Μανιφέστο: όρος που προέρχεται από τα λατινικά (manifesto) και σημαίνει τη γραπτή διακήρυξη πολιτικού ή κοινωνικού/πολιτιστικού περιεχομένου, όπου
αναφέρονται οι βασικές αρχές ενός κινήματος ή εκφράζονται διαμαρτυρίες για μια δύσκολη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Στο
θέατρο συνήθως το ταυτίζουμε με την εκάστοτε πρωτοπορία (αβανγκάρντ), γιατί
στους κύκλους της εκφράζονται οι πιο τολμηρές και καινοτόμες θέσεις και συχνά
οι πιο επαναστατικές σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την κοινωνία.
-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
Ο νόμος της βίας και ο νόμος της οικογένειας
Συνήθως τον «κακό» σε μια ιστορία
τον εντοπίζεις γρήγορα, ώστε εξίσου εύκολα να τοποθετηθείς απέναντι στα
δρώμενα. Όχι όμως στα Ορφανά του Ντένις Κέλι, όπου δεν
ξέρεις ποιον να κατηγορήσεις και ποιον να απαλλάξεις. Και τούτο γατί ο Κέλι δεν βιάζεται να τα πει όλα εξαρχής. Δεν
βιάζεται να κατονομάσει ενόχους. Ανάβει τη φωτιά και μετά ρίχνει λάδι με
μαθηματικά υπολογισμένη δοσολογία, ώστε να τη δει να φουντώνει αργότερα. Δεν αφήνει
τίποτα στην τύχη, κι ας φαντάζουν όλα τυχαία και άναρχα. Κατά βάθος όλα είναι
υπολογισμένα και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, προκειμένου κάποια στιγμή να
οδηγήσουν σε μια ευεργετική έξοδο. Πιστεύει ότι πετυχαίνοντας τον στόχο το
θέατρο μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Και ο στόχος είναι η αλήθεια.
Όταν η ποίηση και η μουσική συναντούν το θέατρο
Μήδεια: μακρὰν ἂν
ἐξέτεινα τοῖσδ᾽ ἐναντίον
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355 τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360 τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην[1]
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355 τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360 τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην[1]
Ο μέγας
αιρετικός Ευριπίδης έδωσε αυτό τον συγκλονιστικό μονόλογο που μόλις ακούσαμε
στο πρωτότυπο από την ηθοποιό Ευτυχία Σπυριδάκη, στη «βάρβαρη» Μήδεια ώστε να
αντιμιλήσει στον «πολιτισμένο» Ιάσονα, τον άνδρα που αγάπησε και που την
απάτησε.
Όταν το βιβλίο «εκδικείται» το θέατρο: η χίμαιρα της «Χίμαιρας»
Είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν
κριτικό να σχολιάσει αρνητικά μια παράσταση την οποία λάτρεψε τόσος κόσμος (ακούμε
για 100.000). Από την άλλη, είναι παντελώς ανέντιμο να μη δημοσιοποιεί την
όποια διαφωνία του. Σημασία έχει η διαφωνία να έχει επιχειρήματα ώστε να
πείθει. Δεν ξέρω αν τελικά θα καταφέρω, αλλά
θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω γιατί δεν με συγκίνησε η πολυδιαφημισμένη Μεγάλη
Χίμαιρα, το πεζογράφημα του Μ. Καραγάτση, που είδαμε σε σκηνοθεσία του
εγγονού του Δημήτρη Τάρλοου, στη Θεσσαλονίκη στο Μέγαρο Μουσικής.
Εν αρχή ο συγγραφέας
O Φάρος
είναι ένα έργο βαθιά γλωσσοκεντρικό, από αυτά που γοητεύουν όλους τους
αγγλοσάξονες οι οποίοι, σε πείσμα των καιρών και των ….Γερμανών, εξακολουθούν
να θεωρούν το θέατρο πρωτίστως τέχνη του συγγραφέα και μετά του ηθοποιού. Ο
σκηνοθέτης είναι γερμανική (και κεντροευρωπαϊκή) υπόθεση, γι αυτό δεν φαίνεται
να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Όπως και τους Αμερικανούς αλλά και τους
Αυστραλούς.
Tοπία θανάτου και μνήμης
O
χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια ψυχή (να τον μετρήσει)
Aριστοτέλης
Tο
θέατρο είναι ένας χώρος πρακτικών και στρατηγικών που αναπτύσσονται από τις
τοπικές κοινωνίες για να επικοινωνήσουν πρώτα με την εγχώρια και κατόπιν με την
αλλοδαπή αγορά (Ashcroft 2001: 207). Πράγμα που σημαίνει ότι το θέατρο όχι μόνο δεν
είναι άσχετο με τη γενικότερη πολιτική
της αναπαράστασης, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο απών τέταρτος τοίχος το
κάνει να φαντάζει σαν τη βιτρίνα ενός καταστήματος που εκθέτει τα προϊόντα του,
τα οποία κοιτά ο πολίτης (και πιθανός καταναλωτής) χωρίς να αγγίζει.
Όταν χορεύουν οι λέξεις
Πήγα στη μικρή σκηνή του «Αθήναιον» να
δω τον «Νικόλαο Μάντζαρο» εντελώς απροετοίμαστος. Το κάνω συχνά αυτό με έργα
που δεν γνωρίζω. Μου αρέσει ν’ αφήνω την παράσταση να με ξαφνιάσει, χωρίς να
στριφογυρίζουν στο μυαλό μου λογής-λογής εικόνες και ιδέες από τις πληροφορίες
που συσσώρευσα πριν πάω.
Νιώθω πως έτσι δικαιώνω πιο πολύ το ίδιο
τον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες του, αφού τους δίνω όλο τον χώρο και τον
χρόνο να μου γνωρίσουν το έργο και να με πείσουν για τις επιλογές τους. Με δυο
λόγια, δεν το «σκηνοθετώ», πράγμα που συνήθως κάνουμε όταν είμαστε πολύ καλά
προετοιμασμένοι, και έτοιμοι να (κατά)κρίνουμε ή να ελέγξουμε τα πάντα.
Tο θέαμα του σώματος και το υπερθέαμα της (ιατρικής) τεχνολογίας
Ένα παράδοξο συμβαίνει στις μέρες μας. Αν και ζούμε σε
μια εποχή άκρως υλιστική και ωραιοπαθή, σχεδόν ναρκισσιστική, κατά βάθος αυτό
που φαίνεται να ενδιαφέρει τον άνθρωπο πιο πολύ δεν είναι το ίδιο το σώμα του
ως μάζα, αλλά τρόποι να το ξεχάσει. O άνθρωπος θέλει να μην πονάει, να μην αγχώνεται μπροστά
στη θέα του σώματός του, να μη γερνάει, να μη βλέπει ρυτίδες και σκαμμένο
πρόσωπο. Όσο πιο ανεπαίσθητα και απροβλημάτιστα λειτουργούν τα επιμέρους όργανα
αυτού του πράγματος που λέγεται σώμα, τόσο πιο εναρμονισμένος με τον
περιβάλλοντα χώρο δείχνει να είναι και αυτός που το κουβαλάει.
Περί ορατών και αόρατων "θεάτρων" στον Samuel Beckett και μετά
Mε όλες τις επιφυλάξεις που ενέχει ο απόλυτος ημερολογιακός καθορισμός αφετηριών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κορυφαίο γεγονός που συντείνει τα μέγιστα στην εκ βαθέων επανερμηνεία των καθιερωμένων μοντέλων αναπαράστασης και στη συνακόλουθη υπέρβασή τους στο θέατρο των τελευταίων 150 ετών είναι ο B' Παγκόσμιος πόλεμος.
Φανάρια χωρίς φως
Πύκνωσαν απότομα οι παραστάσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το ΚΘΒΕ μπήκε δυναμικά στο δεύτερο μισό της σεζόν με τέσσερις νέες παραγωγές, την ίδια στιγμή που το ελεύθερο θέατρο επιδεικνύει μια έντονη κινητικότητα, με παραστάσεις τόσο εγχώριας όσο και αθηναϊκής προέλευσης.
Θεατρικά επί τροχάδην
Στο φουαγιέ του Βασιλικού θεάτρου (ΚΘΒΕ) είδα μια ενδιαφέρουσα περφόρμανς (στα όρια περίπου της διάλεξης), σκηνοθετημένη από την Ελεάνα Τσίχλη. Πρόκειται για την Ιστορία του Β. Μ.- ενός ανθρώπου με κίτρινη μπλούζα, συγκεκριμένα το πορτρέτο του ποιητή Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, ο οποίος, πέρα από τη συνήθειά του να φοράει μια κίτρινη μπλούζα (εξ ου και ο τίτλος), κουβαλούσε μέσα του τη φλόγα της αλλαγής, το όραμα ενός νέου κόσμου, το οποίο πλήρωσε με τη ζωή του.
Tο θέατρο του πάσχοντος σώματος και η περίπτωση της Ιθάκης του Δημητριάδη
Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1944. Το 1963, με υποτροφία του βελγικού κράτους, σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες. Το 1968 παρουσιάστηκε στο Παρίσι, από τον Patrice Chéreau, το πρώτο του θεατρικό έργο Η Τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά (1965-66). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1971, ασχολήθηκε με τη μετάφραση (Jean Genet, Maurice Blanchot, Georges Bataille, Molière, Shakespeare, G. de Nerval, Marguerite Duras, M Maeterlinck, Balzac, Β. Μ. Koltès, T. Williams, Αισχύλος, Ευριπίδης, μεταξύ άλλωνΤο 1978 γράφει το πεζογράφημα Πεθαίνω σαν χώρα και ακολουθεί, το 1980, η ποιητική ενότητα Κατάλογοι 1-4. Παράλληλα, προχωρά στη συγγραφή των θεατρικών έργων: Η νέα εκκλησία του αίματος (1983), Το ύψωμα (1991), Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα (1993), Η αρχή της ζωής (1995), Η ζάλη των ζώων πριν την σφαγή (2000), Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι (2002), Διαδικασίες διακανονισμού διαφορών (2003), Οδυσσέας (2003), Ιθάκη (2004).
Η «πέτρινη» φόρμα της εξουσίας
Όταν ρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Ράινερ
Βέρνερ Φασμπίντερ να κατονομάσει τις δέκα καλύτερες ταινίες στην ιστορία του
Γερμανικού κινηματογράφου έβαλε στη λίστα και δυο τρεις δικές του, όχι όμως τα Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ. Το
γιατί είναι δική του υπόθεση και δεν μας αφορά. Εκείνο που μας αφορά είναι να
μας πείσουν εκείνοι που επαναφέρουν το έργο γιατί το κάνουν. Τι έχει που να
δικαιολογεί μια νέα παραγωγή του;
Βουκολικά πειράματα
Είναι πραγματικά άξιον κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής μελέτης το ενδιαφέρον που δείχνουν πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες μας (βλ. Κακάλας, Καραθάνος, Ζούλιας, Φασουλής κ.ά) για έργα που ανήκουν στην παράδοση του δραματικού ειδυλλίου. Και το λέω αυτό γιατί πρόκειται για μια παράδοση «περίεργη», υπό την έννοια ότι ναι μεν άφησε κάποιες επιτυχίες στο διάβα της (και εννοώ τις επιτυχίες με όρους λαϊκής υποδοχής), όμως δεν άφησε πίσω της κάποια αξιόλογη (υγιή) πρόταση που να σχετίζεται με την πρόοδο του ελληνικού θεάτρου. Εκείνο που άφησε είναι μια παράδοση νόθα, που εμπορεύθηκε την έννοια της ελληνικότητάς, σε μια εποχή που το θέμα του έθνους, των ριζών κ.λπ. κυριολεκτικά έκαιγε.
Δυνατή καταιγίδα
Είδα στο μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών ένα από τα
τελευταία έργα του πολυγραφότατου Άκη Δήμου, «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» (2016), σκηνοθετημένο για
λογαριασμό του ΚΘΒΕ από τον Πάνο Δεληνικόπουλο. Ένα έργο-διασκευή της νουβέλας του
Ιωάννη Κονδυλάκη «Η πρώτη αγάπη»
(1919), που θα μπορούσε κανείς να το κατατάξει στο μοντερνίστικο ρεύμα
συνειρμικής γραφής (stream of consciousness), όπως το είχαν υπηρετήσει τότε πολλοί αμφισβητίες του
ρεαλισμού (βλ. Τζόυς, η Γουλφ, ο Προυστ κ.α).
Το κλασικό χειροκρότημα, η μοντέρνα σιωπή και τα μεταμοντέρνα likes
Ταμείο διά της απελπισίας
Είδα στο
Αριστοτέλειο την πολυσυζητημένη και προβεβλημένη (απόλυτα αναμενόμενα και τα
δύο) δουλειά του Λάκη Λαζόπουλου με τον τίτλο, Απελπισίτο. Μια επιθεώρηση η οποία έχει να κάνει με τη φτώχεια, τα
ζόρια που τραβάει ο Νεοέλληνας να επιβιώσει, γι’ αυτό και σκέφτηκα ν’ αρχίσω το
σχόλιό μου κάπως ανορθόδοξα, από το ταμείο πριν μπω στην αίθουσα. Έχουμε και
λέμε: