Στην ΕΜΣ είχαμε την τύχη να δούμε μια πραγματικά
πολυπολιτισμική περφόρμανς από την ομάδα Grace Ellen Barkey & Needcompany.
Πρόκειται για το «This Door is too Small for a Bear”, ένα ευφυέστατο μωσαϊκό
σκηνικών ερεθισμάτων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαλαρή, διασκεδαστική,
μουσικοχορευτική, φιλική, γεμάτη χιούμορ και απρόσμενες στροφές.
Ούτε σασπένς ούτε γραμμικές εξελίξεις ούτε ποιος το έκανε και γιατί. Ο θεατής πιο πολύ παρακολουθεί τη σωματική περιπέτεια των ηθοποιών παρά την ιστορία που του δείχνουν ή του λένε. Είναι σαν να παρακολουθεί ένα πάρτι παλιών γνωστών, χωρίς να συμμετέχει. Ή, για να το πω κάπως διαφορετικά, είναι σαν να περνά ένα βράδυ στο πάρτι της ομάδας, όχι όμως με την ομάδα. Σε ένα τέτοιο σόου, το θέατρο γίνεται ο τόπος μιας αφηγηματικής πράξης, ένα θέατρο παρουσίας/παράστασης παρά αναπαράστασης (εκεί και τότε). Μια επικοινωνία προσωπικής εμπειρίας, φτιαγμένης από πολλά και ετερόκλητα υλικά, που δεν ανήκουν πουθενά εξολοκλήρου. Διαρκώς άπιστα σε κάθε ορισμό, λειτουργούν εντελώς ελεύθερα και κατά το δοκούν.
Ούτε σασπένς ούτε γραμμικές εξελίξεις ούτε ποιος το έκανε και γιατί. Ο θεατής πιο πολύ παρακολουθεί τη σωματική περιπέτεια των ηθοποιών παρά την ιστορία που του δείχνουν ή του λένε. Είναι σαν να παρακολουθεί ένα πάρτι παλιών γνωστών, χωρίς να συμμετέχει. Ή, για να το πω κάπως διαφορετικά, είναι σαν να περνά ένα βράδυ στο πάρτι της ομάδας, όχι όμως με την ομάδα. Σε ένα τέτοιο σόου, το θέατρο γίνεται ο τόπος μιας αφηγηματικής πράξης, ένα θέατρο παρουσίας/παράστασης παρά αναπαράστασης (εκεί και τότε). Μια επικοινωνία προσωπικής εμπειρίας, φτιαγμένης από πολλά και ετερόκλητα υλικά, που δεν ανήκουν πουθενά εξολοκλήρου. Διαρκώς άπιστα σε κάθε ορισμό, λειτουργούν εντελώς ελεύθερα και κατά το δοκούν.
Πολλοί καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους προβάλλουν το
δικό τους ιδιόλεκτο, το οποίο ναι μεν λειτουργεί μαζί με τα άλλα, παράλληλα,
όμως, έχει χρόνο να προβάλει και τη δική του μοναδικότητα και ιδιατερότητα.
Μουσική, χορός, τραγούδι, δραματικός διάλογος, παρλάτες, συνθέτουν ένα
διασκεδαστικό σύνολο, που μακράν απέχει από το να το ονομάσουμε πλήρες έργο
τέχνης, ένα bildungstheater (δημιούργημα της υψηλής κουλτούρας). Εδώ υπάρχει
μια σκόπιμη εκλαϊκευση, ένα είδος ποπ αρτ που φλερτάρει με όλους και όλα χωρίς
ενοχές και απολογίες.
Ένα τέτοιο θέαμα δεν πρόκειται να ικανοποιήσει απόλυτα
εκείνον που αγαπά τον χορό και θέλει να δει κάτι που να πληροί τους
παραδοσιακούς όρους του χορού ή τον θεατρόφιλο που επιμένει να βλέπει το θέατρο
με δραματικούς όρους. Εδώ ζωντανεύει κάτι άλλο που είτε το δέχεσαι είτε το
απορρίπτεις. Και για να το δεχτείς, πρέπει να είσαι ανοιχτός στις προκλήσεις
της σύγχρονης αισθητικής και, κυρίως, της άποψης για την αυτονομία των συστατικών στοιχείων της περφόρμανς,
όπου σε κάθε σκηνή προβάλλεται και
ένα διαφορετικό είδος, τη μια χορός, την άλλη κάποια παρλάτα, κάποιο σκέτς
κ.λπ.
Γενικά, η δόμηση του θεάματος που είδαμε ήταν τέτοια που
απελευθέρωνε μια έντονη κινηματογραφική αύρα, η οποία έσπρωχνε το βλέμμα προς
την κατεύθυνση της παρουσίας και όχι του νοήματος. Ήταν σαν ένα καλειδοσκόπιο
που πολλαπλασίαζε τις γωνίες πρόσληψης, καθώς πολλά πράγματα συνέβαιναν
ταυτόχρονα στη σκηνή, σε σημείο
ώστε ο θεατής να αδυνατεί να εστιάσει το βλέμμα σε μια ενιαία ιστορία,
ένα συμπαγές συμβάν. Η προσοχή του διαρκώς γλιστρούσε από τη μια επιφάνεια στην
άλλη, χωρίς σταματημό.
Φεύγοντας από την αίθουσα άκουσα ορισμένους θεατές να λένε
ότι τη βρήκαν πολύ λάιτ, πολύ οικεία. Ναι, είχε και τη λάιτ διάστασή της, η
οποία όμως δεν προέκυψε από κάπια σκηνοθετική αδυναμία. Ήταν άποψη. Ήταν πιο
πολύ μια περιπαιχτική απάντηση στη σοβαροφάνεια άλλων θεαμάτων, στις
«δηθενιές» της καθημερινής
ρητορικής πολιτικών και στις
δυσνόητες και ελεγχόμενης εγκυρότητας ερμηνείες της ζωής από τους ειδικούς.
Θεάματα με αυτές τις αισθητικές και επικοινωνιακές
προδιαγραφές, όπου συντελούν το ασήμαντο, το άνοστο, το αναλώσιμο και το κιτς,
ανήκουν περισσότερο στην κουλτούρα των κλαμπ. Εκφράζουν την ανάγκη του απλού
πολίτη για διασκέδαση, με αφορμή συνήθως κάτι εντεώς μπανάλ, ας πούμε μια
συνάντηση σε μια εκπομπή στην τηλεόραση, σε ένα πάρτι ή σε μια καφετέρια. Ιδίως
στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, έχει αναπτυχτεί πολύ αυτό το είδος του θεάτρου,
που είναι κάτι μεταξύ (υποτίθεται) «σχολικής» περφόρμανς και τρελού πάρτι. Οι
ηθοποιοί που συμμετέχουν κινούνται στη σκηνή άνετα και ακομπλεξάριστα, σαν να
μην είναι στη σκηνή. Απευθύνονται στους θεατές όποτε τους κατέβει και όπως τους
κατέβει, τους κλείνουν το μάτι, σπάνε πλάκα, χορεύουν σαν κακοί ερασιτέχνες
κ.λπ. Πρόκειται για θεάματα τα οποία, πέρα από το ψυχαγωγικό τους μέρος, θέλουν
να σχολιάσουν πράγματα που αφορούν το σήμερα, την κουλτούρα μας, την αλλόκοτη βαρβαρότητά της. Οι έντονες
σουρεαλιστικές πινελιές τους απελευθερώνουν το μυαλό και το οδηγούν πέρα από
κάθε σοβαροφανή μάσκα.
Κάπως έτσι προσέλαβα το θέαμα που ενέταξε το Φεστιβάλ των
«Δημητρίων» στο προγραμμά του: σαν ένα τρελό (αλλά και αναγνωρίσιμο) οδοιπορικό
στις σχέσεις των ανθρώπων, σχέσεις παράλογες όσο και αληθινές, δοσμένες μέσα
από την πολύ ιδιαίτερη ματιά της συγκεκριμένης ομάδας, με τις έντονες
πολυπολιτισμικές και πολυγλωσσικές επιλογές. Είδαμε ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν
στο κάδρο της παράστασης, να μιλάνε, να γελάνε, να χορεύουν, χωρίς κατ’ ανάγκη
να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να επικοινωνούν. Ένας κόσμος παλαβός
και συναρπαστικός ταυτόχρονα, ευφυέστατα χορογραφημένος και σκηνοθετημένος από
τη Grace Ellen Barkey.
Το τραπέζι της μουσικής
Ορίστε και μια άλλη ευχάριστη νότα (κυριολεκτικά) από τα φετινά «Δημήτρια»: «Το τραπέζι»,
από την πολωνική ομάδα Karbido
(στο υπερώο της ΕΜΣ). Τέσσερις καλά συντονισμένοι ηθοποιοί γύρω από ένα ξύλινο
τραπέζι ειδικά κατασκευασμένο για την περφόρμανς, δίνουν ένα πραγματικό μουσικό
ρεσιτάλ από χέβι μέταλ, μέχρι πολωνικά δημοτικά τραγούδια και καντάδες. Ένα
απίθανο ταξίδι στο σύμπαν των ήχων, ένα ταξίδι γύρω από τον κόσμο μέσα σε
εξήντα λεπτά. Μαγευτικό. Μοναδικό.
Συμπέρασμα: Όσοι δεν το είδατε, τι να σας πω; Δεν περιγράφεται. Απλά, ακούγεται. Βιώνεται.
13/11/2011