Το Ντιμπούκ το έγραψε ο Ρωσο-εβραίος Σόλομον Άνσκι το 1914 και πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Χαμπίμα από τον περίφημο Βαχτάνγκοφ, μαθητή του Στανισλάφσκι. Στην Ελλάδα το πρωτοπαρουσίασε ο Σπύρος Μελάς στην «Ελεύθερη Σκηνή» το 1929. Ο Σωτήρης Χατζάκης το σκηνοθέτησε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου το 2005 και τώρα για το ΚΘΒΕ.
Δύο χρόνια χρειάστηκε ο συγγραφέας του να συλλέξει υλικό από τις
διάφορες κοινότητες, τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία, που να αφορούν
δεισιδαιμονίες και δαιμονοληψίες της εβραϊκής παράδοσης. Το αποτέλεσμα, θα
έλεγε κανείς, πως είναι μια κάπως πιο μυστικιστική εκδοχή του «Ρωμαίου και της
Ιουλιέτας».
Η υπόθεση
Η ιστορία είναι σχετικά απλή. Σε κάποια συναγωγή μερικοί προσευχητές
και μαθητές ψέλνουν το Ταλμούδ και περιμένουν ειδήσεις από τον πλούσιο έμπορο
Σέντερ, αν βρήκε τον κατάλληλο γαμπρό για την όμορφη κόρη του Λέα (=όχι Θεός,
όχι με το Θεό, μας πληροφορεί το πρόγραμμα της παράστασης). Τα νέα είναι
θετικά. Όμως, την ημέρα του γάμου της, η Λέα, με αλλαγμένη και παράξενη τη φωνή
της, αρνείται επίμονα το γάμο. Οι συγχωριανοί της συμπεραίνουν πως ένα "ντιμπούκ"
μπήκε μέσα της και πως πρέπει να βρουν τρόπους να το εξορκίσουν. Είναι η ψυχή
του Χανόν, του νεαρού που μόλις ακούει τα νέα του γάμου της αγαπημένης του,
πεθαίνει και το πνεύμα του μπαίνει στο σώμα της Λέα και την καλεί να ενωθεί μαζί του. Την ίδια στιγμή η
Λέα πέφτει νεκρή.
Αυτό το στόρι αναλαμβάνουν να ζωντανέψουν δύο ηθοποιοί, οι οποίοι
εμφανίζονται στη σκηνή με τις τσάντες τους, στρώνουν το τραπέζι και ο άνδρας
τραγουδά στα εβραϊκά εδάφια από τη Βίβλο. Ευλογεί το ψωμί και το κρασί και
αρχίζουν να τρώνε. Υπάρχει τρυφερότητα ανάμεσά τους, αλλά κάτι δεν πάει καλά. Ο
άνδρας μελαγχολεί και η γυναίκα απαντά με την ιστορία του Ντιμπούκ. Ξαφνικά
ένας ολόκληρος κόσμος αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια των θεατών, που
παρακολουθούν δύο ψυχές σε περιπλάνηση, ψυχές ντυμένες την ανθρώπινη σάρκα, να
αναζητούν το δικό τους εξόδιο, ώστε να ενωθούν με το άρρεν και το θήλυ του
Θεού.
Η σκηνοθεσία
Τέτοια έργα αρέσουν στον Χατζάκη. Έχει το δικό του κόπιραϊτ: στην
άρθρωση, στην κίνηση, στα φωνητικά. Ξέρει τα κατατόπια. Έχει λύσεις. Όπως εδώ,
όπου η σκηνοθεσία του κατάφερε να αναπτύξει μια ενδιαφέρουσα (παρα)ψυχολογία
ανάμεσα στους δύο συντελεστές της παράστασης, ώστε να ρίξει φως στη
μοναχικότητα και την απελπισία τους, καθώς καταδύονται στα έγκατα του ψυχισμού
αναζητώντας τη λύτρωση. Κίνησε τα σώματα και τις φωνές τους σε ρυθμούς θρήνου
για τη χαμένη αθωότητα, μέσα από τα φίλτρα της Καμπάλα και του ιουδαϊκού
μυστικισμού. Σκηνοθεσία αισθαντική, με εσωτερικά κοιτάσματα που υπαγορεύονταν
από την αρνητική θεολογία που υποκινεί τις υποκριτικές μάζες και προδιαγράφει
την εξέλιξη των αφηγήσεων.
Οι δύο ηθοποιοί
Οι ηθοποιοί Δημήτρης Παπανικολάου και Δέσποινα Κούρτη, αναζήτησαν το
καμπαλιστικό τους πρόσωπο ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή, τη λογική και την
έκσταση, το ρητό και το άρρητο με μέτρο, νεανική ορμή και πειθώ. Η αλυσίδα των
ερμηνειών τους ήταν ένα έκτακτο θέατρο μέσα στο θέατρο. Καθώς γλιστρούσαν από
το ένα προσωπείο στο άλλο, στον θεατή έφτανε αυτή η ανείπωτη δύναμη του μεγάλου
Αρνητικού που παρέσυρε τις
αφηγήσεις τους στο άπειρο, επ’ άπειρον. Έπαιξαν την ίδια την πτώση τους και την ελπίδα της λύτρωσης με
θαυμαστή λιτότητα και σωστά χαμηλούς τόνους. Γνήσιος ο παλμός τους στο θρήνο
του τέλους. Tο σκηνικό της Ερσης Δρίνη αρκούντως λιτό και υπαινικτικό.
Κυπριακό υστερόγραφο
Πρόσφατα βρέθηκα στην Κύπρο όπου κλήθηκα να δώσω δύο διαλέξεις για το
θέατρο, και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δω και δύο ενδιαφέρουσες παραστάσεις.
Η μία ήταν το Σπιρτόκουτο, η θεατρική μεταφορά της βραβευμένης ταινίας του
Γιάννη Οικονομίδη, από την ΕΘΑΛ
Λεμεσού, που διευθύνει με κέφι και όραμα εδώ και έντεκα χρόνια ο εκ Πειραιά
ορμώμενος Μηνάς Τίγκιλης. Μία παράσταση της οποίας, να σημειώσω, μέρος των
εσόδων θα δοθεί ως βοήθεια στο Ελληνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου
(ΙΤΙ), το οποίο εδώ και ένα χρόνο βρίσκεται σε οικτρή οικονομική κατάσταση.
Η σκηνοθεσία του Τίγκιλη απέφυγε (πολύ σωστά) τους εντυπωσιασμούς και
τις υπερβάσεις και επικεντρώθηκε στο διά ταύτα. Επέβαλε έναν ταχύ ρυθμό,
αφήνοντας τον λόγο να κυριαρχήσει. Λόγος σταράτος, ευθύβολος, με κρατήματα και
πατήματα. Μου άρεσαν όλοι οι συντελεστές. Εντός κλίματος και στη σωστή κλίμακα,
μα πιο πολύ στέκομαι στον Παναγιώτη Λάρκου: εντυπωσιακός, κυτταρικός, ηφαιστιώδης.
Ακριβώς στον πυρήνα ενός έργου λιτού, δονούμενου και διόλου ξώπετσου.
Είδα και το Ροτβάιλερ του Έρας (η μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του Επί
Κολωνώ), από μια νέα σχετικά ομάδα, τη Versus, δημιούργημα ενός απόφοιτου της
Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, του Μαρίνου Ανωγυργιάτη, ο οποίος το σκηνοθέτησε
μαζί με μια άλλη απόφοιτο του ΚΘΒΕ, τη Μαρίνα Μανδρή. Παράσταση κατά τι πιο
αφαιρετική από ό,τι η αθηναϊκή. Κράτησε τα κοινωνικά και ηθικά ζητήματα που
θέτει το έργο στην κόψη του ξυραφιού, χωρίς μουντζούρες και αχρείαστες
ευκολίες.
Γενικά, είδα πλουραλισμό και ζωντάνια στα θεατρικά πράγματα της Κύπρου,
που μέχρι τώρα γνωρίζαμε ελέω ΘΟΚ και μόνο. Όπως είδα και πάρα πολλούς
καλλιτέχνες από την Ελλάδα να παίζουν ή να σκηνοθετούν εκεί. Μια αγορά με τις
δικές της αναδυόμενες υποσχέσεις.
7/01/2012