Η «νιότη είναι μια επικίνδυνη περιοχή, είναι σαν να
συγκατοικείς με το θάνατο», μας λέει ο Φρ. Μπρούκνερ, συγγραφέας του έργου «Η
αρρώστια της νιότης» (1929), που πρώτη φορά ανέβηκε φέτος στο ΚΘΒΕ, σε
μετάφραση και σκηνοθεσία Πέμης Ζούνη, κλείνοντας έτσι και μια γενικά
επιτυχημένη χρονιά για το πολύπαθο «Υπερώο», το οποίο ουκ ολίγες φορές στο
πρόσφατο παρελθόν βρέθηκε να φιλοξενεί μια χούφτα θεατών.
Τώρα διώχνει κόσμο, όπως στο εν λόγω έργο, το
στόρι του οποίου υφαίνεται γύρω από το βίο και την πολιτεία τριών φοιτητριών
ιατρικής, οι οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα
γεμάτη αδιέξοδα και άλογα πάθη. Γύρω τους πηγαινοέρχονται νεαρά κορμιά
αναλώσιμα και με διαλυμένα όνειρα.
Η παράσταση
Η Ζούνη επιχείρησε να παραβιάσει το σκοτεινό χώρο
της ανθρώπινης κατρακύλας και των ψυχικών αδιεξόδων, μέσα από σκηνοθετικές
επιλογές ευανάγνωστες και διαχειρίσιμες. Αποφεύγοντας τις ουρανοκατέβατες
«μοντερνιές», κατόρθωσε να υφάνει ένα σκηνικό κόσμο, όπου κάθε σχέση είναι
βουτηγμένη στην απόγνωση αλλά και στη λογική της βίας και της εξουσίας. Ένα
κόσμο όπου ακόμη κι αυτό το σεξ φαντάζει σαν κάτι εντελώς βασανιστικό, που
διεκπεραιώνουν πλάσματα που κινούνται σε μια κοινωνία ανάλγητη και
χρεοκοπημένη, όπου το μόνο που απομένει είναι το παίγνιο της αυτοκαταστροφής.
Στο σύνολό της ήταν μια ανάγνωση λιτή και συνεπής,
αν και νομίζω πως μια κάπως πιο υπογραμμισμένη εξπρεσιονιστική στρέβλωση θα
έβγαζε μια πιο στοιχειωμένη ατμόσφαιρα παρακμής. Μιλώ για περισσότερο λίμπιντο και περισσότερη
καταχνιά, ώστε να «χαλαστούμε» λιγάκι, να μελαγχολήσουμε μέσα από μια ακόμη πιο
ανυπόφορη εικόνα λαβωμένων νεανικών σωμάτων. Έχω στο μυαλό μου αυτό που
επιτυγχάνεται στο «Shopping and Fucking» του Ρέιβενχιλ, για παράδειγμα, που κάποιος θα μπορούσε να δει και σαν
μια σύγχρονη εκδοχή του έργου του Μπρούκνερ. Με άλλα λόγια, αναφέρομαι σε
επιπλέον επιλογές που ίσως αναδείκνυαν με μεγαλύτερη ωμότητα τη σήψη, σε σημείο
που να μην αντέχεται.
Ερμηνείες
Σε κάθε περίπτωση, η νεανική σύσταση του θιάσου
λειτούργησε θετικά. Ανέβασε τη θερμοκρασία των δρωμένων, μπολιάζοντάς τα με
ζωντάνια και ενθουσιασμό. Δεν ήταν όλοι εξίσου αποτελεσματικοί, όμως ως σύνολο
έκαναν γκελ. Ο Φρέντερ είναι ένας χαρακτήρας που ξεχωρίζει. Μηχανορράφος,
ραδιούργος, ιδιοτελής, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Στυγνός εκμεταλλευτής,
ένας νιτσεϊκός οδοστρωτήρας, που ακόμη κουβαλά στην ψυχή του τα συμπτώματα του
πολέμου που μόλις τέλειωσε. Πρόκειται για τον πλέον αβανταδόρικο ρόλο στο έργο.
Και ο Μ. Συριόπουλος, που κλήθηκε να το ζωντανέψει, δεν άφησε την ευκαιρία να
πάει χαμένη. Τα ‘δωσε όλα και χειροκροτήθηκε, αν και κάπου αισθάνθηκα πως ένας
Φρέντερ πιο σκοτεινός, με χαμόγελο λιγότερο προφανές, πιο υπόγειο και
πολυσημαίνον (ας πούμε κάτι σαν το χαμόγελο του νεαρού Τζακ Νίκολσον) και πιο
έμμεσος στα περιπακτικά χωρατά του (ας πούμε, αλά Ντε Νίρο), ίσως να του
ταίριαζε καλύτερα. Γενικά πάντως τα πήγε μια χαρά. Θα ήθελα μόνο να κάνω την
εξής γενική παρατήρηση σε ό,τι αφορά το υποκριτικό στιλ του νέου αυτού
ηθοποιού. Επειδή τον είδα και σε άλλες σκηνικές του εμφανίσεις, έχω την αίσθηση
πως πάει να εγκλωβιστεί σ’ ένα επαναλαμβανόμενο στιλ παιξίματος (κίνηση, εκφορά
λόγου, γέλιο, μορφασμοί) που, για την ώρα, μπορεί να γράφει καλά, ωστόσο με τον
καιρό ενδέχεται να του δημιουργήσει προβλήματα ερμηνείας. Και θα είναι κρίμα,
γιατί διαθέτει ταλέντο και ψυχή. Ας το κοιτάξει, εάν νομίζει ότι μετρά η άποψη
μου.
Η Ντεζιρέ είναι ίσως ο πιο δύσκολος ρόλος. Είναι
μια νέα με υψηλοαστικές καταβολές που παρασύρεται από το ρεύμα. Είναι ταραγμένη ψυχικά όπως ο Φρέντερ, μόνο
που αυτή δεν θέλει να εκφράζεται μέσα από τον έλεγχο των άλλων, αλλά μ’ ένα
συνεχές φλερτ με τον θάνατο ή αυτό που θεωρεί ότι είναι πιο κοντά του, το σεξ.
Κατά βάθος θέλει να επιστρέψει σε μια κατάσταση προγενέστερης αθωότητας, αλλά
δεν μπορεί και έτσι επιδίδεται στο δικό της θανατερό παιχνίδι. Η Άννα Ευθυμίου,
της οποίας την ομορφιά δείχνει ν’ αγαπά το σανίδι, το πάλεψε στα ίσια. Βεβαίωσε
ικανότητες και ήθος, αν και νομίζω πως είχε τα περιθώρια εξέλιξης του
χαρακτήρα. Όπου πιεζόταν να αγκαλιάσει τις υπερβάσεις του χαρακτήρα, σκάλωνε κι
αυτό την εμπόδιζε να συλλάβει όλες τις εκδοχές των επιθυμιών της Ντεζιρέ.
Πληρέστερη βρήκα την ερμηνεία της υπηρέτριας. Δεν ανήκει στην ίδια τάξη με τις
άλλες, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κουβαλά τα δικά της όνειρα απελευθέρωσης.
Η Κατράνου, παίζοντας με μέτρο και ετοιμότητα, έβγαλε και την αθωότητα και το
ξεπέταγμά της. Όσο για τη Μαντά, στο πρώτο μέρος αναλώθηκε σε άστοχες
φωνασκίες. Στο δεύτερο μέρος, έδειξε καλύτερη γνώση της σκηνικής αποστολής της,
εντάσσοντας έτσι την παρουσία της στο
νόημα του έργου.
Ο Μαραγκόπουλος έκανε περάσματα χωρίς λάθη αλλά και
χωρίς ν’ αφήσει πίσω του ευδιάκριτα ίχνη. Έπαιξε σε μια ευθεία τα πάντα. Το
ίδιο και η Βασιλοπούλου, όπως και ο Χατζηαδαμίδης: αρκέστηκαν σ’ ένα παίξιμο
χωρίς διακυμάνσεις και στίγμα. Τα απλά σκηνικά του Γ. Ασημακόπουλου, μ’ ένα
κρεβάτι να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, χώρεσαν τις νευρώσεις των νέων.
Συμπέρασμα: Μια
παράσταση που συναιρεί απλότητα και εφιαλτικότητα, αυξημένη ετοιμότητα και
νεανικό ενθουσιασμό. Εάν είχε τραβηχτεί ακόμη πιο πολύ στα άκρα, σε σημείο να
μην αντέχεται (και εννοώ κυριολεκτικά), θα ήταν ίσως πιο ακαριαία τα χτυπήματά
της. Άλλωστε αυτό δεν είναι και το ζητούμενο του ξεπεσμού; Να μην αντέχεται.
Αλλά κι έτσι, αξίζει να τη δείτε το Φθινόπωρο που επιστρέφει.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
22/06/2014