Οι διασκευές κλασικών κειμένων είναι εδώ και χρόνια στην
ημερησία διάταξη. Όπως είναι παράλληλα και οι αποτυχίες τους. Δεν είναι εύκολη
δουλειά η διασκευή. Θέλει ξεκάθαρη άποψη, τόλμη, φαντασία, έρευνα και βεβαίως
ταλέντο. Ό,τι ακριβώς είχε η αριστουργηματική διασκευή του σεξπηρικού βασιλιά
Ληρ από τη βερολινέζικη (διαδραστική) ομάδα
She She Pop στην ΕΜΣ (στο πλαίσιο των «Δημητρίων»).
Μια διασκευή που
επιτέλους έκανε την ιστορία του Ληρ να μας αφορά άμεσα, χωρίς καθόλου να
φτηναίνει το πρωτότυπο. Άγγιξε με τρόπο ευφυή και θεατρικά αποτελεσματικό
θέματα καθημερινά, θέματα ταμπού, θέματα υγείας, κληρονομιάς, συγκατοίκησης και
σχέσεις γενεών. Και δεν θεωρώ διόλου τυχαία αυτή την εύστοχη διαχείριση ενός
έργου τόσο δύσβατου και πολυμελετημένου.
Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που επισκιάζει τους πάντες στη
Γερμανία (ακόμη και τους εγχώριους κλασικούς) είναι ο Σέξπηρ. Δεν υπάρχει
Γερμανός σκηνοθέτης που να σέβεται τον εαυτό του και να μην έχει δοκιμαστεί με
κάποια διασκευή σεξπηρικού έργου. Οι Γερμανοί θεωρούν τον Σέξπηρ «δικό τους».
Όπως λένε χαρακτηριστικά, «Ο ‘Άμλετ είναι η Γερμανία». Και αυτή η οικειότητα
έχει οδηγήσει σε πολλές και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, όπως η υπό συζήτηση με
τίτλο “Testament”.
Η παράσταση, για την ακρίβεια περφόρμανς, αρχίζει με τις κόρες
ν’ ανακοινώνουν την άφιξη των (πραγματικών) πατεράδων τους, οι οποίοι πηγαίνουν
και κάθονται ο καθένας στον καναπέ του, εκεί όπου καλά εστιασμένες κάμερες
προβάλλουν τα πρόσωπά τους στις τρεις οθόνες στο βάθος της σκηνής. Είναι όλοι εβδομηντάρηδες. Οι κόρες τους καλωσορίζουν με το τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα "I know I stand in
line until you think / You have the time to spend an evening with me…" Από κει και
μετά η παράσταση προχωρά ακουμπώντας σε σκηνές-κλειδιά της τραγωδίας,
αποσπάσματα των οποίων οι ηθοποιοί διαβάζουν
από μία γιγαντοοθόνη, ενώ κάποια τα υπογραμμίζουν με κόκκινο μαρκαδόρο, ώστε να
μας δώσουν στη συνέχεια τη δική τους ερμηνεία. Στη διάρκεια της συνάντησης γονιών/παιδιών,
σχολιάζονται θέματα που αφορούν τρόπους κατανομής της περιουσίας, κατά πόσο
δικαιούται ο βασιλιάς Ληρ να διατηρεί εκατονταμελή ομάδα ακολούθων και ποιο το
νόημα αυτής της κουστωδίας σήμερα κ.λπ.
Στην τρίτη πράξη, που κατά τη γνώμη μου είναι και η κορυφαία,
οι κόρες ξεντύνουν τους γονείς τους, κάθονται στη θέση τους και φορούν το στέμμα
της εξουσίας (τους), ενώ αυτοί, όρθιοι μπροστά μας, φορώντας μόνο τα εσώρουχά τους, όχι μόνο προδίδουν την ηλικία
τους, αλλά και την αγωνία τους να επανακτήσουν το κείμενο της εξουσίας τους. Το
έργο κλείνει μ’ ένα φέρετρο να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, για να μάθουμε
κι εμείς επιτέλους πού και πώς εξαφανίζεται το χάσμα των γενεών.
Η παράσταση
Η δίωρη παράσταση των She She Pop έδωσε ένα
παιγνιώδες βάθος και απρόσμενες διαστάσεις στη (σημερινή) συνάντηση του Ληρ με
τις κόρες του. Ήταν μια σκηνική ανάγνωση (δραματουργικά θαυμαστή), όπου η παρουσία
των πατεράδων αποδεικνύεται γενναία και συγκινητική. Είναι στιγμές που δείχνουν
με αυτά που μας λένε πόσο μακριά πορεύτηκαν για να δηλώσουν παρόν σ’ αυτή τη σκηνική
δοκιμασία. Δεν ήταν εύκολη επιλογή. Έκαναν υποχωρήσεις, προβληματίστηκαν,
ενοχλήθηκαν, διαφώνησαν. Όμως, και τα παιδιά τους το ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν μια παράσταση απόλυτα προσωπική, αλλά
και απόλυτα κοινή, υπό την έννοια ότι όλοι, κάποια στιγμή, ενδέχεται να
αντιμετωπίσουμε το ερώτημα: τι γίνεται όταν οι γονείς γεράσουν και θέλουν να
μετακομίσουν στο σπίτι των παιδιών τους; Τι θα τους επιτραπεί να φέρουν μαζί
τους; Μετριέται η αγάπη; Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην αγάπη και την περιουσία; Τι
μας χρωστάνε οι γονείς και τι τους χρωστάμε; Πώς τους βοηθούμε να διατηρήσουν
την αξιοπρέπειά τους; Πώς διαχειριζόμαστε την αρρώστια τους; Και πώς θέλουν να
τους θυμούνται τα παιδιά τους όταν πεθάνουν; Ερωτήματα που φτάνουν ολοστρόγγυλα και έκτακτα
δουλεμένα στην πλατεία.
Συγκίνηση όχι μελό
Η παράσταση συγκινεί βαθύτατα, χωρίς να είναι διόλου, μα διόλου συναισθηματική.
Το σκηνικό είναι σκόπιμα κιτς, με τους καναπέδες να λειτουργούν δίκην θρόνων
και τα ελισαβετιανά κολάρα να διακοσμούν επιδεικτικά το λαιμό των
ηθοποιών. Μπερδεύοντας τη Ντόλι Πάρτον και
το Σινάτρα με τον Σέξπηρ, η ομάδα παίζει έξυπνα το παιχνίδι της μεταδραματικής
αισθητικής, γύρω από τη συνάντηση υψηλής και λαϊκής τέχνης. Βάζοντας κάτω από
το μικροσκόπιο ένα έργο πολλαπλώς δοκιμασμένο, φωτίζει τις πιο ενδιαφέρουσες
πτυχές του μέσα από την αποδομητική μέθοδο της διαλεκτικής (με βάση το δίδυμο πατέρας/κόρη).
Από τη μια βλέπουμε την πρακτικότητα των κοριτσιών και από την άλλη την υπερηφάνεια των γονιών, οι οποίοι, μολονότι
θεατρικά άπειροι, όχι μόνο διατηρούν την αξιοπρέπειά τους επάνω στο σανίδι,
αλλά κερδίζουν το θαυμασμό μας. Το (μη) παίξιμό τους με τη διάχυτη «αθωότητα» και
ειλικρίνειά του, κάνει τη σκηνή να
φαντάζει σαν μια νατουραλιστική φέτα ζωής, όχι όμως με τη κλασική έννοια του
όρου. Τα θεατρικά «άγραφα» σώματά τους οδηγούν την παράσταση πέρα από το
πλαίσιο του ιλουζιονισμού, σε κάτι πιο κοντινό (σε μας) και πιο αληθινό.
Είχα την τύχη να δω πολλούς «Ληρ» στη ζωή μου. Κανένας, όμως, δεν με
συγκίνησε και δεν με προκάλεσε όσο αυτός. Είναι μια παράσταση που σε καλεί να στοχαστείς
επάνω σε πολλά πράγματα, προσωπικά αλλά και καλλιτεχνικά.
Συμπέρασμα: αυτό θα ονόμαζα καλό δείγμα μεταδραματικού θεάτρου.‘
27/10/2012