Ανατροπές της νύχτας
ή, ως θεατής, θα έλεγα επί το ακριβέστερο "Ανατροπές της θέασης".
Γιατί περί αυτού πρόκειται. Η περφόρμανς
που είδαμε στο Φουαγιέ του ΚΘΒΕ σε κείμενο Χριστόφορου Χριστοφή (από τη συλλογή Ανεμοστρόβιλοι του πεπρωμένου και άλλα
θεατρικά έργα), σκηνοθεσία Χάρη Πεχλιβανίδη και σκηνικά -κουστούμια Δανάης
Πάνα, δεν χαρίζει εύκολα τα νοήματά της. Δεν παραδίδεται αμαχητί. Θέλει δουλειά και εκ μέρους του θεατή.
Θα αρχίσω το σύντομο σημείωμά μου με μια
παρατήρηση που αφορά το ίδιο το έργο του Χριστοφή. Δεν μπορώ να πω ότι με
έπεισε απόλυτα ως θεατρική γραφή. Παρ' όλο που πραγματεύεται ένα θέμα που
κουβαλά ικανά επιτελεστικά καύσιμα, δεν τα απελευθερώνει. Πιο πολύ το εισέπραξα
ως ένα έργο γραμμένο για να ακούει πιο πολύ τον εαυτό του να μιλά και όχι να το ακούνε
οι άλλοι. Όμως, το ποδοβολητό των λέξεων πρέπει να κάνει θόρυβο, διαφορετικά
χάνεται στη σιωπή και τη μοναξιά της σελίδας.
Και νομίζω πως αυτή ήταν και η μεγάλη
πρόκληση της σκηνοθεσίας: να βρει τρόπους να μετατρέψει την εσωστρέφεια του
έργου σε ένα ζωντανό, εξωστρεφές επιτελεστικό κείμενο, χωρίς δεσμευτικές χρονικότητες
και χωρικότητες. Ένα κείμενο όπου ο θόρυβος των λέξεων θα έφτανε στρογγυλεμένος στα αφτιά του
θεατή.
Διόλου εύκολη ή αυτονόητη αυτή η
μετατόπιση, αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μια εμπειρία θεατρική, που
διαμορφώνεται μέσα σε συγκεκριμένα και αυστηρώς προσδιορισμένα χωροχρονικά
πλαίσια. Πώς μπορεί άραγε μια σκηνοθεσία να υπερβεί την παροντικότητα του
επιτελεστικού συμβάντος και της υποδοχής του (εδώ και τώρα), ώστε να φτάσει σε
ένα "εκεί και τότε", σε ένα απροσδιόριστο "κάπου" χαμένο
στην ομίχλη της ιστορίας;
Γιατί περί αυτού πρόκειται: ένα ταξίδι με
πρωταγωνιστές τον διωχθέντα για τις ιδέες του Ιταλό φιλόσοφο-αστρονόμο
Τζορντάνο Μπρούνο του 16ου αιώνα και έναν σαιξπηρικό ηθοποιό, που
τους περιβάλλουν και τους συνοδεύουν φιγούρες-μαριονέτες, δίκην αρχαίου Χορού,
βγαλμένες μέσα από τις πολύπαθες σελίδες της ιστορίας (της μεσαιωνικής, της αναγεννησιακής,
της δυτικής, της αστικής, της εργατικής, της φεουδαρχικής κ.λπ).
Αυτό το ταξίδι σε χρόνους και τόπους αλλοτινούς
και αλλόκοτους, μπορεί να έχει τελειώσει με όρους ρεαλιστικού τάιμινγκ, όμως
συνεχίζει πεισματικά να αρνείται το τέλος του, γι' αυτό και επιστρέφει σε μια
αέναη ανακύκλωση των συστατικών υλικών και σωμάτων του, μια ανακύκλωση ενίοτε
παραμορφωτική, ενίοτε παιγνιώδη, ενίοτε ζοφερή, ενίοτε απειλητική, ενίοτε ψευδαισθησιακή
και ενίοτε πραγματική. Όλα φαίνεται να λειτουργούν εις διπλούν και τριπλούν, δυσκολεύοντας
ακόμη πιο πολύ την ερμηνεία τους. Πού αρχίσει το ένα και που τελειώνει το άλλο;
Όλα στην κόψη του ξυραφιού λίγο πριν από κάποιο αδιευκρίνιστο τέλος.
Μέσα από αυτό το πολυπρισματικό πλέγμα
προσπάθησα να καταλάβω, στον χρόνο που είχα στη διάθεσή μου ως θεατής πριν από
το οριστικό της τέλος της εμπειρίας της θέασης, τη γενικότερη επιτελεστική και
επικοινωνιακή φόρμα που επέλεξε η σκηνοθεσία του Πεχλιβανίδη για να
οπτικοποιήσει αυτό το συνεχές οδοιπορικο μέσα στα μονοπάτια της ιστορίας
και του θεάτρου, ένα ταξίδι μέσα σε ομοιώματα και συγκρουόμενες αλήθειες,
με όχημα μια φόρμα γκροτέσκα, επί τούτω επιδεικτική και υπερβολική,
κλοουνερί και παιχνιδάρικη, που μετέτρεπε τα δρώντα πρόσωπα σε μονοδιάστατες, εμβληματικές
φιγούρες, όπως τις φιγούρες που
συναντούμε στον Μπομπ Γουίλσον, αλλά και στον Χάινερ Μίλερ, ταξιδιώτες μέσα
στον και πέρα από τον ιστορικό χώρο και χρόνο.
Φιγούρες που κάποτε υπήρξαν, όπως υπήρξε
και ο Άμλετ του Χάινερ Μίλερ στη Μηχανή Άμλετ. Θυμίζω τα πρώτα του
λόγια, με τα οποία μας συστήνεται: "Ήμουν ο Άμλετ". Αμέσως-αμέσως
δηλώνει τη σκηνική του παρουσία ως μια απουσία, μια χωροχρονικά μετακινούμενη
μάζα που κοιτά τα ερείπια της Ευρώπης και στοχάζεται, απελπίζεται. Όπως περίπου συμβαίνει
και στη συνάντηση των δυο φιγούρων στις Ανατροπές της νύχτας. Περπατούν
στα ίδια περίπου μονοπάτια άλλοτε με συγκρούσεις και άλλοτε με συγκλίσεις.
Έχει σημασία η λέξη "ανατροπές" που
συναντούμε στον τίτλο της περφόρμανς. Τι ανατρέπουν, αλήθεια, πέρα από τον τακτοποιημένο ορίζοντα
των προσδοκιών μας; Τη γραμμικότητα των ιστορικών αρχείων, μήπως; Μήπως προτείνουν κάποια άλλη
ανάγνωση των δεδομένων, μια λοξή ματιά στις οικείες σελίδες της βιωμένης ιστορίας;
Όπως έχει σημασία και η "νύχτα" στον τίτλο. Ρίχνει και αυτή τη σκιά της στα δρώμενα. Μήπως υποδηλώνει το σκοτάδι της ιστορικής αλήθειας; Εάν ναι, μήπως τελικά αυτό που
παρακολουθούμε είναι μια επιλέον επινόηση, ένα ξαναγράψιμο της ιστορικής παρακαταθήκης,
άρα μια επίσης (ανα)κατασκευασμένη πραγματικότητα, αυτό που είναι σε τελευταία ανάλυση το
θέατρο: μια (ανα)παράσταση; Κι αν ισχύει αυτό, τι δεν ισχύει;
Δεν μπορώ να ξέρω αν κατάλαβα σωστά. Κάνω
υποθέσεις με βάση τη φόρμα και τις λύσεις που προτείνει η σκηνοθεσία στα
δρώμενα. Για μένα είχαν ενδιαφέρον. Πέραν του ότι τραβούσαν την προσοχή,
προκαλούσαν μια σειρά από γόνιμες σκέψεις και προβληματισμούς μέσα από τις μη
γραμμικότητές τους, τα ξαφνικά τους γυρίσματα, τις απροσδόκητες κούρβες τους,
τα λογύδριά τους, τα στυλιζαρίσματά τους, τις σκοτεινές και δυσερμήνευτες
δράσεις τους.
Και κάτι άλλο. Δύο οι απορίες μου:
Γιατί άραγε ήμασταν όρθιοι; Γιατί στη μέση της περφόρμανς μετακινηθήκαμε από τη μια πλευρά του σκηνικού χώρου στην άλλη;
Μπορώ να υποθέσω κάποια πράγματα, δεν
μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι υποθέτω σωστά. Το ρισκάρω. Για παράδειγμα:
Μήπως η απουσία καθισμάτων ήταν μέσα στο
γενικότερο πνεύμα του "ξεβολέματος" του θεατή, η "ανατροπή"
που υπόσχεται ο τίτλος; Κι αν ναι, πώς αυτή η ανατροπή ενσωματώνεται
λειτουργικά στα δρώμενα; Πώς γίνεται δράση;
Ή μήπως, η απουσία καθισμάτων υποδήλωνε
την ετοιμότητα του θεατή για άμεση συμμετοχή, ώστε να τονιστεί ο ρόλος του ως δυνάμει
ενεργό στοιχείο της περφόρμανς, ως μέλος αυτού του ιστορικού διαλόγου, αυτού
του εσαεί μεταβαλλόμενου ιστορικού οδοιπορικού, αλλά και ως ενός νοερά ταξιδευτή στα μονοπάτια της ευρωπαϊκής
ιστορίας; Εάν όντως ισχύει αυτό το τελευταίο στις σκηνοθετικές προθέσεις, γιατί
δεν αναπτύχθηκε κάποια πιο δυναμική μορφή διάδρασης που να αφήνει το αποτύπωμά
της στα δρώμενα, να τα επηρεάζει δηλαδή, κάνοντας και εμάς, τους πολίτες
που παρακολουθούμε την ιστορία να περνά μπροστά από τα μάτια μας, να αισθανθούμε
ότι έχουμε κάποιο ρόλο στις εξελίξεις, καλό ή κακό, μικρό ή μεγάλο, δεν έχει
σημασία, σημασία έχει ότι υπάρχει ρόλος και για μας;
Γενικά δεν ήταν μια εύκολη περφόρμανς.
Ήταν δύσκολη. Μια δοκιμασία, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι ο θεατής έχει μόνο
60 λεπτά στη διάθεσή του για να αντιληφθεί τι γίνεται. Κι όχι μόνο. 60 λεπτά σε
ένα θέαμα το οποίο είναι έτσι διαρθρωμένο που αρνείται την εύκολη ερμηνεία και
την εκλογίκευσή του. Ένα θέαμα που επί τούτω αφήνει ανοικτό το μέγα ζήτημα που
το απασχολεί και που δεν είν' άλλο από την έννοια του τέλους, όπως είπαμε.
Τέλος της παράστασης; Τέλος της ιστορίας; Τέλος των ιδεών; Τέλος της ζωής;
Τέλος της ελευθερίας της έκφρασης; Τέλος, τι;
Πολύ καλά έπραξε ο σκηνοθέτης και άφησε
τους ορίζοντες της περφόρμανς ανοικτούς, σαν να μας έλεγε πως ο διάλογος
συνεχίζεται και μας αφορά.
Ερμηνείες
Εύσημα στην πάντα "παθιασμένη"
Λίλα Βλαχοπούλου, η οποία είτε παίζει στη "Γίδα", ένα έργο στην
κόψη του ξυραφιού (επίσης παραγωγή του ΚΘΒΕ) είτε εδώ είτε κάπου αλλού διαρκώς τα δίνει όλα. Εξαιρετική σε
έμπνευση και φωνητική απόδοση-στρέβλωση ο πρώτος μονόλογός της.
Με τη σιγουριά του έμπειρου θεατρίνου ο
Δημήτρης Ναζίρης, φόρεσε τον ρόλο του σαιξπηρικού ηθοποιού και τον ταξίδεψε με
καθαρά ερμηνευτικά εργαλεία στα δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας.
Ο Δημήτρης Σακατζής, σκόπιμα τεράστιος με
τα ξυλοπόδαρά του, επιβάλλεται ως φυσική παρουσία, υπογραμμίζοντας χωρίς να
κραυγάζει το μέγεθος των ιδεών του, για τις οποίες θα πληρώσει με τη ζωή του. Η
Ιερά Εξέταση θα τον οδηγήσει στην πυρά.
Χορευτής και δρώσα σωματική παρουσία στα δρώμενα ο Αλέξης Τσιάμογλου.
Φιγκυράν: Θέμις Δανιηλίδου, Νένα Δούρου,
Στάσα Σιάπκα, Νίκος Σιμητόπουλος
Μια περφόρμανς που πέτυχε να εμβολιάσει το,
κατά τη γνώμη μου, θεατρικά αδύναμο κείμενο του Χριστόφορου Χριστοφή με τα
αναγκαία επιτελεστικά καύσιμα και την ενέργεια που του έλειπαν ώστε να
επικοινωνήσει τα χωροχρονικά του άλματα και τους προβληματισμούς του στο «εδώ και τώρα» της μικρής σκηνής του
Φουαγιέ του ΚΘΒΕ.
Πρώτη δημοσίευση: 18/1/2025
Φωτογραφίες: Mike Rafail