Είναι πραγματικά άξιον κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής μελέτης το ενδιαφέρον που δείχνουν πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες μας (βλ. Κακάλας, Καραθάνος, Ζούλιας, Φασουλής κ.ά) για έργα που ανήκουν στην παράδοση του δραματικού ειδυλλίου. Και το λέω αυτό γιατί πρόκειται για μια παράδοση «περίεργη», υπό την έννοια ότι ναι μεν άφησε κάποιες επιτυχίες στο διάβα της (και εννοώ τις επιτυχίες με όρους λαϊκής υποδοχής), όμως δεν άφησε πίσω της κάποια αξιόλογη (υγιή) πρόταση που να σχετίζεται με την πρόοδο του ελληνικού θεάτρου. Εκείνο που άφησε είναι μια παράδοση νόθα, που εμπορεύθηκε την έννοια της ελληνικότητάς, σε μια εποχή που το θέμα του έθνους, των ριζών κ.λπ. κυριολεκτικά έκαιγε.
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της παράδοσης είναι και ο
«Αγαπητικός της βοσκοπούλας», ειδύλλιο
φτιαγμένο από κλισέ που απελευθερώνουν τα πάθη τους στα βουνά και τα λαγκάδια,
εκεί όπου υποτίθεται ότι βρίσκονται οι αμόλυντοι έρωτες, οι παρθένες κόρες, τα
όμορφα παλικάρια με τα αιγοπρόβατα, οι τσέλιγκες με τις αγνές αρχές, το χωριό
με τους καθαρούς ελληνικούς βιορυθμούς του, οι φουστανέλες, τα γιορντάνια, τα
γάργαρα νερά, και τα έντονα συναισθήματα.
Αυτή την Ελλάδα είχε
επισκεφτεί (μαθαίνουμε) ο Δ. Κορομηλάς πριν
γράψει το έργο το 1890 (με πηγή έμπνευσης
το βουκολικό ποίημα του Γ. Ζαλοκώστα «Μια βοσκοπούλα αγάπησα»), ώστε να έχει
τεκμήρια και να πείσει ότι κάθε άλλο παρά φαντασιακή είναι. Πρώτοι που το αγκάλιασαν
και το παρουσίασαν στη σκηνή ήταν οι Ταβουλάρηδες με τον θίασο Μένανδρος, στην
Κωνσταντινούπολη. Έκτοτε θα γίνει ποίημα, μυθιστόρημα, κινηματογραφική ταινία
και θα παιχτεί από ερασιτέχνες και από επαγγελματίες, αποδεικνύοντας για άλλη
μια φορά ότι το μελόδραμα, όσο και να το λιθοβολούμε, συνεχίζει να είναι το καθημερινό ψωμί του ανθρώπου.
Η παράσταση στο Θέατρο Σοφούλη
Την πιο πρόσφατη παράσταση του έργου (που φιλοξενήθηκε
στο Θέατρο Σοφούλη) την υπογράφει μια νέα ομάδα που δημιουργήθηκε στη
Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του σκηνοθέτη Μάριου Κωνσταντίνου (απόφοιτου του
Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ) και πέντε ηθοποιών από τη Δραματική Σχολή Βουτσινά. Το
όνομά της: «Ντόμινο». Οι υποσχέσεις και δηλώσεις, ως είθισται σε τέτοιες
περιπτώσεις, πολλές και ενίοτε βαρύγδουπες. Ο χρόνος θα δείξει τι από όλα θα
μείνει. Και το λέω αυτό, γιατί η απόσταση ανάμεσα στην πρόθεση και την
υλοποίησή της είναι τεράστια, ενώ είναι πολύ μικρή η απόσταση ανάμεσα στην
«καινοτομία» και την «κενοτομία».
Σκηνοθεσία
Ο Κωνσταντίνου, επιλέγοντας ένα πάλαι ποτέ ζωντανό
κείμενο όπως ο «Αγαπητικός της
Βοσκοπούλας», προφανώς επέλεγε ταυτόχρονα και την πρόκληση να αναμετρηθεί
μαζί του, δηλαδή να αναμετρηθεί με την πρόκληση της νεκρανάστασης. Και
αναμετρήθηκε. Και μπορεί να μην πέτυχε να δημιουργήσει επί σκηνής ένα νέο θαύμα
«Λαζάρου», αλλά τουλάχιστον ίδρωσε να υποστηρίξει τις επιλογές του, οι
περισσότερες αντλημένες από τον χώρο (που έχει γίνει «σούπα» πια) της
μεταδραματικής αισθητικής όπως: το συνεχές μπες βγες στην αφήγηση, το τραγούδι,
η επί σκηνής μεταμφίεση, το μετωπικό και εξωτερικό παίξιμο, η προσοχή στη
χειρονομία ως έκφραση συναισθημάτων (αλά Μ. Τσέχοφ), η χρήση αντικειμένων (αλά Λεκόκ)
κ.λπ.
Η συνάθροιση όλων αυτών των κωδίκων κούρδιζε και
ξεκούρδιζε τη ρυθμικότητα των δρωμένων και
διαμόρφωνε τα μονοπάτια επικοινωνίας με τη πλατεία. Παράλληλα, όμως,
πρόδιδε και κάτι άλλο: τη συνεχή «αγωνία» του νεαρού σκηνοθέτη και των
συνεργατών του να δείχνουν ότι πειραματίζονται, ότι σπάνε φόρμες. Αντί να αφήσουν
το ίδιο το έργο να τους υπαγορεύει κάθε φορά την επόμενη κίνησή τους, έτρεχαν ασθμαίνοντας
να το φορτώνουν με λιλιά και ό,τι
θεωρούσαν ως «πειραματικό» ή καινοτόμο, με
αποτέλεσμα να έχουν διαρκώς το
έργο σε υποστηρικτικό αναπνευστήρα.
Και μιας και μιλάμε για πείραμα, ας μου επιτρέψουν τα νέα
αυτά παιδιά να πω ότι η τεχνική του Μάικλ Τσέχοφ που την αναφέρουν με αρκετή
«υπερηφάνεια» ότι λειτούργησε ως πλοηγός τους, είναι πια μια κατεστημένη
τεχνική, τη διάδοση της οποίας έχουν αναλάβει δεκάδες ανά τον κόσμο σχολές και
ακαδημίες (παραπέμπω στο ειδικό αφιέρωμα «Michael Chekhov», που φιλοξένησα στο περιοδικό της Διεθνούς Ένωσης
Κριτικών Θεάτρου Critical Stages, όπου συμβαίνει να είμαι ο υπεύθυνος, με πολλά τρέιλερς –LINK: www.critical-stages.org).
Ερμηνείες
Όσο για τους ηθοποιούς και στελέχη της ομάδας (τους
αναφέρω ονομαστικά: Ελένη Βουγιατζή, Βασιλική Ζώκου, Κωνσταντίνος
Πετρίδης, Ευτέρπη Μανιάτη, Παναγιώτης Μητσόπουλος), ένα πράγμα δεν μπορεί κανείς να τους προσάψει: αδιαφορία. Μπορεί
να ήταν αρκετά άνισοι ως προς τα υποκριτικά, κινησιολογικά και φωνητικά τους
εργαλεία (έχουν ανηφόρα μπροστά τους), όμως ήταν όλοι δοσμένοι σε αυτό που
κλήθηκαν να κάνουν, ο καθένας εννοείται με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες
του. Ο σκηνοθέτης τους έδωσε χώρο και χρόνο να αυτοσχεδιάσουν, να βρουν το
σκηνικό τους gestus και να
περιπλανηθούν πλανώμενοι στα βουκολικά λιβάδια και βοσκοτόπια του Κορομηλά. Και
αυτό έκαναν. Και έδειξαν ότι το χάρηκαν.
Συμπέρασμα: Από τη θέση του θεατή, μπορεί να μην έφυγα με κάτι
καινούργιο ή φρέσκο ή συναρπαστικό στις αποσκευές μου, έφυγα όμως με μια θετική
διάθεση απέναντι στην προσπάθεια της νέας αυτής ομάδας, με την ευχή βέβαια ότι
θα συνεχίσει να υπάρχει και να ωριμάζει ως ομάδα και του χρόνου. Γιατί στη
Θεσσαλονίκη οι περισσότερες νέες ομάδες είναι δυστυχώς μιας χρήσης, χωρίς
συνέχεια.
Σημ. Greekplay Project, 6/02/2018
Σημ. Greekplay Project, 6/02/2018