H παρουσία του πεζού λόγου στις θεατρικές σκηνές του τόπου είναι τόσο
σαρωτική που πλέον έχει αρχίσει να γίνεται «ανησυχητική». Και δεν το εννοώ με
ποιοτικούς όρους, αλλά πιο πολύ σε σχέση με την ίδια την τύχη του, ούτως ή
άλλως, παροπλισμένου νεοελληνικού δραματικού έργου. Δεν φτάνει που κλείνουν διαρκώς σκηνές που θα
μπορούσαν ενδεχομένως να δώσουν βήμα στους δραματικούς μας συγγραφείς, βλέπουμε
τα εναπομείναντα σχήματα, κρατικά και μη, να επιδίδονται σε ένα κυνήγι λύσεων
που κάθε άλλο παρά ευνοούν τη συγγραφή δραματικών έργων, όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε
αυτή τη συγγραφή.
Ούτε το θέατρο της επινόησης, ούτε το σωματικό θέατρο, ούτε το διαδραστικό, το θέατρο-ντοκουμέντο, οι αναβιώσεις, οι διασκευές ή το θέατρο που γράφουν οι ίδιες οι ομάδες, δεν βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Θα έλεγα, το αντίθετο. Όλα μαζί συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα που διόλου δεν υπόσχεται καλύτερες μέρες για τους δραματικούς συγγραφείς, οι οποίοι βλέπουν την ήδη αποψιλωμένη αγορά τους να συρρικνώνεται όλο και πιο πολύ. Θέλετε παραδείγματα; Επί τροχάδην: «Ακτίς Αελίου», ούτε ένα έργο με ρίζες αυστηρώς δραματικές. ΚΘΒΕ: Λουντέμης, Καβάφης, Καζαντζάκης, «Άγαμοι Θύται». Και στην υπόλοιπη χώρα, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ταχτσής, Πλαθ, Ντοστογιέφκσι.
Ούτε το θέατρο της επινόησης, ούτε το σωματικό θέατρο, ούτε το διαδραστικό, το θέατρο-ντοκουμέντο, οι αναβιώσεις, οι διασκευές ή το θέατρο που γράφουν οι ίδιες οι ομάδες, δεν βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Θα έλεγα, το αντίθετο. Όλα μαζί συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα που διόλου δεν υπόσχεται καλύτερες μέρες για τους δραματικούς συγγραφείς, οι οποίοι βλέπουν την ήδη αποψιλωμένη αγορά τους να συρρικνώνεται όλο και πιο πολύ. Θέλετε παραδείγματα; Επί τροχάδην: «Ακτίς Αελίου», ούτε ένα έργο με ρίζες αυστηρώς δραματικές. ΚΘΒΕ: Λουντέμης, Καβάφης, Καζαντζάκης, «Άγαμοι Θύται». Και στην υπόλοιπη χώρα, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ταχτσής, Πλαθ, Ντοστογιέφκσι.
Δεν θα με απασχολούσε το θέμα, εάν το νεοελληνικό έργο πατούσε γερά στα
πόδια του. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Θα έλεγα πως, μετά τη γενιά της
μεταπολίτευσης (Ποντίκας, Διαλεγμένος, Μουρσελάς, Μανιώτης κ.λπ), δεν έχουμε μια δραματογραφία που
να έχει κάποιο «εθνικό» στίγμα, υπό την έννοια της αναγνωρίσιμης ταυτότητας. Και
αυτό πρέπει να μας ανησυχεί. Την ιστορία του θεάτρου μπορεί να τη γράφει η
παράσταση, όμως εκείνο που τελικά μένει είναι το κείμενο, το τεμάχιο ύλης επάνω
στο οποίο θα ακουμπήσουν οι επόμενες γενιές για να ξαναγράψουν την ιστορία του
θεάτρου (και του τόπου). Επ’ αόριστον.
Πώς μου ‘ρθε και σχολιάζω
πάλι το θέμα; Με αφορμή τις δύο
παραγωγές του ΚΘΒΕ στη Μικρή Σκηνή της Μονής Λαζαριστών: Λόγος και σιγή η
μία, εμπνευσμένη από το πεζογράφημα του Κ. Καβάφη Εις το φως της ημέρας (1896), σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου, και Οι στοχαστές του αόρατου η
άλλη, σε κείμενα Καζαντζάκη και Τζιμπράν, σε σκηνοθεσία Χριστίνας
Χατζηβασιλείου. Στέκομαι στη σκηνοθεσία του πρώτου έργου. Δεν είδα ακόμη το
δεύτερο.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Παρασκευόπουλος
Η ιστορία του πεζογραφήματος του Καβάφη αφορά την κουβέντα ορισμένων φίλων
γύρω από το χρήμα, κουβέντα που κάποια στιγμή αλλάζει ρότα και στρέφεται στην
αφήγηση ενός ασυνήθιστου περιστατικού που συνέβη προ δεκαετίας και το οποίο
ουδείς δεν μπορεί να εξηγήσει. Λόγος και σιωπή, Δύση και Ανατολή, αλήθεια και ψέμα,
πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, σφηνώνονται στα στεγανά μιας (ανα)παράστασης
που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί απλούστατα θα ξαναρχίσει πάλι, στην ίδια σκηνή,
από τα ίδια στόματα, με τα ίδια μετέωρα ερωτήματα, την ίδια αινιγματική, σχεδόν
μυστηριώδη διάθεση. Η αφήγηση φτιάχνει έναν κόσμο δικό της, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να προσκομίσει
αποδεικτικά στοιχεία για το αντικείμενο της αφήγησης. Ακούμε, μαζί με τους
λοιπούς συνδαιτημόνες, την περιγραφή ενός υπερφυσικού συμβάντος και, όπως
αυτοί, έτσι κι εμείς αν θέλουμε πιστεύουμε αυτά που ακούν τ΄ αφτιά μας. Μα,
έτσι δεν συμβαίνει πάντα στο θέατρο; Αν θες πιστεύεις στα «ψέματά» του. Ειδικά
στην προκειμένη περίπτωση, η απόλαυση του κειμένου βρίσκεται πιο πολύ στους
ήχους του παρά στα νοήματά του. Και ο Γ. Παρασκευόπουλος, εκτιμώ πως πολύ σωστά
έπραξε και εστίασε τη σκηνοθετική του μπαγκέτα σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο,
κερδίζοντας πέρα για πέρα το στοίχημα.
Το κείμενο της παράστασης
Η παράσταση που σκηνοθέτησε για λογαριασμό του ΚΘΒΕ ο Παρασκευόπουλος
ήταν ένα σκηνικό παιχνίδι ατμοσφαιρικό, απροσδιόριστο, γοητευτικό, αλλοτινό
αλλά και σημερινό, με απόλυτο πρωταγωνιστή την ακοή. Έσκαψε και έβγαλε από το
κείμενο τις εικόνες και τη γλαφυρότητα που κρύβουν οι λέξεις του, χωρίς να
φοβηθεί τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις και τα νοήματα. Αντίθετα, την έβγαλε
μπροστά, φορτώνοντάς τη σκηνικές σημασίες. Λιτός και ουσιαστικός, κινήθηκε με
προσοχή ανάμεσα στις αράδες του καβαφικού λόγου, ανοίγοντας εδώ κι εκεί μικρά
παράθυρα για να βγει το φως της ημέρας προς τα έξω. Και βγήκε, χάρη στη σωστή
διδασκαλία των ρόλων και την εξίσου αποτελεσματική σκηνική τους εκτέλεση.
Ηθοποιοί
Στέκομαι στον Χρήστο Στυλιανού, του οποίου η σκηνική παρουσία αποκτά με
τον καιρό ειδικό βάρος. Δείχνει να τον αγαπάει το σανίδι. Έγραψε ρόλο. Στέκομαι
ακόμη στον Γιάννη Τσιακμάκη, που έβγαλε το χιούμορ του έργου, χωρίς να
υπερβάλλει. Με δυο λόγια, απολαυστικός και μετρημένα γκροτέσκ. Με καλό υλικό
στις αποσκευές τους, μετέφρασαν σε σωστό σκηνικό γκέστους, χωρίς αθώες
ευθραυστότητες, τις σκηνοθετικές οδηγίες, οι τρεις πτυχιούχοι του Τμήματος
Θεάτρου (Μομώ Βλάχου, Ελένη Θυμιοπούλου και Χάρης Πεχλιβανίδης). Ηθοποιός με
τάλαντο και δυνατή σκηνική παρουσία ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας. Η στήλη τον
παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Σωστοί σ’ αυτό που κλήθηκαν να κάνουν οι Πάνος
Αργυριάδης και Άννα Σωτηρούδη.
Τα σκηνικά της Σοφίας Παπαδοπούλου (ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες) αποδείχτηκαν
υπεραρκετά για τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας. Άφησαν μπόλικα περιθώρια
στον λόγο να απλωθεί χωρίς να κουτουλά σε αντικείμενα. Το σημαντικότερο, η
γύμνια του σκηνικού βοήθησε ώστε η σιωπή να γίνει ακόμη πιο εκκωφαντική.
Συμπέρασμα:
Μια παράσταση δουλεμένη και στη λεπτομέρεια και στο όλον. Και στις
σιωπές της και στον λόγο της. Δείτε την.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
24/12/2011