Ερωφίλη: η μία από τις τρεις σωζόμενες τραγωδίες του κρητικού θεάτρου
(οι άλλες δύο είναι «Ζήνων» και «Ροδολίνος»). Δείγμα κλασικίζουσας δραματoυργίας, σε
δεκαπεντασύλλαβο στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Αποτελείται από πρόλογο,
πέντε πράξεις και ιντερμέδια (αυτόνομα
μουσικοχορευτικά επεισόδια που παρεμβάλλονται μεταξύ των πράξεων). Το έργο
διαδραματίζεται στην Αίγυπτο.
Ο βασιλιάς της χώρας, Φιλόγονος, έχει σκοτώσει τον αδερφό του, νόμιμο
βασιλιά, και έχει ανέβει στο θρόνο μαζί με τη γυναίκα του αδερφού του. Ο
βασιλιάς έχει μια κόρη, την Ερωφίλη, που ερωτεύεται έναν νέο που ζει στη
βασιλική αυλή, τον Πανάρετο, τον οποίο παντρεύεται ερήμην της πατρικής συγκατάθεσης.
Ο βασιλιάς το ανακαλύπτει και τιμωρεί την κόρη του σκοτώνοντας τον Πανάρετο.
Στη συνάντησή του μαζί της προσποιείται πως αποδέχεται το γάμο και της
προσφέρει μία λεκάνη με τα κομμένα μέλη του αγαπημένου της. Εκείνη, στην
απελπισία της, αυτοκτονεί και στο τέλος του έργου ο χορός (αποκλειστικά
γυναικών) εκδικείται, σκοτώνοντας το Βασιλιά.
Από την «Γκόλφω» στην
«Ερωφίλη 3»
Ο Σίμος Κακάλας έκανε το ντεμπούτο του ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης με
την πολυσυζητημένη «Γκόλφω», μια παράσταση που πρόδιδε μεταμοντέρνες διαθέσεις,
χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι στηρίζει κάποια ξεκάθαρη άποψη για το μεταμοντέρνο
γενικά. Στην πορεία πέρασε σ’ ένα είδος μεταδραματικού θεάτρου (βλ. «Απόκοπος»,
«Ερωφίλη 1&2»), για να φτάσει αισίως στην «Ερωφίλη 3», όπου επιχειρεί έναν
ευεργετικό συνδυασμό.
Από το σύνολο του έργου του Χορτάτση, είδαμε (στη σκηνή του θεάτρου
«Αυλαία»), σε μια προσεγμένη δραματουργική επεξεργασία της Έλενας Μαυρίδου, ένα
θέαμα διάρκειας μόνο ενενήντα λεπτών, ωστόσο αρκετό ώστε να χαρούμε, χωρίς εφέ,
εντυπωσιασμούς και αβανταδόρικες λύσεις, τη μεταμορφωτική και βαθιά ανατρεπτική
δύναμη του θεάτρου. Οι εικόνες, οι όγκοι, η κίνηση, τα σώματα, οι ανάσες, οι
φωτοσκιάσεις, όλα μαζί δημιούργησαν ατμόσφαιρα και έδωσαν ρυθμό σε ένα αλλόκοτο
κόσμο, εκεί ακριβώς που σταματά η λογική και κάθεται στο τιμόνι η φαντασία και
το απίθανο. Γι’ αυτό θεωρώ σωστή τη χρήση και της μάσκας (της Μάρθας Φωκά) σ’
αυτή την εκδοχή, όχι μόνο γιατί βοήθησε τους ηθοποιους να υποδυθούν όλους τους
ρόλους και, κυρίως, τους βασικούς τρεις (Βασιλιάς, Πανάρετος και Ερωφίλη), αλλά
γιατί η παρουσία της εμβολίαζε το σύνολο του εγχειρήματος με μια άλλη χροιά,
πιο αποστασιοποιητική και πιο
απόκοσμη. Σε σχέση με αυτό, μου άρεσε ιδιαίτερα και ο τρόπος που οι ανθρώπινες
φιγούρες εμφανίζονταν στη σκηνή και εξαφανίζονταν. Πάνω κάτω, κάτω πάνω, λες κι
έβγαιναν μέσα από τα έγκατα της γης, από τον Κάτω Κόσμο, από τα βάθη της
ιστορίας, από τα βάθη της ανθρώπινης φαντασίας, του υποσυνείδητου.
Φιγούρες-σκιές, φιγούρες-μορφές σαν σε αρχαία τραγωδία, κρυμμένες πίσω από μάσκες
ή στο σκοτάδι.
Παίζοντας με στιλ
Με κέρδισε γενικά όλο αυτό το στιλιζάρισμα. Βρήκα εύστοχη την
απο-υλοποίηση των σωματικών μαζών και των ελάχιστων αντικειμένων που βρίσκονταν
στο χώρο (ένα τραπέζι, τρεις πάγκοι, ένα φανάρι κι ένα μακρύ ύφασμα). Μου άρεσε
το ότι όλοι οι όγκοι έμοιαζαν με παρούσες απουσίες (ή απούσες παρουσίες, αν
προτιμάτε). Εξαιρετική σκέψη, σε άμεση συνάρτηση με το «εκεί και τότε» της
ιστορίας. Ακόμη και το ημίγυμνο σώμα του Χάροντα δεν επιβάλλεται με τη παρουσία
της γύμνιας του, αλλά με τη γενικότερη μορφή του (εκπληκτική η αέρινη απόδοση
από την Έλενα Μαυρίδου), τις έκτακτα ρυθμισμένες κινήσεις του, συχνά σε αργό
ρυθμό, σαν σε ριπλέϊ.
Μια παράσταση έντονων εξπρεσιονιστικών διαθέσεων, με διαρκείς βυθίσεις
στις ουσίες της ζωής, εκεί όπου όλα δεν έχουν πια καμιά έλλογη σημασία (και
καμιά όψη).
Παράλληλα, μια παράσταση-σχόλιο γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ένα παιχνίδι με (και για) τη θεατρικότητα και την επιτελεστικότητα: πώς
διαμορφώνεται η σκηνική πραγματικότητα (εκεί και τότε), πώς αποκτούν νόημα τα
σώματα, τα σημεία, τα δρώμενα, τα πρόσωπα και τα προσωπεία;
Ίσως θα μπορούσαν να ξαναδουλευτούν ορισμένα μονολογικά και διαλογικά
κομμάτια, για να συνάδουν με το απόκοσμο της όλης ατμόσφαιρας. Δύσκολο,
σίγουρα, εγχείρημα, όταν έχεις να κάνεις με μια γλώσσα τόσο μακρινή, και για
νέους ηθοποιούς τόσο ξένη. Γλώσσα γεμάτη συνιζήσεις, χασμωδίες, αντιμεταθέσεις
λέξεων (υπερβάσεις), συνηχήσεις, διασκελισμούς, καθυστερήσεις ρημάτων, γενικά
μια γλώσσα με συνεχή σκαμπανεβάσματα στις ηχητικές και νοηματικές της
αποχρώσεις, που όλα μαζί δημιουργούν ένα δραματικό σύμπαν με συναισθηματικές
συνυποδηλώσεις, σημασιολογικές αποχρώσεις, κλιμακώσεις, αποκλιμακώσεις κ.ο.κ.
Εν κατακλείδι
Από πολλές απόψεις θεωρώ έξυπνη την επιλογή της σκηνοθεσίας στην γ’
εκδοχή να ακουμπήσει πιο πολύ στην ποίηση της εικόνας, αφήνοντας το λόγο να
λειτουργήσει σε ένα σχετικά δεύτερο επίπεδο. Αναμφίβολα το ρίσκο της επιλογής
υπάρχει, γιατί κείμενα τέτοιας ποιητικής πνοής, ποντάρουν σχεδόν αποκλειστικά
στην εκφορά του λόγου. Όμως, ο παροπλισμός εκτιμώ πως αποδείχτηκε ευεργετικός,
γιατί εκτός του ότι περιόρισε πολλές επιτελεστικές παγίδες, οδήγησε την
παράσταση κάπου αλλού, με περισσότερες θεατρικές ουσίες και πιο άμεσα
επικοινωνιακά αβαντάζ.
Στους πολλαπλούς τους ρόλους
εξαιρετικές και οι τρεις ηθοποιοί της διανομής Δήμητρα Κούζα, Έλενα Μαυρίδου
και Δήμητρα Λαρεντζάκη. Χωρίς ξέπνοα στησίματα και αδέξιες πόζες, πέτυχαν την
εύστροφη εναλλαγή εικόνων, συναισθημάτων, σκέψεων. Με συνεπή αρραγή τεχνική
κατέθεσαν σοφές δόσεις παθημάτων που πήγαιναν κατευθείαν στις αισθήσεις.
Οι μάσκες της Φωκά έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Τα σκηνικά του
Κακάλα αρκούντως υπαινικτικά και λειτουργικά.
Συμπέρασμα: μια «απόκοσμη» παράσταση για εγκόσμια πάθη και παθήματα.
Εξαιρετική στιγμή.
18/11/2012