Είδα στο
Αριστοτέλειο την πολυσυζητημένη και προβεβλημένη (απόλυτα αναμενόμενα και τα
δύο) δουλειά του Λάκη Λαζόπουλου με τον τίτλο, Απελπισίτο. Μια επιθεώρηση η οποία έχει να κάνει με τη φτώχεια, τα
ζόρια που τραβάει ο Νεοέλληνας να επιβιώσει, γι’ αυτό και σκέφτηκα ν’ αρχίσω το
σχόλιό μου κάπως ανορθόδοξα, από το ταμείο πριν μπω στην αίθουσα. Έχουμε και
λέμε:
Εν αρχή το ταμείο
Τιμή εισιτηρίου: πλατεία
20 ευρώ, Εξώστης 18 ευρώ, Φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων 14 ευρώ (εισιτήρια άνω των 65 και ανέργων,
ισχύουν για Τετάρτη & Πέμπτη). Εν μέσω λοιπόν, βαθιάς κρίσης, ορίστε και ένα
έργο που μιλά για την αδυναμία του Νεοέλληνα να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ, τη ΔΕΗ, το
φαγητό των παιδιών του, σε «προσιτές» τιμές….
Ας δούμε και τη
συνολική εικόνα. Η αίθουσα χωράει, σύμφωνα
με τις πληροφορίες που πήρα από το διαδίκτυο, 647 στην πλατεία και 60 στο θεωρείο και 65 στον
εξώστη. Ας πούμε καμιά 750 χονδρικά. Όλα
αυτά επί 21 παραστάσεις. Πάρτε κομπιουτεράκι και κάντε σούμα. Τζάμπα πράμα.
Θα μου πείτε, τι
ψάχνω τώρα; Άλλο το ‘να άλλο τ’ άλλο. Άλλο τέχνη κι άλλο ταμείο. Όχι. Όλα είναι
αλληλένδετα. Συγκοινωνούντα δοχεία. Με τον τρόπο τους και τις διαφοροποιήσεις τους,
βεβαίως. Στο εμπορικό Μπρόντγουεϊ, για παράδειγμα, πληρώνεις 200 τόσα δολάρια
να δεις ένα μουσικοχορευτικό υπερθέαμα και ξέρεις τι θα δεις. Οι σχέσεις
ταμείου/ρεπερτορίου/ιδεολογίας και πελατείας είναι ξεκάθαρες. Το καταλαβαίνεις
με το που πατήσεις το πόδι σου στην αίθουσα. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που
ντύνεται ο κόσμος, από τις ηλικίες κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και στο Γουέστ Εντ και
σε όλες σχεδόν τις θεατρικές πιάτσες, μικρές και μεγάλες. Υπάρχει μια λογική (και
μια ιδεολογία) ανάμεσα στην τιμή, το προσφερόμενο θέαμα και τον δυνάμει θεατή.
Το πλήθος στην αίθουσα
Στο Αριστοτέλειο
τώρα. Τι γίνεται; Μπαίνοντας περιμένω να δω αυτήν ακριβώς τη λογική συνέχεια
στις σχέσεις ταμείου/θεάματος/θέματος/θεατή. Κρίκοι μιας ενιαίας εμπειρίας.
Πρώτη εντύπωση: Αίθουσα
κατάμεστη. Πλήθος καλοντυμένο, χαρούμενο. Για όλους αυτούς είναι μια βραδινή
έξοδος. Οργανωμένη. Περιμένουν ότι θα περάσουν καλά. Λαζόπουλος, γαρ. Μάστορας
στην επικοινωνία.
Δεύτερη εντύπωση: Δυσεύρετοι
οι νέοι, οι πιο «απελπισμένοι» δηλαδή, και άρα οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενοι,
αφού είναι το θέμα της επιθεώρησης. Ξενίζει ή μάλλον προβληματίζει η απουσία
τους. Περισσεύουν, όμως, οι σαράντα φεύγα, το πλήθος που είπαμε. Και σκέφτομαι:
αυτοί είναι εδώ γιατί μπορούν να πληρώσουν ή γιατί είναι κάργα
«λαζοπουλικοί», κάτι σαν γκρούπι από τα παλιά,
έτοιμοι να κάνουν και το σκατό τους παξιμάδι για να απολαύσουν το
ίνδαλμά τους; Δεν είμαι σίγουρος. Υποθέτω πως και τα δυο ισχύουν. Είναι το
γκρουπ που μπορεί να πληρώσει και οι φανατικοί που θα βρουν τρόπους να
πληρώσουν. Διαφορετικά δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ένα πραγματικά «απελπισμένο»
(με οικονομικούς όρους πάντα) ζευγάρι θα
έδινε σαράντα ευρώ για να ψυχαγωγηθεί
στο θέατρο.
Οι πρώτες εικόνες,
λοιπόν, με οδηγούν στη σκέψη ότι το Απελπισίτο
στην ουσία δεν απευθύνεται ή μάλλον καλύτερα δεν είναι προσβάσιμο στους πραγματικά
«απελπισμένους», αλλά σε μια πελατεία η οποία είναι σε θέση να πληρώσει ώστε να
«ψυχαγωγηθεί» παρακολουθώντας από απόσταση την απελπισία των άλλων.
Σύνηθες φαινόμενο. Και παγκόσμιο. Κατάλοιπα της μοντέρνας
τραγωδίας. Η δυστυχία ως εμπόρευμα. Όταν δεν συμβαίνει σε μας την πληρώνουμε
όσο όσο ή την εκμεταλλευόμαστε όπως όπως, αρκεί να περνάμε καλά ή να τα
κονομάμε καλά. Είναι σαν εκείνα τα
τουριστικά γραφεία που ειδικεύονται στις εκδρομές στις φαβέλες του Ρίο, όπου ο
κάθε περίεργος τουρίστας έχει τη δυνατότητα, πληρώνοντας αδρά, να δει από κοντά την (επιτελεστική) απελπισία
των άλλων όντας ασφαλής ο ίδιος, δηλαδή όντας
στον ρόλο του περαστικού «ματάκια» της τραγωδίας των άλλων.
Εκείνο που μένει να διαπιστώσω από δω και πέρα είναι κατά πόσο το ίδιο το θέαμα πράγματι αξίζει τα
λεφτά του, οπότε όλα χαλάλι του. Η σκηνοθεσία του Λαζόπουλου μου δίνει 120 λεπτά ν’ αποφασίσω. Και ένα δεκάλεπτο
διάλειμμα στο μεσοδιάστημα για να πάρω σημειώσεις. Και ιδού το συμπέρασμα, μετά
από κάποιες ώρες γραφής, διόρθωσης, ξανά γραφής και ξανά διόρθωσης.
Επί τον
τύπον των ήλων
Ο Λαζόπουλος, ένας αποδεδειγμένα ευφυής άνθρωπος, κάποτε έγραψε
και ζωντάνεψε κείμενα που πραγματικά έκαναν τη διαφορά στον χώρο της
επιθεώρησης. Κείμενα λαμπερά, καίρια, φρέσκα, «ευχάριστα αναιδή». Κείμενα
κομμένα και ραμμένα γι’ αυτόν. Μόνο γι’ αυτόν. Κείμενα που τον ανέδειξαν σε
μοναδικότητα. Κάποτε. Όχι πια. Τουλάχιστο όχι πια εδώ και κάποια χρόνια. Με πιο
πρόσφατο πτωτικό δείγμα «αυτό-διαγραφής», αυτό που είδαμε στο Αριστοτέλειο.
Στο «Απελπισίτο»
δεν ήταν ένας Λαζόπουλος από τα παλιά, αλλά ένας Λαζόπουλος που «πάλιωσε»» πολύ.
Πάλιωσε το χιούμορ του, πάλιωσαν τα ταγέρ των γυναικών που θυμάται, πάλιωσαν οι αναφορές του σε συγγενικά πρόσωπα, οι μνήμες
του. Πάλιωσε η σάτιρά του. Δεν έχει τη φρεσκάδα και το μπρίο που τη χαρακτήριζε.
Δεν είναι πια σπινθηροβόλα. Είναι χλωμή και γεμάτη ρυτίδες. Μυρίζει ναφθαλίνη. Δεν
έχει την αίσθηση των αλλαγών.
Είχα όλη την καλή
διάθεση να τον παρακολουθήσω να συνθέτει το ιστορικό γαϊτανάκι της κρίσης
αρχίζοντας από κάπου, αφού όλα από κάπου αρχίζουν. Δεν υπάρχει παρθενογέννηση
στα πράγματα. Κάτι έχει προηγηθεί. Οπότε, ναι, απόλυτα κατανοητή η επιθυμία του
να μας δείξει την πορεία που μας οδήγησε στη φτώχεια και όχι απλά το
αποτέλεσμα. Κάτι σαν Μπρεχτ, ας πούμε. Όμως, πόσες φορές αλήθεια να ακούσουμε
για την ηλικία του συγχωρεμένου Μητσοτάκη; Πόσες φορές να ακούσουμε για τον
Γιωργάκη ή τα γουρλωμένα μάτια του υιού Μητσοτάκη; Έλεος.
Ο Λαζόπουλος είναι
άνθρωπος ευφυής και γνωρίζει καλύτερα από μας ότι η σατιρική επιθεώρηση δεν
παρελθοντολογεί. Το θέμα της είναι το καυτό εδώ και τώρα. Και εκεί φάνηκε η
αμηχανία του: να διαχειριστεί με εύστοχο τρόπο το «τώρα» της κρίσης. Αντ’ αυτού
μίλησε φλου και αόριστα για την απελπισία των ανθρώπων, αλλά ήταν σαφές ότι
απουσίαζε από τα λογύδρια που έγραψε και σκηνοθέτησε ο βαθύς πολιτικός λόγος
που γενικά τον χαρακτηρίζει. Εκείνος ο λόγος που τον καθιέρωσε ως κορυφαίο του
χώρου. Έδειχνε κουμπωμένος, αβέβαιος, ανασφαλής μέσα στο παλιό του κουστούμι,
τις παλιές του συνήθειες, τις παλιές του κινήσεις και εκφράσεις.
Εξαιρώ το εξαιρετικής ευφυίας κείμενο για το
νερό και τις φοβίες που δημιουργεί, το οποίο έδωσε την ευκαιρία στη Σοφία
Φιλιππίδου να μας δείξει, για άλλη μια φορά, πόσο σπουδαία θεατρίνα είναι. Ναι,
σε αυτό το κείμενο ο Λαζόπουλος-συγγραφέας κυριολεκτικά λάμπει. Λαζόπουλος από
τα παλιά.
Χορός για κλάματα
Αυτό το θαμπό θέαμα
το έκανε ακόμη πιο θαμπό (για να μην πω θλιβερό) ο τρόπος διαχείρισης της ομάδας
των δέκα νέων παιδιών που μπήκαν για να
λειτουργήσουν σαν γέφυρες ανάμεσα στα νούμερα. Εντάξει, αντιλαμβάνομαι την
ανάγκη των δύο πρωταγωνιστών να ξεκουράζονται. Όμως, ας βοηθούσε η σκηνοθεσία
ώστε να γίνει αυτό μ’ έναν τρόπο πιο διακριτικό.
Γιατί άφησε ακάλυπτα αυτά τα νέα παιδιά; Να κάνουν τι με αυτές τις ξενέρωτες ατάκες που τους φόρτωσε, ατάκες που
τάχαμου έλεγαν «απελπισμένες» αλήθειες ενώ δεν έλεγαν απολύτως τίποτε. Προς τι
αυτή η άθλια χορογράφηση, αυτό το άσκοπο σκηνικό μπούγιο;
Χωρίς να ξέρω κανένα από αυτά τα παιδιά, τα
είχα έγνοια κάθε φορά που έβγαιναν στη σκηνή, γιατί αισθανόμουν ότι κάθε
εμφάνισή τους ήταν και μια αρνητική έκθεση, μια άκομψη περαντζάδα. Δεν ξέρω τι
ταλέντο έχουν. Από ό,τι μας λέει το πρόγραμμα, μπήκαν μετά από ακρόαση, άρα να
υποθέσω ότι έχουν σχέση με το θέατρο, κάτι που βεβαίως δεν τους δόθηκε η
ευκαιρία να δείξουν. Η σκηνοθεσία επέλεξε να τα χρησιμοποιήσει άλλοτε σαν
γλάστρες κι άλλοτε σαν περιφερόμενους όγκους κρέατος. Και αυτό ήταν λυπηρό και
σαν ιδέα και σαν θέαμα, και εφόσον μιλάμε και για πολιτική επιθεώρηση που χτυπά
τα κακώς κείμενα, και σαν ιδεολογική τοποθέτηση. Δεν μπορείς να μιλάς για
αξίες, ευαισθησίες, κλπ και την ίδια στιγμή να απαξιώνεις έτσι μια νέα γενιά,
τους ίδιους τους συνεργάτες σου.
Όρια σάτιρας
Και μιας και μιλάμε
για ευαισθησίες, να πω και κάτι άλλο. Η
σάτιρα έχει όρια που αφορούν την ηθική τάξη, το μέτρο, τον Άνθρωπο. Και το λέω
αυτό γιατί καθώς προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη θυμήθηκα εκείνο το
άθλιο σχόλιό του για την αναπηρία του Σόιμπλε και αμέσως μετά το συνέδεσα με το νούμερο που έδωσε στη Φιλιππίδου και
αφορούσε το σωματικό ύψος των παιδιών. Το πιο θλιβερό όμως από όλα ήταν εκείνο
το πλήθος στην πλατεία που χαχάνιζε. Αλήθεια, γιατί; Αύριο θα έχουν σειρά οι
χοντροί, μεθαύριο οι λιγνοί. Και το πλήθος θα συνεχίσει να χαχανίζει και να
επικροτεί έτσι την αμετροέπεια.
Εάν αυτό, συν όλα
τ’ άλλα, μας δίνουν «την πιο μοντέρνα
επιθεώρηση που γράφτηκε ποτέ», τότε αυτό το είδος έχει τελειώσει για τα καλά
και δεν το καταλάβαμε. Αντιλαμβάνομαι ότι έφτασε ο καιρός να πάει η επιθεώρηση
και πέρα από το φανταχτερό, το γκλίτερ, το πολυπρόσωπο και το ακριβό. Όμως,
αυτό δεν σημαίνει και φτηνή αισθητική (το απερίγραπτο σκηνικό της Αθανασίας
Σμαραγδή) και ακόμη πιο φτηνή πολιτική σκέψη. Καμιά σχέση δεν έχει το Απελπισίτο με το ’Ηταν ένα μικρό καράβι, τότε που μπορεί να μην υπήρχε ακόμη ο
πολιτικά ορθός λόγος, υπήρχε όμως μια κάποια ευαισθησία και βαθύς ανθρωπισμός
Ο Λαζόπουλος του σήμερα
δεν θυμίζει τον Λαζόπουλο του χτες. Ζει στον δικό του κόσμο, από όπου παρακολουθεί
τον υπόλοιπο κόσμο να περνάει και τους κυβερνώντες ν’ αλλάζουν στις καρέκλες και
φωνάζει χορεύοντας «απελπισίτο». Απλά δεν πείθει ότι το εννοεί ή ποιους εννοεί.
Συμπέρασμα: Ξαναζεσταμένο φαγητό. Άνοστο. Πουθενά σκηνοθεσία. Πουθενά λόγος ουσίας. Εικόνες
και στόρι ασπόνδυλα. Όλα στον αέρα και… στα πανιά τους και γιούργια για τη
δύσμοιρη επαρχία. ..που όλα τα υποδέχεται και όλα τα αλέθει.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση Parallaxi 9/01/2018. http://parallaximag.gr/agenda/theatro/tameio-dia-tis-apelpisias