Καταλαβαίνω όλους εκείνους που ισχυρίζονται (παραγωγοί και καλλιτέχνες κυρίως) ότι ο καλύτερος κριτής ενός θεάματος είναι το χειροκρότημα του απλού θεατή και όχι ο κριτικός. Από την άλλη, όμως, σκέφτομαι: εάν όντως ισχύει αυτό, τότε γιατί την ιστορία του θεάτρου την γράφουν εκείνοι που εισπράττουν ποσοτικά το ισχνότερο χειροκρότημα (όπως ένας Μπέκετ, επί παραδείγματι, ή ένας Πίντερ, που σαφώς υστερούν σε επίπεδο λαϊκής υποδοχής απέναντι σε έναν Σεφερλή ή Λαζόπουλο).
Τελικά, εάν το μαζικό γούστο του λαού που εκφράζεται μέσα από ένα εντυπωσιακό χειροκρότημα ή μια θορυβώδη αποδοκιμασία δεν καταλήγει στις κεντρικές σελίδες της θεατρικής ιστορίας, πού καταλήγει; Μήπως στις υποσημειώσεις; Κι αν όντως αυτό συμβαίνει, να συμπεράνουμε ότι η θεατρική ιστορία δεν θέλει χειροκροτητές; Οπότε, τι να θέλει άραγε;
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να συζητήσω τα ζητήματα που βάζουν στο τραπέζι τα ερωτήματα αυτά. Απλά τα σημειώνω για να υπογραμμίσω ότι λέξεις όπως χειροκροτώ, αποδοκιμάζω κ.λπ έχουν ειδικό βάρος στην ιστορία του θεάτρου και αξίζουν ειδικής μελέτης. Για να πάρουμε μια γεύση ας δούμε παρακάτω επί τροχάδην κάποια επιλεκτικά highlights.
All-time classic: «χειροκροτώ»
Τι λέει εν πρώτοις το λεξικό στο λήμμα «Χειροκρότημα»; Λέει ότι είναι Ουσιαστικό. Ουδέτερο. Είναι το χτύπημα των παλαμών των χεριών μεταξύ τους και ο θόρυβος που προκαλείται με σκοπό να εκφραστεί αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή για κάτι ή ειρωνική αποδοκιμασία ή και ανακούφιση ή και καθήκον.
Για παράδειγμα, έχουμε βαρεθεί σε μια παράσταση και περιμένουμε πώς και πώς να τελειώσει. Το χειροκρότημά μας στο τέλος είναι έκφραση ανακούφισης. Όπως είναι όταν προσγειώνεται ένα αεροπλάνο μετά από μια πολύ δύσκολη πτήση. Σε μια δικτατορία, όλοι οι παρατρεχάμενοι αλλά και ο κόσμος χειροκροτούν (καθήκον και φόβος μαζί —δείτε τι γίνεται σήμερα στη Β. Κορέα με τις μαζικές συνάξεις του Κιμ Υιονγκ Ουν). Κάποιοι που ζουν στα δάση χτυπούν παλαμάκια για να τραβήξουν ενδεχομένως την προσοχή των ζώων ή για να τα τρέψουν σε φυγή κοκ.
Το χειροκρότημα είναι ο λόγος του σώματος, όπως η Λέξη είναι ο λόγος της Γλώσσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ένα κανάλι διάχυσης σωματικής ενέργειας που δεν φιλτράρεται ούτε μέσω του Λόγου ούτε της λογικής. Καίγοντας ενέργεια το σώμα σταδιακά ηρεμεί. Αφουγκραστείτε πώς σε μία παράσταση το χειροκρότημα σταδιακά γίνεται όλο και πιο αδύνατο και τελικά σβήνει. Είναι μια ρυθμική έκφραση με κρεσέντι και ρυθμισμένες αποσυμπιέσεις.
Γενικά, δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε ο άνθρωπος άρχισε να χειροκροτεί με τρόπο οργανωμένο. Οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι λένε ότι το χειροκρότημα είναι έμφυτο γνώρισμα του ανθρώπου. Και φέρνουν ως παράδειγμα τα βρέφη, τα οποία πριν καν μιλήσουν, για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους για κάτι ή τη χαρά τους, χτυπούν τα χεράκια τους. Άλλοι (οι περισσότεροι) υποστηρίζουν ότι το χειροκρότημα είναι κάτι που μαθαίνει ο άνθρωπος. Είναι μια μορφή εκκοινωνισμού, ένταξης σε κανόνες και συμβάσεις. Με το χειροκρότημα ο άνθρωπος συντονίζεται με το πλήθος. Ανήκει σε ένα όλον.
Κλασικά χειροκροτήματα
Η Βίβλος πρώτη από όλους θα ενθαρρύνει τους ανθρώπους να χειροκροτούν συντονισμένα τον Θεό, τον μέγα σκηνοθέτη για το Δημιούργημά του (όλος ο κόσμος μια σκηνή, για να θυμηθούμε το κοσμοθέατρο του Σαίξπηρ). Εκεί έχουμε μια πρώτη μορφή «μαζικής μιντιακής» επικοινωνίας, με στόχο τη σύνδεση των ανθρώπων μεταξύ τους και όλων μαζί με τον Θεό-Αρχηγό.
Στην Αρχαία Ελλάδα ο Κλεισθένης θεωρούσε το χειροκρότημα καθήκον των πολιτών, ως τον πιο άμεσο τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων τους προς τους ηγέτες τους. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να το κάνουν ο καθένας ξεχωριστά, έκρινε ότι το μαζικό χειροκρότημα ήταν μια κάποια λύση.
Πριν από το τηλέφωνο, τα exit polls, και το ίντερνετ, και πολύ περισσότερο από τους αρχαίους Έλληνες, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θα αποδειχτούν οι πλέον φανατικοί θιασώτες του χειροκροτήματος. Σε μια κουλτούρα όπου το θέατρο ήταν πολιτική και το αντίθετο, ο ρόλος του ηγέτη ήταν ταυτόσημος με τον ρόλο ενός ηθοποιού. Όπως χαρακτηριστικά είπε πεθαίνοντας ο Αύγουστος Καίσαρας: «Εάν έπαιξα το ρόλο μου καλά τότε χτυπήστε τις παλάμες των χεριών σας και βγάλτε με από τη σκηνή με ένα χειροκρότημα».
Το χειροκρότημα το αντιμετώπιζαν σαν το απόλυτο γκάλοπ της δημοτικότητάς τους. Μετρούσαν διαθέσεις, τι εισέπρατταν οι ίδιοι και τι εισέπρατταν οι αντίπαλοι. Σε μια περίπτωση λέγεται ότι ένας ηθοποιός έγινε αποδέκτης ογκωδέστερου χειροκροτήματος από τον Καλιγούλα, ο οποίος, έξαλλος άρχισε να απειλεί τους πάντες ότι θα τους πάρει το κεφάλι. Είναι χαρακτηριστική και η περίπτωση του επίσης εκκεντρικού και προκλητικού αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου, ο οποίος φημολογείται ότι έβαζε τους δούλους του να κουβαλούν μεγάλο κοφίνι με δηλητηριώδη φίδια, τα οποία έριχναν στο πλήθος, ανάλογα με τις διαθέσεις που του προκαλούσαν οι αντιδράσεις του κόσμου αλλά και το ίδιο το θέαμα.
Για τους Ρωμαίους η αρένα ήταν ό,τι είναι σήμερα η τηλεόραση και το twitter. Εκεί είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με τις μάζες. Το χειροκρότημα δημιουργούσε στον κόσμο την ψευδαίσθηση της πολιτικής ελευθερίας, ένα μέσο και ένα μήνυμα ταυτόχρονα. Μέσω του χειροκροτήματος οι πολίτες απαντούσαν στους ηγέτες τους. Ήταν η δική τους περφόρμανς. Όταν ο κόσμος φώναζε «Χαίρε Καίσαρα» έχριζε κάποιον Καίσαρα, απέδιδε ρόλο. Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο το ότι βασική μέριμνα των ηγετών ήταν ο έλεγχος του χειροκροτήματος. Εξ ου και η παρουσία των laudiceni, οι πρώτοι αμειβόμενοι χειροκροτητές που έκτοτε θα γίνουν παράδοση στα θέατρα του κόσμου.
Ο Νέρωνας, για παράδειγμα, είχε 5000 στρατιώτες χειροκροτητές του, τους οποίους είχε χωρίσει σε ομάδες: τις “Μέλισσες” (που έκαναν ένα θορυβώδη βόμβο), τα “Κεραμίδια” (που χειροκροτούσαν με το κοίλο μέρος των χεριών) και τα “Τούβλα” (που χειροκροτούσαν με τεντωμένα τα χέρια). Οι ιππότες που τους καθοδηγούσαν πληρώνονταν προς 400 κομμάτια χρυσού την παράσταση, διαβάζω σ’ ένα σάιτ που υπογράφει η Αγγελική Ευσταθιάδου (21/06/2013).
(Για περισσότερα: https://fr.wikipedia.org/wiki/Claque_(th%C3%A9%C3%A2tre)
(Για περισσότερα: https://fr.wikipedia.org/wiki/Claque_(th%C3%A9%C3%A2tre)
Ο δε κωμωδιογράφος Πλαύτος, επειδή γνώριζε πολύ καλά την τάση των θεατών να αποδοκιμάζουν, ακόμη και να πετάνε αντικείμενα, μεριμνούσε ώστε στα έργα του να υπάρχει συγγραφική οδηγία που ζητούσε από τον πρωταγωνιστή/χαρακτήρα να αποχαιρετά τους θεατές προτρέποντάς τους να χειροκροτήσουν («valete etplaudit”).
Οι ντομάτες
Και στην εποχή του Σαίξπηρ και λίγο αργότερα (Παλινόρθωση) συνήθιζαν να χειροκροτούν θορυβωδώς αλλά και να πετάνε αντικείμενα, όχι όμως ντομάτες, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται. Το διαδίκτυο μας πληροφορεί ότι οι ντομάτες δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Ευρώπη πριν από το 17ο αιώνα, και τούτο γιατί κυριαρχούσε η άποψη ότι ήταν δηλητηριώδεις.Τα πορτοκάλια και τα αυγά ήταν τα πιο συνηθισμένα όπλα αποδοκιμασίας (διόλου τυχαία η παρουσία των μανάβηδων έξω από τα θέατρα), τα οποία εκσφενδόνιζαν όταν βαριόντουσαν, γι αυτό και ο Σαίξπηρ, πονηρός γαρ, εμβολίαζε τις πιο δύσκολες σκηνές του είτε με κωμικά ιντερμέδια είτε με έντονη βία ώστε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, εξασφαλίζοντας κυρίως την ησυχία των πιο ζωηρών θεατών που βρίσκονταν στο βάθος, στις πιο φτηνές θέσεις. Ο δε Γάλλος ποιητής Ζαν Ντορά αγόραζε πολλά από τα εισιτήρια των παραστάσεων του και τα έδινε σε γνωστούς, με την υποχρέωση να χειροκροτήσουν στο τέλος.
Οι ντομάτες θα γίνουν το όπλο κυρίως των Αμερικανών θεατών τον 19ο αιώνα, το πιο θορυβώδες και επικίνδυνο πλήθος παγκοσμίως. Λέγεται ότι όταν ήθελαν να αποδοκιμάσουν είτε έβγαζαν τα πιστόλια και πυροβολούσαν για εκφοβισμό (έχουν αναφερθεί και θανάσιμοι τραυματισμοί) είτε έσπαγαν τα καθίσματα και τα εκσφενδόνιζαν στη σκηνή.
Οι πιο άγριες εικόνες εξελίσσονταν στα θεάματα που συγκέντρωναν τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα, όπως το βώντβιλ, όπου ήταν σύνηθες να πετάνε διαρκώς στους ηθοποιούς και ξηρούς καρπούς, εξ ου και η φράση που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα, «η γαλαρία με το ξηροκάρπι». Μάλιστα, οι ηθοποιοί πολλές φορές αναγκάζονταν να επαναλαμβάνουν μια ατάκα ή ένα τραγούδι ή ένα επεισόδιο όσες φορές το απαιτούσε το κοινό ώστε να μην υποστούν τη βάσανο της ντομάτας, συνήθως σάπιας και του κλούβιου αβγού ή των ξηρών καρπών.
Επάγγελμα: γιουχαϊστής
Το ερώτημα είναι γιατί ο κόσμος είχε (και ακόμη έχει) την τάση να καταστρέφει με τις αποδοκιμασίες του ένα θέαμα για το οποίο έχει πληρώσει; Η απάντηση είναι απλή: γιατί δεν αντιδρά με νοοτροπία ατόμου αλλά μάζας. Δεν θέλει και πολύ. Πιο παλιά δυο- τρία αβγά αρκούσαν για να γίνει πανδαιμόνιο. Σήμερα μερικές φωνές μπορούν να μετατρέψουν την Επίδαυρο σε μπάχαλο.
Τον 19ο αιώνα, με την άγρια αστικοποίηση και την αναπόφευκτη εμπορευματοποίηση του θεάτρου (με τα μεγάλα θεάματα όπως το μελόδραμα και το μίνστρελ), υπήρχαν άτομα τα οποία κέρδιζαν τα προς το ζην ως επαγγελματίες γιουχαϊστές (κλακαδόροι), δηλαδή πληρωνόντουσαν από τους ίδιους τους ηθοποιούς ώστε να μην γιουχάρουν στις παραστάσεις τους. Μάλιστα, στο Παρίσι υπήρχε ειδικό γραφείο που παρείχε τέτοιες υπηρεσίες. Όσο για τις τιμές, αυτές είχαν άμεση σχέση με το είδος του χειροκροτήματος: το ευγενικό ήταν το πιο φτηνό, λίγο πιο ακριβό ήταν το θορυβώδες και το διαρκείας κάτι παραπάνω. Το πιο ακριβό το χρέωναν όταν οι ηθοποιοί τούς ζητούσαν να καταστρέψουν, γιουχάροντας, την παράσταση αντιπάλου.
Επίσης, υπήρχαν, σύμφωνα με διαδικτυακή ιστοσελίδα, κι άλλες κατηγοριοποιήσεις, πέρα από αυτές που σημειώνουμε πιο πάνω, η κάθε μια με δικό της τιμολόγιο. Για παράδειγμα, ήταν η κατηγορία των rieurs, αυτοί που γελούσαν δυνατά με τα αστεία, των plereurs, που έχυναν μαύρο δάκρυ, των commissaires, που ήξεραν πολύ καλά το έργο και με το χειροκρότημά τους έστρεφαν την προσοχή του κόσμου σε ορισμένα σημεία, και των bisseurs, που προκαλούσαν το γνωστό μας μπιζάρισμα (ξανά και ξανά-encore).
Βέβαια, ας σημειωθεί εδώ πως αυτοί οι επαγγελματίες-ρυθμιστές της τάξης και της αταξίας, είχαν συνήθως μαζί τους (και όχι απέναντί τους) ένα κοινό έτοιμο για όλα, ένα κοινό για το οποίο τα ιπτάμενα αντικείμενα, οι διαμαρτυρίες, οι φωνές, οι διαπληκτισμοί, η αποχώρηση των ηθοποιών, ήταν και μέσα στο πακέτο της θεατρικής του διασκέδασης.
Παρακαλώ ησυχία: η είσοδος του μοντέρνου
Η εικόνα του ήσυχου κοινού είναι ένα από τα τελευταία συμπτώματα της εκβιομηχάνισης ή αν προτιμάτε του «εκ-μοντερνισμού», που θα φέρει και στο θέατρο τον ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία. Ο τέταρτος τοίχος επιβάλλει μιαν άλλη ψυχολογία θέασης, που ενισχύεται και από την είσοδο του ηλεκτρισμού, που δίνει τη δυνατότητα απομόνωσης της σκηνής από την πλατεία, αφήνοντας εκτός, και στο σκοτάδι, τους θεατές. Μαζί με αυτό αλλάζει ριζικά και το στυλ υπόκρισης.
Οι ηθοποιοί του ρεαλισμού προσποιούνται ότι δεν παίζουν πια για το κοινό, δεν αναγνωρίζουν την παρουσία του. Λες και ζουν σε έναν άλλο κόσμο, αποκομμένο από το ιστορικό «εδώ και τώρα». Και σε αυτό βοηθά και η νέα δομή του θεάτρου, με τη μετωπική διαρρύθμιση των καθισμάτων, που δεν επιτρέπει πλέον στους θεατές να βλέπουν τι κάνουν οι άλλοι θεατές όπως παλιά. Τώρα ο θεατής είναι μόνος στο πλήθος και κοιτά προς μια κατεύθυνση, μέσα από το άνοιγμα μιας μεγάλης «κλειδαρότρυπας».
Οι απλοί πάγκοι γίνονται καθίσματα τα οποία, όντας στο βάθος της αίθουσας, δεν προσφέρονται για εκτόξευση αντικειμένων. Τέρμα οι έντονες συζητήσεις και οι άτακτες εκρήξεις. Τέρμα το φαγοπότι. Όπως σε όλα τα άλλα κοινωνικά θέματα, έτσι και στο θέατρο όλα λειτουργούν πλέον με βάση ένα καλά σχεδιασμένο προγραμματισμό.
Περί υψηλού και λαϊκού
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο 19ος αιώνας είναι ο πρώτος αιώνας που κάνει καθαρούς διαχωρισμούς ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή τέχνη. Για παράδειγμα, με την εμφάνιση συμφωνικών ορχηστρών, ο χώρος συναυλίας μετατρέπεται σ’ ένα είδος πνευματικής, σχεδόν εκκλησιαστικής/θρησκευτικής εμπειρίας, ένα καταφύγιο της υψηλής τάξης που ήθελε να ξεφύγει από τις ψυχαγωγικές μεθόδους της λαϊκής κουλτούρας και των φτηνών θεαμάτων.
Ενώ στην αρχή ο κόσμος είχε την τάση να χειροκροτεί στο τέλος κάθε άριας, ο Βάγκνερ πρώτος θα επιχειρήσει να σταματήσει αυτή τη συνήθεια. Αναφερόμαστε στην παράσταση της ρομαντικής όπερας Παρσιφάλ (1882), όπου θα κάνει ο ίδιος έκκληση στο κοινό να μην χειροκροτήσει πριν τελειώσει η παράσταση.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πολύς Μέντελσον, ο οποίος ονειρευόταν κοντσέρτα για κωφάλαλους ώστε να μάθει ο κόσμος πώς να συμπεριφέρεται στην πλατεία. Αντίθετα, ο Ρούμπισταιν, υποστήριζε ότι είναι βάρβαρο να υποδεικνύεις στον κόσμο πότε να χειροκροτήσει και πότε όχι (δεκαετία του 1950). Το χειροκρότημα, έλεγε, πρέπει να είναι μια συναισθηματική αντίδραση κι όχι ρυθμιζόμενο κοινωνικό καθήκον.
Η ιστορία συνεχίζεται
Σε κάθε περίπτωση, το να γνωρίζει κάποιος πότε να σιωπά και πότε να χειροκροτεί ταυτίζεται σιγά-σιγά με την καλλιέργεια και το καλό γούστο. Με την είσοδο του 20ού αιώνα το χειροκρότημα γίνεται θεσμός, κάτι που κάποιος περιμένει, ένα είδος ανταμοιβής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα εκλείψουν οι θορυβώδεις θεατές. Κάθε άλλο. Απλά έχουν άλλους κώδικες.
Δείτε τι γίνεται στην Επίδαυρο, λόγου χάρη, σε παραστάσεις που ενοχλούν. Ή δείτε πώς αποχωρούν κατά τη διάρκεια της παράστασης ορισμένοι θεατές ώστε να δείξουν τη δυσφορία τους. Μα πιο πολύ, δείτε τις επιδράσεις της τεχνολογίας, του ίντερνετ και της κινητής τηλεφωνίας στη συμπεριφορά των σύγχρονων θεατών, οι οποίοι παρ’ όλες τις εκκλήσεις είτε αφήνουν ενεργοποιημένα τα κινητά τους είτε ασχολούνται διαρκώς μαζί τους είτε αφήνουν τη φωτεινή οθόνη να χαλάει την ατμόσφαιρα είτε μιλούν στο κινητό, στέλνουν μηνύματα, απαντούν σε μηνύματα κ.λπ.
Δηλαδή, αντί για πανέρια με λαχανικά και ξηρούς καρπούς, μεταφέρουν και στη θεατρική αίθουσα τις συνήθειες που έχουν αποκτήσει μπροστά στην τηλεόραση, ή μέσα από τη χρήση του κινητού ή του υπολογιστή τους.
Τι σημαίνει ένα χειροκρότημα;
To χειροκρότημα είναι μια κίνηση που εξομοιώνει τον κόσμο. Δεν γνωρίζεις την πηγή, κατά πόσο προέρχεται από γυναίκα ή άνδρα, από φτωχό ή πλούσιο, από γέροντα ή νέο, κάτι που συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται η φωνή, λχ., την οποία αναγνωρίζεις. Όπως λένε οι κοινωνιολόγοι, το χειροκρότημα είναι κατά κάποιον τρόπο η πιο δημοκρατική, ηχηρή και εύκολη έκφραση του πλήθους. Είναι σαφώς ένας λιγότερο ενοχλητικός τρόπος εκδήλωσης συναισθημάτων από το να ανεμίζει κάποιος σημαίες και μαντήλια μέσα στο θέατρο, πράγματα που εύκολα αποσπούν την προσοχή του ηθοποιού.
Πώς μεταδίδεται; Αφουγκραστείτε τις αντιδράσεις μόλις τελειώσει μια παράσταση και θα καταλάβετε. Είναι πανδημικό. Αρχίζει με λίγους και γρήγορα απλώνεται, μέχρις ότου κολλήσουν όλοι. Ουδείς αδιάφορος. Καμιά φορά ακόμη και μια κακή παράσταση εισπράττει ένα διαρκές χειροκρότημα και διερωτάσαι γιατί. Και παραστάσεις πολύ δυσανάγνωστες στο τέλος ανταμείβονται κι αυτές με ένα γενναίο χειροκρότημα.
Οι κοινωνιολόγοι είναι της άποψης ότι όταν χειροκροτούμε έναν ηθοποιό είναι σαν να τον χτυπάμε φιλικά στην πλάτη από απόσταση. Ο κόσμος χειροκροτεί σε διάφορες στιγμές και για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, χειροκροτεί μόλις αρχίσει η παράσταση, δείχνοντας έτσι τη χαρά του ότι επιτέλους αρχίζει το θέαμα ή γιατί αναγνωρίζει κάποιους ηθοποιούς και επικροτεί τη μέχρι τώρα πορεία τους. Μερικές φορές χειροκροτεί την επανεμφάνιση ενός ηθοποιού μετά από μια περιπέτεια υγείας ή μετά από μεγάλο διάστημα απουσίας.
Άλλες φορές το χειροκρότημα δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του θεάματος αλλά με τις αντιδράσεις των άλλων. Εάν σου άρεσε η παράσταση και κανένας δεν χειροκροτεί το πιθανότερο είναι ότι ούτε εσύ θα χειροκροτήσεις. Ή κι αν χειροκροτήσεις θα είναι ένα «πνιγμένο», ξεψυχισμένο χειροκρότημα, σκέψη που θέτει ευθύς αμέσως και το ερώτημα πόσο ελεύθερο ή αυθόρμητο είναι το χειροκρότημα του κόσμου στο θέατρο (και όχι μόνο);
Μολονότι πρόκειται για μια δημοκρατική αντίδραση, όπως είπαμε, κατά βάθος είναι και μια μορφή κοινωνικής πίεσης. Ο κόσμος δεν μιμείται τον διπλανό του. Παρασύρεται από τον όγκο του χειροκροτήματος. Χειροκροτούμε για να γίνουμε πλήθος και όχι να ξεχωρίσουμε ως ατομικότητες.
Όπως παλιά το χειροκρότημα ήταν ένα είδος μαζικού μέσου επικοινωνίας, ένας τρόπος διασύνδεσης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τους ηγέτες τους, έτσι και στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι μια μορφή κοινωνικής σύμβασης, υπό την έννοια ότι, ευθέως ή πλαγίως, επιβάλλεται στον κόσμο. Γι’ αυτό και σε πολλές σύγχρονες πειραματικές προσπάθειες (κυρίως διαδραστικές), βλέπουμε να καταργείται το συμβόλαιο σιωπής μπροστά στην τέχνη και να ενεργοποιούνται όλες οι αισθήσεις. Είναι μια αντίδραση στο επικοινωνιακό μοντέλο που έχει εισάγει η υψηλή τεχνολογία που σιγά σιγά αλλάζει και έννοιες και συνήθειες. Ποιο είναι αυτό;
Το μεταμοντέρνο χειροκρότημα
Όσο βελτιώνεται η τεχνολογία και ενισχύονται τα γκάτζετ (τηλεόραση, home movies, ηχογραφήσεις, βίντεο κ.λπ) όλο και περισσότερος κόσμος μένει στο σπίτι και ακούει την αγαπημένη του συμφωνική ορχήστρα ή παρακολουθεί το αγαπημένο του σόου. Εκεί δεν χειροκροτεί γιατί δεν μπορεί να γίνει πλήθος. Είναι από μόνος του κοινό του ενός.
Με άλλα λόγια, όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχαγωγίας καταναλώνεται πλέον κατά μόνας. Το live χειροκρότημα ως γκάλοπ δημοτικότητας χάνει έδαφος, κερδίζει όμως έδαφος το ίντερνετ, μέσω του οποίου έχει καθιερωθεί η νέα μορφή χειροκροτήματος, που είναι τα διάφορα likes. Μόνο που δεν έχουν ήχο. Μεταφέρουν εικόνα αποδοχής χωρίς να γίνονται αισθητά ακουστικά. Πρόκειται για ψηφιακό χειροκρότημα που ενώνεται με άλλα και δημιουργούν το ιντερνετικό χειροκρότημα, ένα από τα συμπτώματα του cocooning.
Με τα αλλεπάλληλα likes ο μοναχικός χειροκροτητής ενώνεται με μία εικονική κολλεκτίβα χειροκροτητών, ένα πλήθος το οποίο όσο πιο μεγάλο γίνεται τόσο πιο πολύ καθορίζει trends, επιβάλλει γούστα και παραστάσεις. Δείτε πόσο εύκολα τα likes των χειροκροτητών ενός περιοδικού μπορούν να ανατρέψουν τα συμπεράσματα μιας έγκυρης θεατρικής κριτικής.
Και είναι προφανές πως όσο πιο πολλοί θα μένουν, ελέω τεχνολογίας (και ενδεχομένως και οικονομίας), στα σπίτια τους τόσο θα πυκνώνουν και τα likes και θα διαμορφώνονται τα πάνω και τα κάτω του κοινού γούστου. Και όπως δεν γνωρίζουμε στο θέατρο με βεβαιότητα τι πραγματικά σημαίνει το χειροκρότημα έτσι δεν γνωρίζουμε τι σημαίνουν τα likes και τα shares. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι με τα reblog, retweet, repost κλπ μεγαλώνουμε τον θόρυβο που παράγει μια ανάρτηση. Είναι ο νέος άφωνος πλην όμως κραυγαλέα ισχυρός τρόπος να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του (ή κάτι άλλο). Το χειροκρότημά μας είναι μέρος του θεάματος.
Είμαστε οι νέοι, μεταμοντέρνοι κλακαδόροι. Μόνο που το χειροκρότημά μας σήμερα έχει μεγαλύτερο βάρος και για έναν επιπλέον λόγο: δεν είναι εφήμερο. Δεν πεθαίνει όταν σβήσουν τα φώτα. Μένει στην οθόνη και στέλνει το μήνυμά του χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σε ελάχιστο χρόνο. Το μαθαίνει όλη η υφήλιος. Ακούγεται παντού. Είναι εκκωφαντικό κι ας μην βγάζει άχνα. Είναι παντοδύναμο κι ας ενεργοποιείται από ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα πλήκτρου.
Σήμερα ο χειροκροτητής μπαίνει, όπως είπα, και πάλι σε ένα πλήθος, εικονικό βέβαια, αλλά με ονοματεπώνυμο, σε αντίθεση με την ανωνυμία της ζωντανής, μαζικής επικοινωνίας που γνωρίζουμε μέσα στη θεατρική αίθουσα. Και εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε το πάθος που έχουν πολλοί με τα likes.
Brand name
Σήμερα, σε μια εποχή όπου δεσπόζει η φιγούρα του μοναχικού ατόμου, η δημιουργία brand name είναι ένας τρόπος ζωής, ένα modus vivendi για πολλούς, και το διαδίκτυο είναι ο ιδανικός τόπος να το χτίσει κανείς, αρκεί να είναι συνέχεια μπροστά στον υπολογιστή. Και είναι πολλοί που επιμένουν. Ό,τι ανάρτηση κυκλοφορεί θα δεις το όνομά τους να φιγουράρει από κάτω. Δεν συζητώ εδώ εάν έχουν διαβάσει τα κείμενα που «χειροκροτούν» (το πιθανότερο όχι, γιατί δεν προλαβαίνουν). Εκείνο που μετρά πάνω από όλα δεν είναι η γνώση των κειμένων αλλά η παρουσία τους με άλλοθι τα κείμενα. Είναι η ευκαιρία που τους δίνετε να βρίσκονται εκεί, ως όνομα, κάνοντας έτσι την παρουσία τους όλο και πιο αισθητή, όλο και πιο ορατή, όλο και πιο user friendly.
Όπως είπα και πιο πάνω, όλα αυτά είναι μέρος μιας παγκόσμιας διαδικτυακής περφόρμανς, μέσα από την οποία οι συστηματικοί δράστες/επιτελεστές γίνονται αναγνωρίσιμοι και όσο πιο αναγνωρίσιμοι τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες από πομποί χειροκροτημάτων να γίνουν κάποια στιγμή οι αποδέκτες χειροκροτημάτων. Ένας φαύλος κύκλος, με τη λογική της ρωμαϊκής αρένας. Χαρακτηριστικό και το παρακάτω εικονίδιο.
Υστερόγραφο
Το ρεκόρ ανακλήσεων στη σκηνή το κατέχει ο Λουτσιάνο Παβαρότι: στις 24 Φεβρουαρίου του 1988 επέστρεψε στη σκηνή 165 φορές μετά την ερμηνεία του ρόλου του Nemorino στο “Ελξίριο του Έρωτα” του Ντονιτσέτι, στην Όπερα του Βερολίνου. Τα χειροκροτήματα κράτησαν μία ώρα και επτά λεπτά. Ο δε Πλαθίντο Ντομίνγκο έχει το ρεκόρ της μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας χειροκροτήματος (μία ώρα και είκοσι λεπτά —επέστρεψε στη σκηνή 101 φορές). Αυτά αναφέρονται στο βιβλίο Γκίνες, δεν ξέρω εάν ισχύουν ακόμη.
Πρώτη δημοσίευση: lavart. https://www.lavart.gr/apo-to-klasiko-cheirokrotima-sti-monterna-siopi-kai-sta-metamonterna-likes/