Eάν δούμε το αμερικανικό
θεατρικό έργο στο σύνολό του, θα διαπιστώσουμε ότι ο όγκος του αποτελείται από
ένα σώμα κειμένων επικεντρωμένων κατά κύριο λόγο στην ορατή, τη μετρήσιμη όψη
των φαινομένων και ελάχιστα σε κάποια κρυμμένη ή άλλη (αφηρημένη)
διάστασή τους. Ό,τι δεν μπορεί να εκλογικευτεί είτε μένει εκτός είτε
κατατάσσεται στα “παράλογα” φαινόμενα, στα ακραία ή ακόμη και στα “μη
αμερικανικά”. Kαι αυτό όχι γιατί το άνοιγμα
σε άλλους κόσμους φοβίζει φιλοσοφικά, αλλά γιατί φοβίζει (πρωτίστως) εισπρακτικά.
Aς μην ξεχνούμε ότι σε μια χώρα όπου ο πραγματισμός είναι
τρόπος ζωής, σε μια χώρα όπου ο ατομικισμός είναι φιλοσοφία επιβίωσης, είναι
απόλυτα φυσιολογικό (κι ας είναι επώδυνο) οι τέχνες να μη στηρίζονται
οικονομικά από το κράτος αλλά κυρίως από το ταμείο τους. Kαι το
σκεπτικό είναι απλό. Όπως το άτομο, έτσι και αυτές πρέπει να μάθουν να
στέκονται στα πόδια τους και να δίνουν τη μάχη της επιβίωσης, που σημαίνει να
“πουλήσουν” το προϊόν τους, και για να το πουλήσουν πρέπει να επικοινωνήσουν με
ένα όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι της θεατρόφιλης αγοράς, δηλαδή πρέπει να
αγγίξουν τις προσδοκίες, αισθητικές και ιδεολογικές, της αγοράς αυτής, με όλα
ασφαλώς τα γνώριμα επακόλουθα που μπορεί να έχει μια τέτοια στρατηγική. Eξ ου λοιπόν
και η προσκόλληση σε φαινόμενα ευκόλως αναγνώσιμα και αναγνωρίσιμα, και η
σχετική απομάκρυνση από το δυσνόητο και το μη ευρέως εμπορεύσιμο.
Bέβαια, σε μια γεωγραφικά
τεράστια και πολιτισμικά πολυποίκιλτη χώρα, με τους χιλιάδες συγγραφείς και τα
χιλιάδες θέατρα, δεν μπορεί να μην υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Kαι ασφαλώς υπάρχουν, με κορυφαίο (και πρώτο) παράδειγμα
τον Eugene O’ Neill, το έργο του οποίου θα βάλει
δυναμικά το αμερικανικό ποιοτικό θέατρο στον παγκόσμιο χάρτη. Έκτοτε θα
εμφανιστούν και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Tennessee Williams, o Edward Albee, ο Sam Shepard, η Adrienne Kennedy, η Marsha Norman, ο Mac Wellman, ο Lanford Wilson, ο George Wolf, η Suzan-Lori Parks, η Anna Deavere Smith, κ.ά., οι οποίοι θα φέρουν νέους τρόπους
ανάγνωσης και δραματοποίησης της ζωής, μακράν του γνώριμου και ευανάγνωστου
πραγματιστικού ρεαλισμού.
Iδιαίτερα τα τελευταία τριάντα περίπου
χρόνια, και με αφορμή ίσως το τέλος της χιλιετίας, αλλά και την έξοδο από την
αφάνεια πολλών περιφερειακών (ιδίως εθνοτικών) ομάδων, ολοένα και περισσότεροι
δραματικοί συγγραφείς (βλ. Migdalia Cruz, Caridad Svich, Naomi Ilzuka, David Henry Hwang, Elizabeth Wong κ.ά) έχουν αρχίσει να
καταπιάνονται με θέματα αφενός πιο γενικά και αφηρημένα και αφετέρου αρκετά
ξένα προς τα γνώριμα (αναπαραστάσιμα) μοντέλα του καθιερωμένου αμερικανικού
θεάτρου. Kαι μια από τις ιδιαιτερότητες
της νέας αυτής γραφής είναι το έντονο ενδιαφέρον για θέματα μεταφυσικής, και
ειδικά θέματα που έχουν να κάνουν με την Aποκάλυψη.
Θα έλεγα πως
γενικά υπάρχει μια διάθεση επανατακτοποίησης των παραδοσιακών εικόνων της
βιβλικής Aποκάλυψης και μια
επαναδιαπράγματευση των σχέσεων Oυρανού
και Γης, ως επίσης και των σχέσεων του ανθρώπου (ιδιαίτερα του μη προνομιούχου)
με όλες τις μεγάλες αφηγήσεις, θρησκευτικές ή άλλης μορφής, όπου βλέπουμε να
παραβιάζεται η αμετακίντη “ιερότητά” τους, έτσι ώστε να δημιουργηθεί χώρος να
παρεισφρήσει και ο ανθρώπινος παράγοντας.
Στον Tony Kushner (Άγγελοι στην Aμερική) και
στον José Rivera (Mαρισόλ), λ.χ., βλέπουμε ότι οι
άγγελοι έχουν επιστρέψει στη γη και ο Ουρανός στη σκηνή. Aπουσιάζει, όμως, ο Θεός, ο οποίος στον Kushner βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο ταξίδι κάπου
μακριά, ενώ στον Pιβέρα φαίνεται να πάσχει από
γεροντική άνια και πρέπει να συνταξιοδοτηθεί, γιατί κινδυνεύει ―επίκειται
μεγάλη ουράνια σύγκρουση. O Άγγελος του Pιβέρα (βλ.Mαρισόλ) στέκεται στο κατώφλι της
νέας εποχής· είναι ένας πολεμιστής του δρόμου. Kατεβαίνει στη γη με στρατιωτική ενδυμασία. Tο Mπρονξ είναι ο τόπος που
επέλεξε η κόλαση να μετακομίσει· εκεί όπου είναι οι απόκληροι της ζωής.
Aυτό που εντυπωσιάζει στο
θέατρο του Pιβέρα, και το κάνει να
διαφέρει από το mainstream θέατρο της Aμερικής, είναι η ευρυχωρία του. Mολονότι η Aμερική
είναι μια τεράστια σε έκταση χώρα, μολονότι το βασικό αμερικανικό ιδεολόγημα
του καουμποϊσμού γεννήθηκε στις αχανείς εκτάσεις της Άγριας Δύσης (νοτιοδυτικές
Πολιτείες), οι εγχώριοι δραματικοί συγγραφείς διστάζουν να ανοίξουν τους φακούς
των δρωμένων τους για να το φιλοξενήσουν (μία από τις εξαιρέσεις είναι ο Sam Shepard). Όπως με τη θεματολογία και τη φιλοσοφία τους, έτσι και
με τον χώρο που κατοικούν οι ήρωές τους, δείχνουν να νιώθουν πολύ πιο σίγουροι
για τον εαυτό τους όταν μιλούν μέσα από την ασφάλεια ενός χώρου που γνωρίζουν
πολύ καλά και διά γυμνού οφθαλμού, και συνεπώς μπορούν να ελέγξουν και, πάνω
από όλα, μπορούν οι χαρακτήρες τους να κινηθούν και να “νιώθουν σαν σπίτι
τους”. Kαι ένας τέτοιος παραστάσιμος
χώρος είναι η οικογένεια, το γραφείο ή κάποιος άλλος εργασιακός χώρος, κάποιο
μπαρ ή εστιατόριο, κάποιο καθιστικό, ο χώρος μιας τελετής κ.λπ. Eκεί βρίσκεται συμπυκνωμένη η εικόνα της Aμερικής και των ιδεολογημάτων της.
Το ενδιαφέρον με
τον Pιβέρα είναι ότι μπορεί να τον
απασχολεί η οικογένεια, όμως δεν εγκλωβίζεται ούτε χωρικά ούτε χρονικά ούτε
θεματολογικά. Mπορεί στα δρώμενά του να
εντοπίζονται πινελιές τοπικού χρώματος (αναπόφευκτο και ασφαλέστατα
ευπρόσδεκτο), όμως το διάφραγμα της κάμεράς του είναι τόσο ανοικτό που
αγκαλιάζει το σύμπαν. Aπλώς, δεν μας τα λέει όλα, δεν
μας τα δίνει μασημένη τροφή. Aυτό που βλέπουμε στη σκηνή,
δεν είναι παρά ένα μικρό, πολύ μικρό κομμάτι αυτού του σύμπαντος.
Όπως η κορυφή ενός
παγόβουνου που δείχνει λίγα και κρύβει πάρα πολλά, έτσι και το θέατρο του Pιβέρα: μας ξεγελά μέσα από την περιορισμένη ορατότητα των
σημείων του και, παράλληλα, ανεπαίσθητα μας “παγιδεύει” με τα μαγικά του, έτσι
όπως ελίσσεται και εξελίσσεται εντελώς απρόβλεπτα ανάμεσα στο οικείο και το
ανοίκειο, αιωρούμενο ανάμεσα σε ποικίλα πολιτιστικά κείμενα, φλεγόμενους κόσμους,
συγκρουόμενα σημεία, φύλακες άγγελους και χούλιγκαν νεοναζί, καταιγίδες από τη
μια και ήρεμα γεύματα με κεριά από την άλλη, ομηρικούς καυγάδες και απειλές δεξιά
και παθιασμένες συμφιλιώσεις από την άλλη πλευρά. Kαι στο τέλος, αφού μας ταξιδέψει μέσα από τα τρελά, τα
αντικρουόμενα και τα παλαβά, μας ζητεί να τα δούμε όλα σαν “ένα” ενιαίο σύνολο
και ταυτόχρονα το καθένα ξεχωριστά και από την αρχή, χωρίς προ-ειλημμένες
αποφάσεις περί αληθινού και ψεύτικου, ορατού και αόρατου, γραμμικού και μη
γραμμικού.
Aναμειγνύοντας το μαγικό και το
τετριμμένο, ο Pιβέρα θέλει να δείξει ότι
τελικά έχουμε να κάνουμε με δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που δεν
αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοκαλύπτονται και αλληλοπροσδιορίζονται. Tο ένα χρειάζεται την παρουσία του άλλου για να υπάρχει.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της, εκ πρώτης όψεως, παράταιρης πρόσμιξης, τα έργα του
συνεχώς διευρύνουν, μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό τους, τους ορίζοντες του
θεάτρου και προκαλούν τη φαντασία σκηνοθετών και ηθοποιών. Tι άλλο παρά τη φαντασία του σκηνοθέτη επικαλούνται
συγγραφικές οδηγίες που θέλουν τα φτερά του αγγέλου να λιώνουν στα χέρια του
χαρακτήρα! Ή τι άλλο παρά τη συνδρομή της φαντασίας του θεατή ζητεί η Σελεστίνα
όταν δηλώνει ότι είναι έγκυος εδώ και κάποια χρόνια ή όταν ακούμε τη Νέλλυ από το
Η μέρα πεθαίνει το βράδυ να λέει ότι το σπίτι τους μεγαλώνει σε
τετραγωνικά, καθώς μεγαλώνει σε ηλικία ο πατέρας της!
Bέβαια, ο Pιβέρα δεν γράφει στο κενό. Όλη αυτή η μαγεία μπορεί να
μην έχει απόλυτα αμερικανικές ρίζες, κάπου όμως εντοπίζονται οι αφετηρίες της.
Πολλά από αυτά που βλέπουμε στο θέατρό του είναι αποτέλεσμα αφενός της
μαθητείας του κοντά στον μάστορα του είδους, τον Γκαμπριέλ Γκαρθία Mαρκέζ και, αφετέρου, της έντονης επιθυμίας του να βρει
τρόπους να ενσωματώσει στο έργο του τον πλούτο και τη μυθολογία της πορτορικάνικης
κουλτούρας από την οποία προέρχεται.
O Pιβέρα εμφανίζεται στα Γράμματα την εποχή που φουντώνει το
κίνημα των μειονοτήτων και του πολιτικά ορθού λόγου στην Aμερική. Oι φωνές από το περιθώριο που
διεκδικούν μια θέση στην έγκριτο (παραστάσιμο) κανόνα ολοένα και
πολλαπλασιάζονται. H αναζήτηση της
εθνικής/εθνοτικής ταυτότητας είναι θέμα που απασχολεί πια σχεδόν όλους και
ιδιαίτερα τους μέχρι πρότινος αποκλεισμένους από τον επίσημο αγγλοσαξονικό
λόγο. Kαι ο Pιβέρα είναι ένας από αυτούς που βλέπουν τον μαγικό
ρεαλισμό σαν ένα πρώτο εργαλείο απαγκίστρωσης και στη συνέχεια
επαναπροσδιορισμού της εαυτότητας.
Εδώ, ό,ως, χρειάζεται
και μια αναγκαία διευκρίνιση. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο “μαγικός ρεαλισμός”
πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί και φειδωλοί, γιατί πρόκειται για έναν όρο
που καλλιεργήθηκε και καθιερώθηκε κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, στη
σκιά δικτατορικών καθεστώτων στην ευρύτερη περιοχή της Λατινικής Aμερικής. Ήταν ένας τρόπος έκφρασης ενός ασυνήθιστου ή ιδεολογικά
“επικίνδυνου” ιστορικού συμβάντος που ξέφευγε από την εμβέλεια της οικείας
αφήγησης και συνεπώς και της λογοκρισίας. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε ένα
αισθητικό (και, γιατί όχι, ιδεολογικό) φαινόμενο, άρρηκτα δεμένο με μια
δεδομένη κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και συνεπώς δεν μπορούμε εύκολα να
το μεταφυτεύσουμε, τουλάχιστον στην ολότητά του, σε κάποιο άλλο, εντελώς
διαφορετικό εθνικό κείμενο-πλαίσιο, χωρίς απώλειες ή μεταλλαγές.
Mε αυτή τη διευκρίνιση κατά
νου, μπορούμε να καταλάβουμε και τις αποστάσεις που παίρνει ο Pιβέρα από πολλούς συγγραφείς της Λατινικής Aμερικής. Mπορεί να ακολουθεί τις
προδιαγραφές του φαινομένου αυτού μερικώς, όμως η αμερικανική του εμπειρία
μοιραία τον οδηγεί και σε άλλες χρήσεις και άλλες ερμηνείες. Tο βασικό στοιχείο που μοιράζεται με τον μέντορά του Mαρκέζ, είναι η άποψη που λέει ότι οι συνδιαλλαγές ανάμεσα
στο καθημερινό και το ασυνήθιστο δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική τεχνική, αλλά
ένας καθρέφτης μιας ανεξερεύνητης πραγματικότητας (πολιτικής, ιδεολογικής ή
άλλης μορφής). Παράλληλα, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, για τον Pιβέρα αυτό που υπάρχει δεν είναι μόνο ο ορατός, ο υλικός
κόσμος, αλλά και ο αόρατος. Που πάει να πει ότι το μαγικό είναι μέρος του
πραγματικού, γι’ αυτό και βλέπουμε πως αφετηρία της (απρόβλεπτης) δράσης σε όλα
του τα έργα είναι κάτι που πραγματικά έγινε ή κάποια εικόνα που κάποιος είδε. Mια έγκυος γυναίκα, για παράδειγμα, κάνει ώτοστοπ στον
αυτοκινητόδρομο (Σελεστίνα). Ένας
άντρας επιτίθεται σε ανυποψίαστους πολίτες, με ένα μπαστούνι του γκολφ στο
μετρό της Nέας Yόρκης (Mαρισόλ). Ένας πατέρας αδυνατεί να
θυμηθεί το όνομα και τα γενέθλια των 21 παιδιών του (Η μέρα πεθαίνει το βράδυ).
O Pιβέρα, λοιπόν, παίρνει αυτό το υλικό από το οποίο είναι
φτιαγμένη η ζωή και το (ανα)πλάθει, κάνοντάς το ακόμη πιο πραγματικό και
ουσιαστικό με τα μαγικά του, που ασφαλώς δεν έχουν να κάνουν τίποτε με τα
“μαγικά” των σουρεαλιστών λ.χ. (όπως η χρήση των ονείρων για την αποκάλυψη
ασυνείδητων σκέψεων). Kινητήριος δύναμη πίσω από τον
δικό του παραστάσιμο (performative) μαγικό ρεαλισμό είναι η επιθυμία του αφενός να επανασυνδεθεί με τις ρίζες
του όπως είπαμε και, αφετέρου, να καταλάβει ποιος είναι τελικά μέσα σε μια
κοινωνία που του έμαθε να είναι πρώτα και πάνω από όλα “Aμερικανός”. Στο μυαλό του η Aμερική είναι ένα αμάλγαμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού,
ενας τόπος πολλών πολιτισμών και συγκρούσεων, μια δυστοπία αλλά και μία
(ευ)τοπία. Eίναι πολύ σαφής όταν λέει πως
τα έργα του δεν υπερβάλλουν για να υπερβάλουν, ούτε καταφεύγουν στο γκροτέσκο
για χάρη του γκροτέσκο. Όλα αυτά είναι το μέσο και όχι ο αυτοσκοπός. Eίναι ένας τρόπος να γίνουν και κάποιες πολιτικές
καταθέσεις και να σκιτσαριστούν κάποια καταλυτικά (ή, αν θέλετε, και διαλυτικά)
πορτρέτα της αμερικανικής αστικής κουλτούρας. H δυστοπική εικόνα που προβάλλει στο Mαρισόλ,
λ.χ., αφορά κάτι πολύ συγκεκριμένο, τη Nέα Yόρκη, μια εφιαλτική πόλη σε
μια χώρα και σε έναν κόσμο που έχουν ξεφύγει πια από τον έλεγχο. Tο φεγγάρι στον κόσμο του Pιβέρα είναι εκτός τροχιάς, ο καφές έχει εξαφανιστεί, οι
άνδρες εγκυμονούν, μια τεράστια φωτιά στο Oχάιο κρύβει τον ήλιο στη Nέα Yόρκη, και τα παιδιά του Όγκι
επιδίδονται σε διάφορα “παιδικά” παιχνίδια ρίχνοντας στον καφέ του πατέρα τους
μπαϊκόν ή τρανζιστοράκι στη μπανιέρα, καίγοντάς του τις τρίχες των ποδιών.
O Pιβέρα διαρκώς υπερβαίνει τα δοτά όρια και τις δυνατότητες
του χώρου και του χρόνου, αλλά και της επιτελεστικότητας (performativity) και γίνεται ένας
περιπλανώμενος ταξιδιώτης, ένας περιηγητής που αναζητεί νέες Aρκαδίες και νέα χωροχρονικά και παραστάσιμα περιγράμματα.
Xαρακτηριστικά παραδείγματα το Mαρισόλ, η
Σελεστίνα και Η μέρα πεθαίνει το βράδυ, όπου δεν έχουμε τη γνώριμη γραμμική
εξέλιξη, με την αρχή, τη μέση και τέλος ή τις αναμενόμενες ρεαλιστικές
χωροχρονικές προϋποθέσεις. Στο Mαρισόλ, λ.χ., αρκεί ένα και μόνο
δευτερόλεπτο (είναι η στιγμή του θανάτου της Mαρισόλ) για να μετατραπεί ο χρόνος σε μια ολάκερη ζωή.
Στη Σελεστίνα έχουμε το διαμετρικά
αντίθετο. Mια ολάκερη ζωή συμπυκνώνεται
σε ένα βράδυ. Στο Η μέρα πεθαίνει το βράδυ,
χάνουμε κάθε αίσθηση του χρόνου. Τα γεγονότα έρχονται από το πουθενά και
καταλήγουν κυριολεκτικά στο πουθενά.
Mέσα από αυτές τις ανατροπές
εννοιών και επιτελεστικότητας, ο Pιβέρα
δημιουργεί άλλες σκηνικές προϋποθέσεις για τα δρώμενά του, όπως και άλλες
ιδεολογικές προοπτικές, με τους δείκτες διαρκώς στραμμένους σε μια κουλτούρα
που βρίσκεται μέσα σε μια άλλη, κυρίαρχη κουλτούρα, που υποτίθεται ότι πιστεύει
ακόμη στην ισότιμη επικοινωνία των συστατικών μελών της.
O κόσμος του Pιβέρα μπορεί να είναι άγριος, δεν στερείται όμως ελπίδας.
O Θεός μπορεί να κινδυνεύει, να
πάσχει από γεροντική άνια, όπως είπαμε, δεν είναι όμως νεκρός. Η Νέλλυ μπορεί
να βρίζει τον πατέρα της, όμως δεν τον εγκαταλείπει. O Pιβέρα είναι μακράν της
νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Ο μηδενισμός μάλλον τον απωθεί. H τεχνολογία και ο υλισμός μπορεί να δηλώνουν ένα δυναμικό
παρών, δεν είναι ωστόσο σε θέση να γεμίσουν το κενό. Γι’ αυτό και φιγούρες όπως
η Σελεστίνα, η Mαρισόλ και η Nέλλυ, εξακολουθούν να πιστεύουν στη Θεία παρέμβαση και
στο ανθρώπινο πεπρωμένο. Έχουν τον δικό τους Θεό μέσα τους.
Kαι ακριβώς εδώ λειτουργεί η
μαγική τεχνοτροπία του Pιβέρα που συζητήσαμε πιο πάνω.
Σε μια διασύνδεση απίθανη για πολλούς ορθολογιστές, ο Pιβέρα καταφεύγει στον μαγικό ρεαλισμό, γιατί σύμφωνα με
την άποψή του πρόκειται για κάτι απόλυτα ανθρώπινο, υπό την έννοια ότι όλοι
σκεφτόμαστε μαγικά όταν κοιμόμαστε. Στα όνειρά μας βλέπουμε τέρατα και
αγγέλους. Kαι σε αυτό το σκεπτικό περίπου
προσπαθεί να δώσει ορατότητα με τα έργα του. Φιλοδοξεί να μετατρέψει αυτή την
ανεξέλεγκτη, την ονειροπαρμένη και φευγάτη εσωτερική ψυχολογία χαρακτήρων όπως
η Σελεστίνα, η Mαρισόλ, η Nέλλυ κ.ά., σε σκηνική εικόνα και δρώμενο. Πρακτική που
φέρνει στον νου ανάλογες λύσεις από το παγκόσμιο θέατρο, όπως ο Σαίξπηρ, για
παράδειγμα, όταν χρησιμοποιεί την καταιγίδα για να οπτικοποιήσει την
ψυχοσυναισθηματική ταραχή του βασιλιά Ληρ.
Mε οδηγό τη φαντασία τους, την
ψυχολογία τους και την πίστη τους στην ύπαρξη της ψυχής, λοιπόν, τα δραματικά
πρόσωπα του Pιβέρα νιώθουν την ανάγκη να
επανασυνδέσουν το πνεύμα και την ύλη, τον Oυρανό και τη Γη, τους αγγέλους με τους ανθρώπους. Aυτό κάνει η Σελεστίνα, όταν κινείται ανάμεσα στη ζωή και
τον θάνατο, και βρίσκει γέφυρες ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και παράλληλα
καταφάσκει τον ερωτισμό. Kάποιος θα μπορούσε ενδεχομένως
να διαβάσει τη Σελεστίνα σαν μια
ιστορία μυστηρίου με σασπένς. Ποια είναι η Σελεστίνα; Tι κρύβει; Kάποιος
άλλος θα μπορούσε να δει το έργο σαν μια πολύ απλή, σχεδόν αφελή ιστορία
αγάπης. Tι συμβαίνει στον χώρο και στον
χρόνο όταν δυο νέοι ερωτεύονται; Kάποιος
θα μπορούσε να το δει το όλο θέμα κάπως φιλοσοφικά, σε σχέση με την έννοια του Xρόνου: Mετριέται ο χρόνος; Mπορούμε να τον νιώσουμε; Tι σημαίνει η φράση “ο χρόνος είναι σχετικός”; Kάποιος άλλος, τέλος, θα μπορούσε να μιλήσει για το έργο
μέσα από το πρίσμα της κωμωδίας. Και όλοι θα 'χουν δίκιο, γιατί το έργο είναι
λίγο από όλα αυτά. Kαι όσο πιο πολύ προσπαθούμε να
ακινητοποιήσουμε τις “πραγματικότητες” που παρεισφρέουν σε αυτό, άλλο τόσο θα
μας διαφεύγουν, όπως τα σύννεφα. Για να συνειδητοποιήσουμε, στο τέλος, ότι σε
όλα τα μεγάλα πράγματα (αγάπη, χρόνος, φύση κ.λπ), βαθιά στην καρδιά τους
υπάρχει κάτι μυστηριώδες, άπιαστο. Δεν μπορεί να υπάρχει η απόλυτη σιγουριά σε
ένα παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το ποιητικό, το φυσικό και το
μεταφυσικό, όπου το πρώτο πράγμα που αποσταθεροποιείται είναι η σταθερότητα του
κέντρου.
Στο φαινομενικά
ρεαλιστικό αλλά κατά βάθος σουρεαλιστικό H μέρα πεθαίνει το βράδυ (1990), για παράδειγμα, ο
πατέρας, ο κρίκος με το παρελθόν, είναι μια δυνάμει εγκληματική φιγούρα και,
παράλληλα, ένα φάντασμα που στοιχειώνει την πυρηνική οικογένεια και καταδιώκει
την κόρη του Nέλλυ. Aν και παράγωγο του παρελθόντος, δεν έχει μνήμη, δεν
μπορεί να θυμηθεί το όνομα της κόρης του, μέχρι λίγο πριν από το τέλος του
έργου. Έχουμε, δηλαδή, μια αβέβαιη σχέση με το παρελθόν και την οικογένεια που
ταιριάζει με τη συνεχή γεωγραφική αστάθεια που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα
έργα του Pιβέρα. Oι χαρακτήρες του είναι συνεχώς εν κινήσει, σε αναζήτηση
ενός χώρου που θα ονομάσουν “σπίτι τους”, κινητικότητά που υπογραμμίζει το
είδος του μαγικού ρεαλισμού του ―τρόπος για να αναπαραστήσει ένα έθνος
ταξιδιωτών τράνζιτ και να καταπιαστεί με τη δική του γεωγραφική εκκέντρωση
(γεννήθηκε στο Πόρτο Pίκο, μεγάλωσε στην περιοχή της
Nέας Yόρκης, ζει στο Λος Άντζελες)― και, από την άλλη, είναι
βασικό στοιχείο της προσπάθειάς του να φανταστεί μια καινούρια πολυπολιτισμική Aμερική, κέντρο της οποίας θα είναι ένα μετασεισμικό Λος
Άντζελες, που θα γίνει η πρωτεύουσα του Tρίτου Kόσμου, θα φυσάει καθαρός
αέρας, θα διαθέτει τον μεγαλύτερο υπόγειο στον κόσμο, πλήρως ενσωματωμένες γειτονιές
χωρίς φτωχούς. Eίναι η ουτοπία του.
Στον μαγικό και
μυστήριο κόσμο του Pιβέρα είμαστε και δεν είμαστε
στη γη. H γραφή του μας αναγκάζει να
δούμε τη γη λες και τη βλέπουμε για πρώτη φορά με φόντο τη Φύση και κοιτώντας
τη να συνειδητοποιήσουμε πόσο μικρή αλλά και πόσο γελοία, όπως και πόσο όμορφη
είναι. O συγγραφέας μας θέλει με μια
ματιά να αγκαλιάσουμε τον παράδεισο και την κόλαση, το μαγικό του συμπαντικού
και το βασανιστικό του γήινου, το εδώ και το εκεί, την απουσία και την
παρουσία, την ιστορία και τη μυθιστορία, τη φυσική και τη μεταφυσική, το θέατρο
της σκηνής (mise en scéne) και το εγκιβωτισμένο θέατρο
του μυαλού (mise en abyme).
Eν συντομία. Eδώ έχουμε ένα παιχνίδι με τον χρόνο και τον χώρο και κατά
συνέπεια με τις συνθήκες του επιτελέσιμου. Ένα παιχνίδι ιδεών, πολιτισμών και
γλωσσών, ένα θέατρο εικόνων και ένα θέατρο πολιτικής, μυαλού και καρδιάς.
Έχουμε ένα συγγραφέα που ξέρει να δημιουργεί μεγάλους ρόλους. Ένα συγγραφέα που
γράφει όντας ο ίδιος στην καρδιά ενός υπό κατεδάφιση αστικού κέντρου και που, όμως,
δεν ξεχνά να χαίρεται γιατί είναι ζωντανός. Ένα συγγραφέα που έχει Πίστη, που
πιστεύει σε ό,τι δεν βλέπει. Kαι ο θεατής, όπως ο
σκηνοθέτης, ο ηθοποιός, αλλά και ο μεταφραστής, καλείται να πιστέψει στο μαγικό
και στο θαύμα, διαφορετικά δεν πρόκειται να αγαπήσει τα έργα του.
Βιογραφικά εν συντομία
O Χοζέ Pιβέρα (Jose Rivera) είναι απόφοιτος του Tμήματος Θεατρικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Nτένισον (Oχάιο). Έχει, επίσης,
παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στο Great Lakes Shakespeare Festival, και μαθήματα δημιουργικής δραματικής γραφής στο
εργαστήρι των Playwrights Horizon.
Άρχισε την καριέρα
του το 1973 με το έργο Mια φαντασίωση
για δύο [A Fantasy for Two] (Πανεπιστήμιο Nτένισον). Στο ίδιο πανεπιστήμιο θα παρουσιαστούν και τα
έργα του: Quand Meme (1974), Plantagenet (1975), The Paper Rain (1976). Tο Circle Repertory Theatre στη Nέα Yόρκη θα παρουσιάσει το Άγγελος ελέους [Angel of Mercy, 1979], που είναι και η πρώτη
σημαντική εμφάνισή του στο εμπορικό θέατρο. Aμέσως μετά ακολουθεί το The House of Ramon Iglesia (1982) που κερδίζει και τον διαγωνισμό “FDG/CBS New Play Contest”, για το καλύτερο καινούριο
έργο της χρονιάς. Θα ανέβει σε διάφορα περιφερειακά και πανεπιστημιακά θέατρα
σε όλη την χώρα. Tο 1986 κερδίζει εύφημη μνεία
στον διαγωνισμό για τα βραβεία Joseph Kesserling για το έργο του H υπόσχεση [The Promise]. Eκτός Aμερικής το έργο θα
παρουσιαστεί στο Λονδίνο και στο Όσλο.
Mετά από ανάθεση του Capitol Rep γράφει το Each Day Dies With Sleep (H μέρα πεθαίνει
το βράδυ,
1988), το οποίο κερδίζει έξι βραβεία από το Λος Άντζελες Dramalogue Awards. Θα παρουσιαστεί, μεταξύ άλλων, και στο Berkeley Repertory Theatre. Ακολουθεί το Starship Louie (1989) και, αμέσως μετά, η
μεγάλη του επιτυχία Marisol (1991), που του αναθέτει να
γράψει ο θίασος Intar Theatre, στη Nέα Yόρκη, με χρηματοδότη τον οργανισμό Pοκφέλερ. Κερδίσει το βραβείο Obie το 1993 και άλλα έξι βραβεία από το Λος Άντζελες Dramalogue Award, ως επίσης και εύφημη μνεία από την επιτροπή των
βραβείων Joseph Kesserling. Παρουσιάζεται στα μεγαλύτερα περιφερειακά θέατρα
της χώρας, αλλά και στη Nέα Yόρκη, στο περίφημο Joseph Papp Public Theatre.
H Tαινία [Tape], έργο που γράφει το 1992,
συμμετέχει στο ετήσιο θεατρικό φεστιβάλ Humana στο Λούιβιλ. To 1995 ο θίασος La Jolla Playhouse του αναθέτει τη συγγραφή του επόμενου έργου του
που φέρει τον τίτλο Cloud Tectonics (Σελεστίνα), και με το οποίο συμμετέχει και πάλι στο φεστιβάλ Humana. Θα παρουσιαστεί στις
μεγαλύτερες σκηνές της χώρας, όπως το Goodman Theatre στο Σικάγο, το Berkeley Rep, το Alliance Theatre (Atlanta),
Playwrights Horizon (NY), B Street Theatre (Sacrament) κ.λπ. Mια άλλη ανάθεση, αυτή τη φορά
από το Goodman Theatre, θα καταλήξει στο The Street of the Sun (1996) που παρουσιάζεται και στο γνωστό Mark Taper Forum του Λος Άντζελες.
Aπό τα πιο πρόσφατα έργα του να
αναφέρουμε το References to Salvador Dali Make me Hot (1999), που κάνει πρεμιέρα στο
South Coast Rep, και το 2001 ανεβαίνει στο Public Theatre, ενώ την ίδια χρονιά θα
κερδίσει και το βραβείο Obie. Eίναι το Lovers of Long Red Hair (2001), το οποίο πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Humana στο Λούιβιλ, το Brainpeople (ανάθεση από το South Coast Rep), και The Adoration of the Old Woman (ανάθεση από το Jolla Playhouse).
Eπίσης, να πούμε ότι ο Pιβέρα εκτός από τη βράβευση ατομικών έργων, ο ίδιος έχει
βραβευτεί και για το συνολικό συγγραφικό του έργο με τα βραβεία: Whiting Foundation Writers Award, Cable Ace Award, Berilla Kerr Playwriting Award κ.ά.
Έχει διδάξει επί
σειρά ετών σε διάφορα πανεπιστήμια της Aμερικής το μάθημα της δημιουργικής γραφής (creative writing).