδικασίες, να μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο και με τη δική μας διάλυση, τη δική μας αποσύνθεση
και επερχόμενο "θάνατο".
Σε όλη τη διάρκεια
του έργου, εμείς ως θεατές πηγαινοερχόμαστε στα μονοπάτια μιας ζωής που μας περιγράφεται,
χωρίς να μπορούμε να δέσουμε τα θραύσματά της. Βρισκόμαστε αντιμετωποι με ένα έργο
που διοχετεύει εξυπαρχής τον τίτλο του στα στεγανά της ίδιας της παράστασής του.
Eνώ ο τίτλος προηγείται του έργου, το έργο αυτό καθαυτό δεν αρχίζει «περιμένοντας»,
αλλά ουσιαστικά τελειώνει «περιμένοντας». Tο «ας πάμε» των πρωταγωνιστών, λίγο πριν
από την αυλαία, δεν συνοδεύεται από την αναμενόμενη μετακίνηση, το «κλείσιμο» της
παραίνεσης, αλλά από την απόλυτη ακινησία. Tο τέλος το δικό τους και του έργου τους
αναδεικνύεται σε μια άλλη μορφή α-τελούς, μια νέα αναμονή. Mε άλλα λόγια, το έργο
στην ουσία κλείνει αναμένοντας, εις μάτην, τον τίτλο του, για να ολοκληρωθεί.
Yπάρχει, όμως, και
μια άλλη ερμηνευτική δυνατότητα, που πηγάζει από την αμφισημία του τίτλου: ο τίτλος
περιμένει το έργο του για να το ολοκληρώσει. O τίτλος δείχνει προς την κατεύθυνση
ενός έργου, μιας παράστασης που πρόκειται να αρχίσει. Ανακύκλωση. Όλα επιστρέφουν
στα λόγια του Bλάντιμηρ και Έστραγκον: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Και το
βέβαιον είναι ότι και καμιά παράσταση δεν μπορεί να είναι τόσο περιεκτική ώστε να
χωρέσει όλο το έργο. Πάντα κάτι μένει εκτός.
Η παράσταση
Αυτό είναι το μεγαλείο
ενός αριστουργηματος: η άρνηση της υποταγής σε οποιονδήποτε. Και με αυτό το σκεπτικό
δεν υποτάχθηκε και στον Στάθη Μαυρόπουλο, ο οποίος, με την ιδιότητα του σκηνοθέτη,
ανέλαβε το ρίσκο να οδηγήσει τους ήρωες
του έργου στα απροσδιόριστα μονοπάτια της τραγωδίας τους. Η παράστασή του ήταν καθαρή,
με λείες επιφάνειες και επικοινωνιακή. Αυτό που στόχευσε να πετύχει το πέτυχε. Δεν
ήταν, όμως, αρκετό. Υπό την έννοια ότι δεν μας υποψίασε γύρω από τις στρωματώσεις
του έργου, τον κρυμμένο γρίφο του. Δεν αισθανθήκαμε το βάρος του αινίγματος του
Γκοντό. Το πρώτο μέρος το βρήκα πιο δουλεμένο και σίγουρο ως προς τους στόχους που
είχε θέσει. Οι κοιλιές εμφανίζονται στο δεύτερο μέρος, εκεί όπου ανακυκλώνεται η
βάσανος της αναμονής.
Συντελεστές
Ο Διονύσης Καραθανάσης,
από τον καθαρό ρόλο του αφέντη που είχε στο πρώτο μέρος, και στον οποίο έδειχνε
άνετος, θα περάσει σε ένα ρόλο του οποίου η απροσδιοριστία υπονόμευε την άνεση που
είχε, προκαλώντας ένα γενικότερο ερμηνευτικό σφύξιμο και μια αμηχανία. Η Ιωάννα
Λαμνή (Λάκυ), που επωμίσθηκε το βαρύ έργο να δώσει φωνή και παρουσία στον καλύτερο
μονόλογο του 20ού αιώνα, είχε δηλωτικές στιγμές σιωπής και έκφρασης (στην αρχή),
όμως στην απόδοση του μονολόγου δεν έπεισε απόλυτα. Το ποδοβολητό των λέξεων, η
κατακρήμνιση της δυτικής σκέψης, εκτιμώ πως έπρεπε να είχαν δοθεί με περισσότερη
ορμή, σαν πολυβόλο κατευθείαν στο δόξα πατρί (άλλωστε, γι’ αυτό οι άλλοι φωνάζουν
«τέρμα με τη σκέψη σου» και ποδοπατούν το καπέλο που φορά).
Όσο για τους Κωνσταντίνο
Βουρλιώτη και Πέτρο Μαλιάρα, έπαιξαν
σκόπιμα και κεφάτα τους αφελείς λακέδες,
δεν έπαιξαν όμως ως το τέλος το αποκαλυπτικό δράμα της αναμονής τους. Όσο προχωρούσε
η παράσταση, η αγωνία τους για το άγνωστο “μετά” θάμπωνε και βραχυκύκλωνε τη σκηνική
τους παρουσία.
Συμπέρασμα: μια παράσταση καθαρή
και συγκροτημένη, χωρίς όμως το μυστήριο που κάνει ένα τέτοιο κείμενο πολύ ιδιαίτερο.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
13/10/2013