Με εξαίρεση το «Άττις» του Θόδωρου Τερζόπουλου, κανένα άλλο
ελληνικό θεατρικό σχήμα δεν πληροί τις προδιαγραφές του διεθνούς. Σίγουρα
υπήρξαν κατά καιρούς ανήσυχοι Έλληνες καλλιτέχνες που κοιτούσαν και προς τα
έξω, όπως ο Ροντήρης με το Εθνικό, ο Κουν με το Θέατρο Τέχνης και ο Ευαγγελάτος
με το Αμφιθέατρο.
Όπως υπάρχουν και σύγχρονοι σκηνοθέτες που το παλεύουν με αξιώσεις, όπως ο Μαρμαρινός, ή έχουν τα προσόντα να το παλέψουν (ο Χουβαρδάς, ο Μοσχόπουλος, η Πατεράκη, ο Βογιατζής, ο Μαστοράκης κ.ά).
Όπως υπάρχουν και σύγχρονοι σκηνοθέτες που το παλεύουν με αξιώσεις, όπως ο Μαρμαρινός, ή έχουν τα προσόντα να το παλέψουν (ο Χουβαρδάς, ο Μοσχόπουλος, η Πατεράκη, ο Βογιατζής, ο Μαστοράκης κ.ά).
Η κατακλείδα, όμως, παραμένει και λέει κάτι απλό: ως έχουν
τα πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από την απομόνωσή μας, εάν δεν
κάνουμε κάτι δραστικό. Όπως κάνουν όλοι οι καλά οργανωμένοι θίασοι του
εξωτερικού, καλή ώρα η βερολινέζικη Σαουμπίνε, που φιλοξενήθηκε φέτος στα
«Δημήτρια», η οποία για το 2011-12 έχει ήδη κλείσει συμμετοχή σε 26 μεγάλα
φεστιβάλ και θεατρικές πιάτσες (από τη Μελβούρνη μέχρι το Σαντιάγο και την
Αθήνα) με 11, παρακαλώ, παραγωγές της. Δηλαδή, πολλαπλάσιες από ό,τι η διεθνής
κινητικότητα του συνόλου του ελληνικού θεάτρου (των 500 παραγωγών). Είναι να
μην μελαγχολείς; Είναι να μην το κουβεντιάζεις;
Η σύμπραξη δύο
μεγάλων θεάτρων (της Σαουμπίνε και του εθνικού θεάτρου του Ισραήλ «Χάμπιμα»)
μας έφερε την περφόρμανς «Τρίτη γενιά» (Third Generation), με την υπογραφή της
σημαντικότερης Ισραηλινής σκηνοθέτιδας Yael Ronen (-1976). Παράσταση «ανοιχτής
φόρμας», που διαρκώς μετεξελίσσεται στα χέρια των μελών της ομάδας, που
προέρχονται από ένα σύνθετο οικογενειακό, θρησκευτικό και εθνοτικό περιβάλλον.
Προσωπικές ιστορίες, διανθισμένες με μπόλικο χιούμορ και διαδραστικά τρικ,
στρέφουν την προσοχή του θεατή στην έννοια της ταυτότητας: πώς διαμορφώνεται,
ποιοι τη διαμορφώνουν και γιατί; Ένα ταξίδι στη μνήμη, στα τραύματα, σε εθνικές
και προσωπικές αφηγήσεις. Μικρές και μεγάλες αλήθειες, δοσμένες με κέφι και
αμεσότητα, με όλους τους ηθοποιούς
σε μετωπική διάταξη σε σχέση με την πλατεία, με στόχο την ανοιχ
τή επικοινωνία με
το κοινό. Ενίοτε η περφόρμανς παραπατά σε συμπεράσματα κινδυνώδη και αφελή, ιδωμένη όμως ως σύνολο, έχει
αναντίρρητες αρετές που σε κάνουν να σκεφτείς κάποια πράγματα που αφορούν και
τη δική σου πραγματικότητα, τις δικές σου προκαταλήψεις και κατασκευασμένες
αλήθειες.
Συμπέρασμα: Δεν
ξετρελάθηκα. Ούτε όμως το μετάνιωσα. Κάτι μου άφησε για να τη θυμάμαι.
Σπάζοντας τους κώδικες
Το «Έσπασε» του Στέλιου Χατζηαδαμίδη είναι ένα έργο
με αδυναμίες, αλλά και πολλά χαρίσματα (πρωτίστως). Ένα καλά ρυθμισμένο
μεταμοντέρνο παστίς σημειώσεων, εντυπώσεων, εικόνων, στίχων και τραγουδιών, που
στροβιλίζονται πειστικά και αδιάκοπα γύρω από διαλυμένα σώματα και
συναισθήματα. Εξ ου και ο τίτλος του που, αν και δεν μου αρέσει καθόλου (τον
βρίσκω εντελώς αντιθεατρικό), νοηματικά δένει με το σύνολο του εγχειρήματος,
δηλαδή το σπάσιμο των δεσμών με
την κλασική δραματική δομή, με την ιδέα του στρογγυλεμένου χαρακτήρα, την ιδέα
της γραμμικής γραφής, την ιδέα της συμπαγούς ιστορίας κ.λπ.
Ο
Χατζηαδαμίδης δημιούργησε ένα δραματικό σύμπαν-καθρέφτη ενός κερματισμένου
κοινωνικού και, κυρίως, συναισθηματικού ιστού. Και λέω κυρίως, γιατί εκεί
εστιάζει πιο πολύ τις κεραίες του ο νεαρός συγγραφέας: στις προσωπικές σχέσεις,
στην έλλειψη επικοινωνίας, στη μοναξιά, στις χαμένες αφηγήσεις, στις χαμένες υποσχέσεις και στα χαμένα
όνειρα. Είναι η γενιά των 80s και 90s. Μια γενιά μεγαλωμένη με θραύσματα. Μια
γενιά SMS. Μια γενιά ζάπινγκ. Μια γενιά με αναπάντητες κλήσεις. Μια γενιά αόρατων
συνομιλητών. Εν τέλει μια γενιά ασώματη. Από κει και η έμφαση στην παρουσία των
φωνών. Φωνές χωρίς σώματα. Θα μπορούσαν να είναι οποιουδήποτε. Φωνές και
αισθήματα χωρίς παραλήπτες. Και όλα αυτά δοσμένα με καλούς θεατρικούς ρυθμούς,
με αίσθηση της ειρωνείας, του χιούμορ, του αυτοσαρκασμού, του τι πάει να πει
θεατρική επικοινωνία. Ούτε χαζοχαρούμενα ναζάκια ούτε αυτιστικά τερτίπια, σήμα
κατατεθέν μεγάλου μέρους του
θεάτρου μας.
Οι συντελεστές
Σε ένα σκηνικό (της Κατερίνας Παπαγεωργίου)
λιτότατο, σκηνικό οικονομίας και καλής διαρρυθμιστικής προσαρμοστικότητας, η
ευρηματική σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη πρόσθεσε τους δικούς της πόντους . Με έξυπνες επιλογές
ανέβασε τη θεατρικότητα του κειμένου, πύκνωσε τον βηματισμό του, περιόρισε τα
χάσματα, άμβλυνε τις κατά τόπους αμηχανίες και τα ξέπνοα λαχανιάσματά του,
πετυχαίνοντας την απελευθέρωση της διαύγειας των μεταδραματικών διέσεων και
στιγμών.
Οι τέσσερις ηθοποιοί, ανάμεσά τους και ο
συγγραφέας, έκαναν αυτό που ζητούσε το κείμενο για να αναδειχτεί: κινήθηκαν σε
ρυθμούς σλάλομ επάνω στην επιφάνειά του, βγάζοντας σε κάθε στάση το υλικό που
απαιτούσε η στιγμή. Άλλοτε με το μετωπικό τους παίξιμο, άλλοτε με το συνεχές
κλείσιμο του ματιού στον θεατή, το μπες βγες στο πετσί του ρόλου και την
αμφιρρέπουσα τάση τους μεταξύ δράματος και σκέτης αφήγησης, έδρασαν και
απέδρασαν μαζί στον ίδιο χώρο, χωρίς στην ουσία να συναντιούνται πουθενά. Όπως
και οι αφηγήσεις τους, που ναι μεν αφορούσαν περίπου τα ίδια θέματα, δεν ήταν
όμως δεμένες μεταξύ τους. Είχαν τη δική τους αυτονομία, όπως η φωνή από το
σώμα, το σώμα από τα αισθήματά του και ο ένας άνθρωπος από τον συνάνθρωπό του.
Δημήτρης Γκουτζαμάνης, Μαρίνα Μανδαλά, Τατιάνα-Άννα Πίττα και Στέλιος
Χατζηαδαμίδης, έπαιξαν με την ψυχή τους τη μοναξιά τους, τα βάσανά τους, τις αυτοκτονικές
τους τάσεις και τους ατέρμονους καϋμούς τους, χωρίς μελοδραματικά και υστερικά
τερτίπια. Έκαναν αυτό που έπρεπε, για να εισπράξουν τα εύσημα από την πλατεία.
Συμπέρασμα: μια ενδιαφέρουσα παράσταση ενός εξίσου
ενδιαφέροντος κειμένου.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
6/11/2011