Είναι
γνωστό πως όσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός αναγνωρισιμότητας των σκηνικών
δρωμένων, τόσο πιο εύκολα ταυτίζεται ο θεατής μαζί τους. Εν τάχει ν΄αναφέρω το
«Μεγάλο μας τσίρκο» (ΚΘΒΕ), όπου τόσο οι κώδικες όσο και το περιεχόμενό της παράστασης
εισπράττουν φέτος το πιο ζεστό, μαζικό και παρατεταμένο χειροκρότημα ανά την
επικράτεια. Κάτι που δεν βλέπουμε να γίνεται στον χώρο του εναλλακτικού
θεάτρου, όπου η προσέγγιση της πραγματικότητας καταφεύγει σε διαφορετική
εργαλεία, γεγονός που προκαλεί ένα είδος
«ανασφάλειας» στον θεατή, ο οποίος, μπροστά στο «άγνωστο» ή το ασυνήθιστο,
συνειδητοποιεί ότι αυτά που θεωρεί ως βασικά συστατικά του θεάτρου δεν ισχύουν
πια. Εξ ου και η cool θέαση.
Για μια νέα ποιητική
Ομάδες
όπως οι Blitz,
Sforaris, Κανιγκούντα, Όχι παίζουμε, Projector, Nova Melancholia, Construction
Works, Vasistas,
Χώρος, ODC,
μεταξύ άλλων, αναζητούν εδώ και καιρό νέους τρόπους άρθρωσης, νέες αφηγηματικές
δομές, νέα επικοινωνιακά εργαλεία, νέες χωρικές διαρρυθμίσεις και οπτικοακουστικά
μέσα, εν ολίγοις μια αλλιώτικη ερμηνεία της ποιητικής τής αναπαράστασης, ώστε
να μπορέσουν να κάνουν θέαμα (και θέμα) όλη αυτή τη θεατρόμορφη διασπορά που
μας περιβάλλει.
Είναι
προφανές πως δεν καλύπτονται από τις συμβάσεις περί ενότητας και συνέχειας,
ομοιογένειας και ιεραρχίας, από τη μία και συγκροτημένη ιστορία, τη μία γωνία
πρόσληψης, τη σύγκλιση και το κλείσιμο, πολλώ δε μάλλον από τον ψυχολογικά
ολοκληρωμένο χαρακτήρα, τον πάλαι ποτέ βασικό φορέα των συγκρούσεων και της
πλοκής, ο οποίος με το ρεαλιστικό του παίξιμο, όπως το έχουμε συνηθίσει από τους απόγονους του Στανισλάφσκι, του Actors’ Studio, του δικού μας Θεάτρου Τέχνης και
των ποικίλων δραματικών σχολών (κρατικών και μη), μας έπειθε ως προς την
αλήθεια, τη δική του και των σκηνικών παθών γενικότερα.
Μέσα
σε μία υπούλως κατασκευασμένη πραγματικότητα, όπως είναι η σημερινή, το
εναλλακτικό μας θέατρο (site specific,
ad verbatim, devised, μεταδραματικό, πείτε το όπως
θέλετε), δείχνει ότι αγαπά πιο πολύ την
επιθυμία παρά το αποτέλεσμα, το θραύσμα παρά το όλον, την ειρωνεία παρά τη
μεταφυσική, την υβριδικότητα παρά την ειδολογική καθαρότητα, την αφηγηματική
παρά τη μιμητική δράση. Είναι ένα θέατρο καλλιτεχνών-auteurs, όπου τέμνονται ή/και
συγκρούονται στιλ και ιστορικές περίοδοι παρά
ιστορικές συνέχειες, ένα θέατρο όπου οι χαρακτήρες είναι ανυπάκουοι στο
όλον, και οι ηθοποιοί ανυπάκουοι στον χαρακτήρα.
Η παρουσία του θεατή
Σ’
αυτό το χορογραφημένο «χάος» η γλώσσα, ως εργαλείο του δράματος, μεταμορφώνεται
σε δραματική ύλη και το όποιο νόημά της σε σημείο. Δεν υπάρχει σασπένς, αφού η
εξέλιξη της δράσης δεν εξαρτάται από την εξέλιξη της πλοκής. Εκείνο που κάποτε
συμπαρέσυρε και ενέπλεκε τη φαντασία και τα συναισθήματα του θεατή (το εκεί και
τότε μιας ιστορίας), έχει τώρα αντικατασταθεί από σύντομα σκέτς, μαρτυρίες,
απομνημονεύματα, επιστολές, αφηγηματικές σφήνες, προσωπικά βιώματα, κατά τη
διάρκεια των οποίων οι θεατές έχουν την ευκαιρία να «αισθανθούν» την ίδια την
παρουσία τους, ότι δηλαδή είναι και αυτοί εκεί, όχι ως παθητικοί αποδέκτες,
αλλά ως δρώντα πρόσωπα που συνεισφέρουν, κατά κάποιον τρόπο, στην ολοκλήρωση
της σκηνικής πραγματικότητας. Από τη στιγμή που ο θεατής μπαίνει στο ίδιο
χωροχρονικό πλαίσιο με τους ηθοποιούς, η όλη διαδικασία της θέασης γίνεται αντικείμενο
άμεσης “αισθητικής εμπειρίας».
Το
θέμα που εγείρεται εδώ είναι σε πιο βαθμό επιτρέπεται η παρέμβασή του θεατή. Γιατί,
σε τέτοιες περιπτώσεις, πολλά εξαρτώνται από το βαθμό και τη διάθεση συμμετοχής
του κοινού. Σ’ αυτού του τύπου τη θεατρική πρόκληση, συνήθως αντιδρούμε στα επί
μέρους κι όχι στο όλον. Που πάει να πει ότι η γνωστή ικανότητα του δράματος να
οργανώνει σ’ ένα συμπαγές και ευανάγνωστο σύνολο την εμπειρία, δεν
λειτουργεί. Ο δέκτης έχει τον χρόνο (κι
ενίοτε τον χώρο) ν’ ακολουθήσει τον ηθοποιό/περφόρμερ σε μια περιπέτεια και να
γίνει, κατά κάποιον τρόπο, και αυτός μέρος της δράσης. Η φιλοσοφία αυτής της επιλογής έρχεται
κατευθείαν από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, εκεί όπου ο δέκτης έχει τη δυνατότητα
συμμετοχής (σε μια συνομιλία, σε μια εικονική αναπαράσταση κ.λπ). Το σύγχρονο
θέατρο, βάζοντας τον θεατή σε μια θέση επιτελεστική, περίπου ανατρέπει τη γνωστή ρήση, “μην ρωτάς τι κάνουμε εμείς για
σένα, αλλά τι κάνεις κι εσύ γι’ αυτή την περφόρμανς”.
Και καλά και ασήμαντα
Συνηθίζω
να παρακολουθώ αυτού του τύπου τις δοκιμασίες. Μου αρέσει γενικά η φρεσκάδα και
η ανατρεπτική τους τρέλα. Δεν μ’ αρέσει, όμως, καθόλου όταν, στην προσπάθειά (ή
την αγωνία, αν θέλετε) να εντάξουν τον θεατή στη δράση, γίνονται ενίοτε
αδικαιολόγητα (και αφόρητα) ενοχλητικές. Όπως δεν μ’ αρέσει όταν η κενότητα
βαπτίζεται από κάποιους πρωτοπορία.
Σε
κάθε περίπτωση, εκείνο που ξεχωρίζει γενικώς είναι μια συνειδητή μετακίνηση από
την αναπαράσταση του μηνύματος στην εμπειρία υποδοχής του. Που πάει να πει ότι,
η επικοινωνία παύει να λειτουργεί με όρους δραματικούς και το κοινό γίνεται
“κάποιος” σε θέση, ανά πάσα στιγμή, να επηρεάσει την επικοινωνία. Από τη στιγμή
που αμφισβητούνται τα προστατευτικά πλαίσια και ηθοποιοί και θεατές
μοιράζονται (ή περίπου) τον ίδιο χωρόχρονο,
τα πράγματα είναι ανοικτά στο ενδεχόμενο δραματικών αλλαγών.
Κρίνοντας
από τη γενικότερη εικόνα, εκείνο που νομίζω πως δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη ανάμεσα
στις ομάδες αυτές είναι ποιο τις απασχολεί περισσότερο, το άτομο ως μοναχικός
δέκτης ή η κοινότητα, η ζωή της τέχνης ή η τέχνη της ζωής;
Για
την ώρα, πάντως, είναι βεβιασμένο να μιλούμε για εναλλακτικό θέατρο, υπό την
έννοια ενός συμπαγούς σώματος (ή ρεύματος) με ιδιαίτερη (εθνική)
φυσιογνωμία. Μπορούμε μόνο να μιλούμε
για μεμονωμένες περιπτώσεις που κάποια στιγμή ίσως οδηγήσουν σε μια εθνικά
αναγνωρίσιμη εναλλακτική αισθητική.
17/02/2013