Είναι
γνωστό πως το θέατρο της Δύσης είχε την τάση να αντιμετωπίζει οτιδήποτε πέρα
από τη δική του οντολογία, είτε ως το άγνωστο «άλλο» είτε ως κάτι υποδεέστερο.
Ήταν μια αντιμετώπιση που βόλευε στην εξαγωγή συμπερασμάτων και στην προβολή
«ορθών» θέσεων. Με γενικούς όρους-ομπρέλα του τύπου «ασιατικό» ή «αφρικανικό»
θέατρο, τα πετούσε όλα στο ίδιο τσουβάλι και ξεμπέρδευε. Αρκεί να κοιτάξει
κανείς τις βασικές μελέτες που κυκλοφορούν και θα πειστεί.
Από το σύνολο των σελίδων
τους (που αριθμούν αρκετές χιλιάδες), μόνο ένα 4% είναι αφιερωμένο στο θέατρο
εκτός Δύσης. Δίκην ενδεικτικού παραδείγματος, σημειώνω τη γνωστή μελέτη του
Νίκολ, όπου 31 σελίδες αφιερώνονται συνολικά στο ασιατικό θέατρο και 118 μόνο
στο ευρω-αμερικανικό του μεσοπολέμου.
Βέβαια
τα τελευταία χρόνια, μια νέα γενιά μελετητών και καλλιτεχνών, μη δυτικής
προέλευσης, έχει δημιουργήσει αρκετές ρωγμές στο συμπαγές δυτικό οικοδόμημα, σε
μια προσπάθεια να προβληθεί και η θεατρική προσφορά του «άλλου» πληθυσμού των
έξι δις.
αυτού του πλανήτη. Μέσα σε αυτό το πνεύμα της γενικότερης αναδιάταξης, μπορεί
να ενταχθεί και το διεθνές φεστιβάλ μονοδράματος, που πραγματοποιείται κάθε δύο
χρόνια (τέλη Ιανουαρίου) στο εμιράτο της Φουτζέιρα, το «μαργαριτάρι της
Ανατολής», όπως το αποκαλούν οι κάτοικοί του, που τελεί υπό τη διεύθυνση του
δραστήριου και οραματιστή δημάρχου της πόλης, Mohamed Saif Al Afkham, ο οποίος
είναι, παράλληλα, και ο Γενικός Γραμματέας του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και
ο Πρόεδρος του Διεθνούς Φόρουμ Μονοδράματος. Μάλιστα, με δική του πρωτοβουλία η
Φουτζέιρα έγινε η βάση του περιφερειακού κεντρικού γραφείου του ΙΤΙ/UNESCO (μετά το Παρίσι).
Από την τελετή έναρξης (Φουτζέιρα, 2014)
Πρόκειται
για ένα ιδιαίτερης βαρύτητας φεστιβάλ, υπό την έννοια ότι είναι η σοβαρότερη
προσπάθεια ενίσχυσης του διαπολιτισμικού διαλόγου ανάμεσα στο αραβόφωνο θέατρο
και το παγκόσμιο. Κι όχι μόνο. Από ό,τι μου είπε η ελληνίδα ηθοποιός και
σκηνοθέτις Όλγα Ποζέλη, η οποία εδώ και χρόνια συμμετέχει ενεργά και
ουσιαστικά, κοντά στον καλλιτεχνικό διευθυντή, στη διοργάνωση του Φεστιβάλ,
ένας επιπλέον στόχος είναι η δυναμική και ποιοτική προβολή του μονοδράματος
στον αραβικό κόσμο, όπου το συγκεκριμένο είδος έχει αρχίσει να αποκτά ολοένα
και περισσότερους θιασώτες. Και αυτή η επιθυμία προβολής φάνηκε εξ αρχής, από
την εντυπωσιακή τελετή έναρξης, με τους 200 χορευτές/αφηγητές στη σκηνή και
τους πολλαπλάσιους καλεσμένους στην πλατεία (300), παρουσία και του Σείχη του
Εμιράτου Hamad bin Mohammed
Al Sharqi, που έγινε στο κατάστρωμα ενός καραβιού που
κατασκευάστηκε ειδικά (με κόστος ένα εκατομμύριο ευρώ) για την περίπτωση και στήθηκε στην πιο
τουριστική παραλία του εμιράτου, τη Ντίπα. Ένα απολαυστικό μουσικοχορευτικό
ταξίδι στο χρόνο, στον τόπο και κυρίως στο αύριο.
Η Θέμπι ΜΙτχάλι Τζόουνς στον αυτοβιογραφικό της μονόλογο
Εις
τον τύπον των ήλων
Βεβαίως,
δεν ισχυρίζομαι ότι όσα είδαμε και φέτος ήταν όλα ποιοτικά σπουδαία ή
πρωτότυπα. Όπως συμβαίνει σε όλα
τα φεστιβάλ, έτσι και σ’ αυτό υπήρχαν και τα καλά και τα μέτρια, πάντοτε φυσικά
με το τι ο κάθε θεατής ξεχωριστά θεωρεί ως σπουδαίο ή ασήμαντο. Ξεχώρισα ως το
πιο εμπνευσμένο (και ατμοσφαιρικό) το «Ημερολόγιο ενός τρελού» από το Κουβέιτ,
όπως και το συναισθηματικά φορτισμένο νοτιοαφρικανικό «Γυναίκα εν αναμονή»,
βασισμένο στις εμπειρίες της πρωταγωνίστριας Θέμπι Μιτχάλι Τζόουνς στα σπίτια
λευκών όπου δούλευε (όπως δούλευε πριν από αυτήν και η μητέρα της).
Η Α. Πέτερσεν στη σουηδική "Δεσποινίδα Τζούλια"
Από
τις δυτικές συμμετοχές, βρήκα ενδιαφέρουσα την περφόρμανς του έργου του
Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια», που ήρθε στο φεστιβάλ με τη διάκριση της
καλύτερης παραγωγής της προπέρσινης χρονιάς στη Σουηδία. Μου άρεσε ο τρόπος που
η σκηνοθεσία διαχειρίστηκε τη συνάντηση και συνομιλία της κινούμενης εικόνας με
το σώμα της ηθοποιού, βάζοντας έναν κάμεραμαν να παρακολουθεί το σώμα της
πρωταγωνίστριας Άννα Πέτερσον, να βιντεοσκοπεί επιλεκτικές στιγμές των
μεταμορφώσεών της και να τις προβάλλει ταυτόχρονα σ’ ένα τεράστιο videowall. Μου άρεσε γιατί κινήθηκε μακριά από τις γνώριμες
νατουραλιστικές προδιαγραφές, τις αναφορές στην τάξη, το φύλο και το κοινωνικό
περιβάλλον, και επιχείρησε να ερευνήσει τα πιο βαθιά και δυσερμήνευτα κίνητρα
των ανθρώπων.
Η Ζανάτι Σουάντ στην αλγερινή "Μάγια"
Σε
σχέση με τα δυτικά έργα, τα αραβικά τα βρήκα πιο ρεαλιστικά στις αισθητικές
προδιαγραφές τους και πιο έντονα προσηλωμένα στον άνθρωπο, τα συναισθήματά του,
τη στάση του απέναντι στη δόξα, το γήρας, την απώλεια, το Θεό, την αμαρτία. Το
πιο ενδιαφέρον είναι ότι στα περισσότερα πρωταγωνιστούσαν γυναίκες. Όπως είχε
συμβεί και με τις δυτικές γυναίκες που στράφηκαν στο μονόδραμα για να
εκφραστούν πιο ελεύθερα (μας πηγαίνω πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1960),
κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και με τις γυναίκες στον αραβικό κόσμο: η
μοναξιά στη σκηνή τους παραχωρεί ζωτικό χώρο να μιλήσουν με τη φωνή τους και να
διεκδικήσουν το σώμα τους μέσα από εξομολογητικές και απόλυτα προσωπικές
ιστορίες (όπως η τσιγγάνικη «Μάγια», από την Αλγερία).
Ο Μπούρακ Ακογιούν σε έναν υπερβολικά αυτάρεσκο και πολύ μέτριας αισθητικής μονόλογο, βασισμένο στη ζωή του ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί (Life as a Dream: Salvador Dali)
Διάλογος
Βέβαια
όλα αυτά δεν παύουν να είναι οι δικές μου εκτιμήσεις, δηλαδή ενός Δυτικού
παρατηρητή. Γιατί στις σχέσεις σκηνής/πλατείας, όπως και στις οργανωμένες
συζητήσεις μετά το τέλος των παραστάσεων, εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η
σχετικότητα αξιών και εκτιμήσεων. Παραστάσεις που πιθανόν θα αντιμετωπίζονταν
με επιφυλάξεις στη Δύση, οι Άραβες τις υποδέχονταν με ενθουσιασμό,
καταφεύγοντας σε άλλα κριτήρια αξιολόγησης. Και αυτό έρχεται να ενισχύσει την
άποψη που λέει ότι το θέατρο, μπορεί να είναι κοσμοπολίτικο και πολυταξιδεμένο
είδος, όμως είναι πρωτίστως τοπική (και εννοείται προσωπική—αυτά πάνε μαζί)
υπόθεση. Και το τίμημα συμμετοχής σ’ ένα διεθνές φεστιβάλ είναι ότι μέρος αυτής
της τοπικότητας είτε χάνεται είτε παρερμηνεύεται. Τίμημα σίγουρα σημαντικό, που
μετριάζεται εάν προσμετρήσει κανείς τα κέρδη που αφήνει η διαπολιτισμική
ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συνεύρεση αλλότριων πολιτισμών.
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
9/02/2014