Τα ευρωπαϊκά έθνη στέκονται, αυτή τη
στιγμή, στο κατώφλι μιας δεύτερης μοντερνικότητας, πολύ διαφορετικής όμως από
το έθνος-κράτος που αναπτύχθηκε στην καρδιά της (μοντέρνας) Βιομηχανικής Επανάστασης και
επιβίωσε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Οι πιο
ένθερμοι θιασώτες των εξελίξεων μιλούν με ενθουσιασμό για έναν επερχόμενο
κοσμοπολιτισμό, τη θεωρία εκείνη που θέλει τα άτομα να μην δεσμεύονται πια από
τόπους και παραδόσεις, άτομα που ακολουθούν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους κι
όχι κάποια παραδοσιακή αρχή, που βασίζεται στην ιδέα του ανήκειν. Κάποιοι άλλοι
μιλούν για άμεση απειλή των «λαών» από τα ανώνυμα, ανένταχτα και ατάκτως περιφερόμενα πλήθη.
Το θέατρο ακολουθεί
Όπως και να
το δει κανείς, πολλά πράγματα αλλάζουν
και μάλιστα πολύ γρήγορα και, το κυριότερο, ερήμην των ίδιων των κρατών. Το νέο
αφήγημα που τείνει να διαμορφωθεί δείχνει ότι δεν θα είναι πλέον εθνικό αλλά πλανητικό, με ό,τι κινδύνους και
υποσχέσεις αυτό εγκυμονεί. Ένα αφήγημα για τον κοσμοποπολίτη και λιγότερο για
τον πολίτη. Ένα αφήγημα για τον χώρο και λιγότερο για τον τόπο.
Η ρήση του Αριστοτέλη που λέει ότι το θέατρο είναι πολιτικό γιατί ανήκει στην πόλη δοκιμάζεται. Ενώ για αιώνες το θέατρο ήταν, πέρα από καθρέφτης της πόλης, και η εμπροσθοφυλακή της, ο
μπροστάρης-ανιχνευτής πολύτιμων μετάλλων, τώρα τρέχει ασθμαίνοντας, και ενίοτε
σαστισμένο, να προλάβει μια πολυποίκιλτη και απροσδιόριστη πραγματικότητα που διαρκώς του
διαφεύγει, μια πραγματικότητα την οποία δεν καταλαβαίνει γιατί απλούστατα
βρίσκεται πέρα από τις ευανάγνωστες τακτοποιήσεις της μοντερνικότητάς του, πέρα
από τις βεβαιότητες και τις ιεραρχήσεις του. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει.
Υποχρεωτική
αλλαγή
Είναι προφανές πως οι πρωτοφανείς εξελίξεις που βιώνουν ολοι οι λαοί τα τελευταία χρόνια, οικονομικές και
πληθυσμιακές, αργά ή γρήγορα, θα αναγκάσουν και το θέατρο να ανασυνταχτεί κάπου
αλλού, πέρα από τις πεπατημένες ατραπούς του, πέρα από τους γνώριμους (προ)ορισμούς
του.
Ήδη οι τάσεις που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια (βλ. θέατρο
αυτολεξεί, θέατρο της επινόησης, θέατρο ντοκουμέντο, θέατρο διάλεξη,
συμμετοχικό θέατρο κ.λπ.) δείχνουν ακριβώς αυτό: την επιθυμία του θεάτρου να
πάει πέρα από τον χώρο της «τακτοποιημένης» μίμησης σε πιο ριψοκίνδυνα τοπία (ή ακόμη, αν προτιμάτε, ριψοκίνδυνες ουτοπίες),
ώστε να παράξει νέες ιστορίες (ή μήπως μυθιστορίες και πάλι;), νέες ιδέες και νέα κριτήρια αρκετά ανοικτά ώστε να
συμπεριλαμβάνουν και το «απειλητικό» καινούργιο και το ακόμη απροσδιόριστο και εξίσου "απειλητικό" παγκόσμιο.
Αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, δημιουργική
επανενεργοποίηση ευαίσθητων εθνικών αρχείων, ήτοι επαναπροσδιορισμό της έννοιας των
πάσης φύσεως "μεθορίων", με τερματικό την παραγωγή αφηγημάτων και σκέψεων που θα κομίζουν νέες
(προ)οπτικές αρκετά τολμηρές ώστε να φιλοξενούν μνήμες που
ενώνουν παρά μνήμες που διχάζουν, δηλαδή, (προ)οπτικές μέσω των οποίων θα αναγνωρίζεται η ποικιλότητα των κληρονομιών, ώστε να καταστεί δυνατή η επιστροφή της
ιστορίας στο σανίδι όχι ως επανάληψη αλλά ως επανεκκίνηση. Έργο πάρα πολύ δύσκολο, καθώς σείει θεμέλια.
Θέατρο
διαμεσολαβητής
Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις όποιες αυτονόητες δυσκολίες, το θέατρο, όντας αντιμέτωπο με ένα κόσμο πολλαπλότητας, θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να κινηθεί σαν διαμεσολαβητής, συνδετικός
κρίκος ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες μνήμης (mnemonic communities), δημιουργός
μιας διευρυμένης αίσθησης γεωπολιτικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής πραγματικότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το νέο θέατρο, σε οποιαδήποτε μορφή του, μπορεί να αλλάξει τον
κόσμο ή να αναχαιτίσει την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ή να ακυρώσει εντελώς την
τοπικότητά του, αλλά τουλάχιστον μπορεί, στο βαθμό που του αναλογεί, να
βοηθήσει στη διαπλάτυνση των αισθητικών και ιδεολογικών ορίων και αντοχών των
ανθρώπων. Μπορεί να τους κάνει να νιώσουν πιο άνετα ζώντας σε έναν πολύχρωμο
κόσμο, μέσα από τη σφυρηλάτηση των συνδέσμων τους με την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Μπορεί να τους δείξει ότι κανένας τόπος δεν είναι, με απόλυτους όρους, ο
«σωστός» τόπος.
Μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να δει τη ζωή των «άλλων»
καλύτερα μέσα από την ανάπτυξη ή ανακάλυψη ενός ζωτικού χώρου ανάμεσα στη δική
του Ανθρωπότητα και των άλλων, δηλαδή
μέσα από ζώνες επαφής όπου θα προβάλλονται, χωρίς να αλληλο-ακυρώνονται, και η
διαφορά και η ομοιότητα.
Υπερτιτλισμένες
μνήμες
Για πολλά χρόνια οι διακινητές του
θεάτρου, κυρίως στo φεστιβαλικό κύκλωμα, δεν έκρυβαν την προτίμησή
τους για παραστάσεις όπου κυρίαρχο επικοινωνιακό στοιχείο ήταν η εικόνα. Απόλυτα κατανοητό. Η εικόνα ήταν, και είναι, σαφώς πιο εύκολα διαχειρίσιμη και
«ταξιδιάρικη» (μια εικόνα χίλιες λέξεις, κατά το γνωστό σλόγκαν). Τώρα τελευταία, ωστόσο, βλέπουμε μια στροφή και προς την
«αντιεμπορική» λέξη και στις μνήμες που κουβαλά.
Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι
φεστιβαλικοί παράγοντες δείχνουν να μην τη "φοβούνται" πια τόσο πολύ. Δεν την αντιμετωπίζουν σαν εμπόδιο στην επικοινωνία ή σαν
"μπελά". Βλέπουν ότι μια παράσταση μπορεί να διασχίσει σύνορα και με τη λέξη και το όποιο
φορτίο της. Βλέπουν ότι η εισβολή (διά της λέξης=αφήγησης) της μιας μνήμης στην
«άλλη» μπορεί να δημιουργήσει έναν καινούργιο χώρο για μια νέα μνήμη,
πυκνώνοντας έτσι τις φαντασιακές κοινότητες και τις σχέσεις τους με άλλες, με
τις οποίες υπάρχουν ήδη σύνδεσμοι πολιτικοί και οικονομικοί.
Ευμετάβλητοι
(θεατρικοί) τόποι
Ο 21ος αι., ήδη από τα
πρώτα βήματά του, δείχνει προς μια νέα κατεύθυνση που λέει ότι κανένας τόπος
δεν είναι αμετάλλακτος, γιατί αμετάλλακτος σημαίνει έξω από τον χρόνο. Μόνο η
αλλαγή δεν αλλάζει. Και η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το νέο θέατρο σε
αυτήν την εποχή του τεχνοπολιτισμού, των συνδέσμων και της πολλαπλότητας των
γεωγραφιών και των αφηγήσεων, είναι να ισορροπήσει το συγκεκριμένο των τόπων,
των χαρακτήρων, των ιδεολογιών με τις μακρο-εξαρτήσεις, χωρίς να κάνει
εκπτώσεις, γιατί πολύ εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε υπεραπλουστεύσεις,
γενικεύσεις, επιφανειακές εκτιμήσεις και α-νόητους εντυπωσιασμούς. Το νέο
θέατρο της Νέας Ευρώπης (και όχι μόνο) καλείται
να σκεφτεί παγκόσμια και να δράσει τοπικά.
Και αυτό απαιτεί δρομολόγια χωρίς προκαταλήψεις,
βεβιασμένες και άδικες τοποθετήσεις. Απαιτεί επιλογές, ένθεν κακείθεν, που θα
ενισχύουν την παραγωγή νέας γνώσης περί ομοιότητας και ξενότητας, ώστε οι
άνθρωποι να ξεπεράσουν τις ιστορικές, πολιτιστικές και πολιτικές τους
δεσμεύσεις καθώς και τις ιεραρχίες, τους εθνικισμούς και τους θρησκευτικούς
φανατισμούς.
Άλλως ειπείν, ο πολυπολιτισμικός, ο πολυεθνικός 21ος
αιώνας δείχνει πως έχει ανάγκη από ένα θέατρο που θα διευρύνει τα όρια των
φαντασιακών κοινοτήτων προς ποικίλες κατευθύνσεις, και θα δημιουργεί μορφές
μιας δυνάμει αλληλεγγύης που θα ξεπερνά τα όρια του έθνους -- ως πολιτικού και
οικονομικού σχηματισμού.
Νέοι ιστορικοί
Η εποχή που βιώνουμε δείχνει ότι χρειαζόμαστε ιστορικούς
του θεάτρου που είναι έτοιμοι να δοκιμαστούν με μια διευρυμένη εκδοχή των
συνόρων, των τόπων και των χώρων της θεατρικής
ιστορίας.
Μέχρι τώρα αυτό που παίρναμε από τις ιστορίες που
κυκλοφορούσαν ήταν κάποια highlights επιλεγμένου
υλικού από διάφορες χώρες. Ο κόσμος έχει
αλλάξει και πλέον έχουμε ανάγκη από ιστορίες που να εστιάζουν σε σχέσεις, όπως
αυτές βγαίνουν μέσα από τις διαφορές, παρά ιστορίες που δημιουργούν μια
θεατρική αφήγηση ενιαία, μια αφήγηση που διαγράφει τις διαφορές για το χατίρι
της ομοιογένειας.
Με δυο λόγια, το θέατρο χρειάζεται ιστορικούς που θα
εκκινούν τις αφηγήσεις τους από μια ανοικτή
θεώρηση των πραγμάτων που θα βελτιώνει την κατανόηση που έχουμε για την
ανθρώπινη έκφραση και συμπεριφορά.
Οψόμεθα
Βέβαια
είναι ενωρίς για συμπεράσματα. Όλα αυτά είναι πιο πολύ υποθέσεις βασισμένες σε
σκόρπιες, ωστόσο βάσιμες, ενδείξεις. Παραμένει να δούμε κατά πόσο το νέο θέατρο
που δείχνει να έχει ανάγκη η νέα εποχή
μπορεί να διαχειριστεί την ποικιλότητα, όταν αυτή έρχεται σε
αντιπαράθεση με ήθη, έθιμα, αξίες, σύμβολα, ιερά και όσια. Δηλαδή, όταν ο τόπος εναντιώνεται στον χώρο.
Κατά
πόσο μπορεί να διαχειριστεί μια κοινή ιστορία και ένα κοινό μέλλον από μια άλλη
οπτική, πιο παγκόσμια (ή πανευρωπαϊκή).
Κατά
πόσο μπορεί να διαχειριστεί το «τι» και το «εμείς» της κοινωνικής ταυτότητας και
ιθαγένειας σε σχέση με ζώνες μείξης που έρχονται σε σύγκρουση με τις εθνικές
και/ή εθνικιστικές πολιτιστικές φόρμες.
Κατά
πόσο μπορεί να επιβιώσει ως είδος όντας σε μια συνεχή, σχεδόν εξοντωτική
(επανα)διαπραγμάτευση θέσεων και αρχών, χωρίς τη
βεβαιότητα ότι ζει (μέσα) (σ)την ιστορία του.
Κατά πόσο μπορεί να πει, κι εμείς μαζί του, οι απλοί άνθρωποι, ό,τι και ο
Γκογκό του Σάμιουελ Μπέκετ: «δεν είμαστε ιστορικοί», κάτι που αυτόματα μας απελευθερώνει
(και το θέατρό μας επίσης) από την υποχρέωση να ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα
εξηγούνται σύμφωνα με τις παγιωμένες σχέσεις παρελθόντος και παρόντος;
Συμπέρασμα: Μιλώ για ένα
θέατρο τοπικό (local) και χωρικό (global), ταυτόχρονα. Θέατρο του πολίτη και του κοσμοπολίτη. Δηλαδή, θέατρο glo-c-al