Τελικά η κρίση δεν χαρίστηκε ούτε στην Πειραματική Σκηνή, ένα από τα
μακροβιότερα θέατρα ρεπερτορίου στη χώρα και μία από τις καλύτερες θεατρικές
μας κυψέλες. Τρεις συν κάτι δεκαετίες στις επάλξεις, με συνέπεια, σοβαρότητα,
όραμα, ενθουσιασμό, ανησυχίες.
Ακόμη κι όταν για λόγους οικονομικής επιβίωσης φλέρταρε με πιο λάιτ θεάματα (βλ. Σώσε, λ.χ) ήταν πάντα μέσα στα πλαίσια ενός κομψού και καλοδουλεμένου θεάματος. Χάρη στην Πειραματική γνωρίσαμε νέους συγγραφείς και νέα έργα. Χάρη στην Πειραματική είχαμε ένα παράθυρο που μας έβγαζε στον έξω κόσμο (τη Θεατρική Άνοιξη και κατόπι τις Προ-τάσεις). Χάρη στην Πειραματική μεγάλωσαν και ωρίμασαν ουκ ολίγοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Χάρη στην Πειραματική Σκηνή έμειναν και κάποιοι ηθοποιοί να δουλέψουν σ’ αυτή την ρυτιδιασμένη πόλη.
Ακόμη κι όταν για λόγους οικονομικής επιβίωσης φλέρταρε με πιο λάιτ θεάματα (βλ. Σώσε, λ.χ) ήταν πάντα μέσα στα πλαίσια ενός κομψού και καλοδουλεμένου θεάματος. Χάρη στην Πειραματική γνωρίσαμε νέους συγγραφείς και νέα έργα. Χάρη στην Πειραματική είχαμε ένα παράθυρο που μας έβγαζε στον έξω κόσμο (τη Θεατρική Άνοιξη και κατόπι τις Προ-τάσεις). Χάρη στην Πειραματική μεγάλωσαν και ωρίμασαν ουκ ολίγοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Χάρη στην Πειραματική Σκηνή έμειναν και κάποιοι ηθοποιοί να δουλέψουν σ’ αυτή την ρυτιδιασμένη πόλη.
Υπάρχουν, βεβαίως, αντίστοιχα σχήματα ρεπερτορίου και στην Αθήνα, όμως,
πώς να το κάνουμε, δεν είναι όλα το ίδιο. Δεν έχουν την ίδια βαρύτητα μέσα στον
κοινωνικό χώρο που κινούνται. Κανένα σχήμα στην Αθήνα δεν πρόκειται να
προκαλέσει ρήγματα αν κατεβάσει τα ρολά. Υπάρχουν δεκάδες άλλα που θα καλύψουν
το κενό και ενδεχομένως να επωφεληθούν από την αποχώρησή του. Δεν είναι, όμως,
το ίδιο για την υποβαθμισμένη θεατρικά Θεσσαλονίκη. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ άλλο σχήμα που θα μπορούσε
αυτή τη στιγμή να αναπληρώσει το κενό που αφήνει πίσω της η Πειραματική Σκηνή.
Εκτός και αν γίνει κάτι και ο Νικηφόρος Παπανδρέου με τους συνεργάτες του
αναθεωρήσουν. Ποιος ξέρει; Προσωπικά το εύχομαι. Η πόλη τούς έχει ανάγκη. Και
εφόσον τους έχει ανάγκη, ας κάνει κι αυτή κάτι.
Η θεατρικότητα της λέξης
Η εξόρυξη χρυσού από τα σπλάχνα του σώματος των έργων του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη έχει πάρει διαστάσεις πανεθνικού συναγερμού. Ο ένας μετά τον άλλο,
οι θεατράνθρωποί μας τσαλαβουτούν στα έγκατα του πολύχυμου λόγου του,
αναζητώντας την περιπέτεια στις κρυφές εντάσεις, στους υπαινιγμούς, στο
ιδιαίτερο χιούμορ, στη θεραπευτική εξομολόγηση, στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με
το παρελθόν, στο λαχάνιασμα σωμάτων. Και τι δεν έχει η δεξαμενή της φαντασίας
του σπουδαίου αυτού συγγραφέα. Λέξεις εκρηκτικές, λέξεις ατίθασες, λάγνες,
γεμάτες μουσική, χρώματα. Λέξεις που ταιριάζουν γάντι στην πλαστικότητα ενός
χωρου όπως του θεάτρου. Εξ ου και το μεγάλο ενδιαφέρον.
Σωστός στις διακυμάνσεις του, συντονισμένος αρμονικά στις απαιτήσεις
του κειμένου, ο Θανάσης Σαράντος,
ο Αμερικάνος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, εργάστηκε άξια και κατέθεσε
άποψη (σκηνοθεσία) στη σκηνή του Θεάτρου Σοφούλη. Δεν στέκομαι σε πρωτότυπες
ιδέες και εκπλήξεις. Δεν είδα κάτι τέτοιο. Είδα, ωστόσο, μια σμιλεμένη
απλότητα, που ταίριαζε θαρρώ στη γοητευτική πλαστικότητα του πρωτότυπου
κειμένου. Είδα με τι τρυφερότητα ανέβηκε στα άρμα των λέξεων και μας ταξίδεψε
σε μέρη, σε χρόνους, σε ιδιώματα. Είδα πώς δημιουργούσε τα σκηνικά του Εγώ με
ανεπαίσθητους όσο και γοητευτικούς χειρισμούς, χωρίς χάσματα και εφέ.
Οι καλές ερμηνευτικές αναλογίες που εισέπραξα υπαινίχθηκαν έναν κόσμο
ολόκληρο της εποχής. Κέρδος μικρό, αλλά ουσιαστικό, με την καλή συνοδεία των μουσικών
ακουσμάτων του Λάμπρου Πηγούνη (στη Θεσσαλονίκη ερμηνευμένα από τον Στέλιο
Γιαννουλάκη).
Δύο στα δύο
Πέρυσι ήταν η Λωξάντρα που κράτησε το ΚΘΒΕ όρθιο στο ταμείο. Φέτος,
κατά πως δείχνουν τα πράγματα, θα είναι τα πιτσιρίκια και οι μαθητές. Και δεν
λέω αδίκως. Γιατί και η Ντενεκεδούπολη και το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα αξίζουν, το καθένα για διαφορετικούς
λόγους.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη, αυτήν τη φορά στο τιμόνι του οδηγού-σκηνοθέτη,
έφτιαξε, σαν μερακλού Λωξάντρα,
μια συνταγή που έδεσε τα ντενεκεδάκια της Ευγενίας Φακίνου σε μια
«μικρομέγαλη» παράσταση με παλμό, κέφι, χρώματα, φρεσκάδα. Λες και δεν πέρασαν
35 χρόνια από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε. Κι όμως! Το περίεργο, βέβαια, είναι
ότι μπορεί να πέρασε τόσος χρόνος, όμως δεν πρόκειται για πολυπαιγμένη
παράσταση. Απλά, πολύ γνωστή και πολυσυζητημένη. Ίσως αυτή η αραιή παρουσία της
στη σκηνή να προκάλεσε τέτοια κινητοποίηση, μικρών και μεγάλων. Και εκτιμώ πως
η σκηνοθεσία της Μπαξεβάνη (με στοιχεία από μαύρο θέατρο, αντικειμενοθέατρο,
βεβαίως συμβατικό θέατρο, καθώς και μπόλικη τεχνολογία), σε συνδυασμό με τον
πολύ καλό συγχρονισμό των ηθοποιών που χειρίζονται τις κούκλες επάνω σε
κοντάρια (των δέκα και δεκαπέντε κιλών), κρυμμένοι πίσω από έναν τεράστιο
μπερντέ που καλύπτει τη σκηνή του Βασιλικού από τη μια άκρη στην άλλη,
κατέθεσαν μια όμορφη παράσταση (με την ορίτζιναλ μουσική του Μαρκόπουλου) που εμφορείται από τις αρχές και τις
αξίες της φιλίας, της αγάπης, της αλληλεγγύης. Ζεστό το χειροκρότητα και
απολύτως δικαιολογημένο.
Ταξιδεύοντας στ’ αστέρια
Όσο για το έργο του Λουντέμη στη νεανική σκηνή (Μονή Λαζαριστών),
ομολογώ πως είχα πολλές επιφυλάξεις αν θα έβρισκε στόχο. Και ο λόγος απλός:
μπορεί να είναι καλογραμμένο, κοινωνικά ευαίσθητο, τρυφερό, ονειροπόλο,
καυστικό εκεί που πρέπει, δεν παύει ωστόσο να δείχνει ότι κιτρίνισαν τα φύλλα
του. Δύσκολα ταυτίζεται ένα σημερινό παιδί μαζί του. Κι αν η παράσταση που
είδαμε τρέχει, το χρωστά πρωτίστως στον σκηνοθέτη της, τον Γιάννη Ρήγα, που εδώ
καταθέτει μια από τις πλέον ευφάνταστες, γοητευτικές και συμπαγείς προτάσεις
του. Ούτε φλυαρεί ούτε προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Εστιάζει εκεί που πρέπει με
καθαρά θεατρικά μέσα και ηθοποιούς που ξέρουν τι να πουν και πώς να το πουν.
Απόλαυσα και τον Μέλιο του Καραούλη, και τα πολλά προσωπεία του Καραμφίλη και
της Αβραμάκη, και τον τσέλιγκα του Αϊβάζογλου, και γενικά το μπρίο και το
δόσιμο όλων των συντελεστών. Θέαμα για όλες τις ηλικίες.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
11/12/2011