Οι νέοι που στελεχώνουν την ομάδα
«C
for
Circus»
με πείθουν ολοένα και πιο πολύ ότι έχουν ταλέντο, κέφι, τρέλα και, μην το
ξεχνάμε αυτό, ομάδα, κάτι που οι καιροί μάς έχουν κάνει να το ξεχάσουμε. Όμως,
πρέπει να σοβαρευτούν και να ξεκαθαρίσουν τους στόχους τους. Γιατί αν νομίζουν
πως με πανηγυριώτικα θεάματα σαν κι αυτό
που είδαμε στο θέατρο “Αυλαία” θα πάνε μπροστά, κούνια που τους κούναγε. Κι ας
μην επαναπαύονται στο δεύτερο βραβείο από το Bob Festival, γιατί τέτοιες διακρίσεις δεν
λένε απολύτως (sic) τίποτα.
Προβληματική
περφόρμανς
Σε κάποιο διαφημιστικό τρέιλερ διάβασα ότι θα
μας διασκεδάσουν, θα μας συγκινήσουν και θα μας προβληματίσουν με την τελευταία
τους δουλειά, το
«Κάτι διαφορετικό» μια, υποτίθεται, λοξή ματιά στον τρόπο που οι άνθρωποι
βλέπουν γενικώς τη διαφορετικότητα. Ένα σπονδυλωτό θέαμα, βασισμένο σε πέντε
διαφορετικά κείμενα: στο «Κάτι άλλο» της Κάθριν Κέιβ, στο «Μελαγχολικό θάνατο του
Στρειδάκη» του Τιμ Μπάρτον, στην «Καλή οικογένεια» του Γιόακιμ Πίρινεν και στο
«Χρυσό Δράκο» του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ.
Και καλά κάνουν και τα πιστεύουν όλα αυτά.
Όμως, αν νομίζουν ότι το να στηθεί μια σουρεάλ
παράσταση με στοιχεία από καρναβάλι, τσίρκο, θέατρο παραλόγου, γκροτέσκο,
Φελίνι, οικογένεια Άνταμς, αφηγηματικό θέατρο, σωματικό, αυτοσχεδιαστικό,
μουσικό και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, λύθηκε το πρόβλημα της ψυχαγωγίας και
επιμόρφωσής μας, μάλλον στραβά αρμενίζουν.
Και για να μην παρεξηγηθώ να πω
ότι είμαι ο πρώτος που θα βγω και θα
στηρίξω οποιαδήποτε πειραματική προσπάθεια, όπως και οποιαδήποτε προσπάθεια
στοχεύει στο ξεβράκωμα των σοβαροφανών, των δήθεν και των lifestyle. Και για να
‘μαι ειλικρινής, προς στιγμήν αντιμετώπισα όλο αυτόν τον παιχνιδιάρικο
παλιμπαιδισμό και την κιτς αισθητική του, σαν μια περιπαιχτική απάντηση στο
διάχυτο καθωσπρεπισμό και την υποκρισία του. Και περίμενα να δω πότε θα
τραβήξουν το χαλί. Μόνο που αντί να
τραβήξουν το χαλί, όσο προχωρούσε η περφόρμανς ήταν ολοένα και πιο σαφές ότι
δεν υπήρχε χαλί να τραβήξουν και πως όλο αυτό το πανηγύρι με τους θεατρικούς
κώδικες δεν ακουμπούσε πουθενά, ήταν συνεχώς στον αέρα βαυκαλιζόμενο.
Κι εδώ θα ‘θελα, δίκην συμβουλής,
να τους πω ότι, μπορεί η μεταμοντέρνα (ή/και μεταδραματική) περφόρμανς να
λειτουργεί μέσα από τη χρήση θραυσμάτων, όμως εννοείται ότι τα θραύσματα,
ιδωμένα μαζί, δημιουργούν με τον τρόπο
τους ένα ιδιαίτερο πολυπρισματικό αφηγηματικό καμβά, ο οποίος, από τη μια
στοχάζεται επάνω στα συστατικά του (μεταθέατρο) και, από την άλλη, σχολιάζει
αποδομώντας.
Ήταν μέγα λάθος το ότι ότι άφησαν την παράσταση να
εξελιχθεί σ’ ένα φτηνιάρικο θέαμα αλά B Movies (εκείνα με πρωταγωνιστές
κολεγιόπαιδα που κάνουν πλακίτσες και χασκογελάνε), τη στιγμή που ο ίδιος ο
τίτλος μας προετοιμάζει για κάτι όντως «διαφορετικό».
Αναζητώντας
στόχους
Δεν θέλω να είμαι ισοπεδωτικός.
Υπήρξαν σκηνές που μου άρεσαν, ευφάνταστες, ακαριαίες. Για παράδειγμα η πρώτη
με την αφόδευση (κατευθείαν μας πάει στο «Βασιλιά Υμπύ») ήταν μια εικόνα χίλιες
λέξεις. Επίσης, ήταν εξαιρετική η μεταδραματική αφήγηση που αφορούσε τη
φωτογραφία με τα μέλη της ομάδας (νυν και πρώην). Έκτακτη η επιλογή του μπλαζέ
(και λίγο χαζούλικου) ύφους. Έγραψε. Βρήκα επίσης την εικόνα του δύτη και τα
ηχητικά εφέ, χάρμα. Κάτι τέτοια βλέπω και πιστεύω πως αυτή η ομάδα μπορεί να
μας ξαφνιάσει ευεργετικά. Όμως, για να φτάσει στο στόχο της, το ξαναλέω, πρέπει να ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες
και να καταλάβει ότι το να εκβιάζει κανείς τα χάχανα μέσα από άτσαλες υπερβολές
και (τηλεοπτικά) καραγκιοζιλίκια δεν κερδίζει τίποτα. Το να παίρνει κανείς
κάποια κείμενα και να τα πετά ανάκατα στο τσουβάλι, δεν κάνει τέχνη αλλά
αχταρμά. Άλλο πλάκα κι άλλο ευφυές αστείο, άλλο χαβαλές κι άλλο κωμωδία, άλλο
σούργελο κι άλλο παρωδία.
Μια καλή παράσταση ξέρει να
πετάει τα περιττά και να κρατά τα χρήσιμα. Και μιας και το ‘φερε η
κουβέντα, για πείτε μου, ρε παιδιά, σε
τι εξυπηρετούσε το βιντεάκι που είδαμε με τη “φελλινική” οικογένεια γύρω από το
τραπέζι; Για να λέτε ότι μπήκε και η τεχνολογία στην παράσταση ή μήπως επειδή
όλοι χρησιμοποιούν πια τη βιντεοπροβολή; Ναι, να την χρησιμοποιήσετε, δε
λέω, όμως να ‘χει κάποιο νόημα. Όπως μας
την πετάξατε στη μούρη, ήταν από το πουθενά και για το τίποτα. Αλήθεια, γιατί
δεν μας το δώσατε λάιβ, με θεατρικούς όρους, εφόσον είχατε κρίνει ότι ήταν κάτι σημαντικό. Ή μήπως εκτιμήσατε ότι η
αποστασιοποίηση που προσφέρει η κινηματογραφική εικόνα, αλλάζει και τον τρόπο
που την κοιτάμε; Αυτό μπορεί να γίνει, με την προϋπόθεση ότι η εικόνα κάνει
ανοικτό διάλογο με το ζωντανό σώμα.
Δεν αρνούμαι ότι περισσεύει η
φαντασία στην παράσταση (όπως και στις προηγούμενες παραστάσεις της ομάδας).
Μόνο που η φαντασία είναι καλή όταν κάποιος ξέρει πώς να την χειριστεί
δημιουργικά, διαφορετικά αφαιρεί παρά προσθέτει. Εν προκειμένω, η ενέργεια που
απελευθερώνει δεν αποδίδει. Αντί να πυκνώνει τη σκηνική γραφή, ώστε να
αποκτήσουν νόημα (και κείμενο από κάτω) τα σκηνικά παθήματα, τη ξεχειλώνει,
διαλύoντας κάθε συνεκτικό ιστό.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που θα μπορούσε να
μην είναι της πλάκας, έκανε όμως ό,τι περνούσε από το χέρι της για να είναι
...ιδανική για την πενθήμερη στο Λύκειο. Το κατά πόσο θα δούμε αυτήν την ομάδα
να πηγαίνει παραπέρα (που το εύχομαι, γιατί βλέπω ότι διαθέτει καλό και φευγάτο
υλικό) είναι αποκλειστικά στο χέρι (ονομαστικά) των:
Κοτίνη, Ρουστάνη, Γαβρέλα, Παυλίδη, Χατζηαγγελάκη,
Κοτταράκου.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
23/02/2014