Πώς πάμε από τη θεατρική δυστοπία στη μακρινή ευτοπία;

 

 



Όταν έκλεισαν τα φώτα των θεάτρων τον περασμένο Μάρτιο, όλοι νομίσαμε ότι ήταν κάτι σαν διάλειμμα. Ένας καφές, ένα ποτό στα γρήγορα και πίσω στην αίθουσα πάλι. Όμως δεν ήταν διάλειμμα. Ήταν το ίδιο το έργο, η παράσταση. Και δεν ήταν δίωρη. Ήταν πολύμηνη. Κανένας δεν κατάλαβε τότε ότι η πραγματικότητα μάς επιφύλασσε κοσμογονικές αλλαγές που μόνο σε ένα έργο επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσαν να συμβούν. Κι όμως, συνέβησαν τόσο αστραπιαία που μας ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μας βρήκε όλους εντελώς απροετοίμαστους.

Η εμφάνιση των εμβολίων τους τελευταίους μήνες κόμισε κάποιες ελπίδες πως τα θέατρα  ενδέχεται να ανοίξουν τον Σεπτέμβριο του 2021. Οι πιο απαισιόδοξοι, ειδικά  στις μεγάλες θεατρικές πιάτσες του κόσμου (βλ. Μπρόντγουεη π.χ),  μιλούν για πλήρη αποκατάσταση το 2025. Το απεύχομαι, γιατί ελάχιστοι θα αντέξουν μέχρι τότε. Εν πάση περιπτώσει, ο χρόνος θα δείξει. Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί δεν θα σταθώ στα άπειρα δεινά που έφερε η πανδημία, αφού είναι σε όλους γνωστά. Θα επικεντρωθώ σε κάποιες παραμέτρους που θεωρώ πως θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυριανής εικόνας του θεάτρου γενικά, και ειδικότερα του δικού μας θεάτρου.

Μαζικά κινήματα και «-τόποι»

Μεταξύ άλλων θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θέατρο είναι ένα καταφύγιο για όλους εκείνους που δεν αντέχουν την κοινωνική δυστοπία και αναζητούν άλλους τρόπους και δρόμους να αγκυροβολήσουν το Εγώ τους, το ταλέντο τους, τα όνειρά τους, τις ανησυχίες και ίσως τις ανασφάλειές τους.  Ένας φιλόξενος τόπος όπου δίνεται η ευκαιρία στον καθένα να είναι ό,τι επιθυμεί.  Με δυο λόγια: είναι ένα μεγάλο «σπίτι ψευδαισθήσεων» το οποίο στα χέρια ικανών ενοίκων οδηγεί σε εξίσου μεγάλες αλήθειες. Γιατί το λέω αυτό;


Το ενδιαφέρον με την περίπτωση του κινήματος #metto είναι ότι μπήκε και μετέτρεψε, κυριολεκτικά εν μία νυχτί,  αυτό το «σπίτι των ψευδαισθήσεων», και μάλιστα το "εθνικό σπίτι", μεταξύ άλλων, σε ένα "σπίτι-κολαστήριο". Κατεδαφίζοντας τον προστατευτικό τέταρτο τοίχο,  το έκανε πρωτοσέλιδο με τη μορφή θεάτρου ντοκουμέντο, με «μάρτυρες» αντί θεατές, με ιστορίες αντί μυθιστορίες, με τεκμήρια αντί υποθέσεις, με πρόσωπα αντί προσωπεία.  Πολλές υπόγειες και σκοτεινές δράσεις «εκεί και τότε» απέκτησαν τη δυναμική της επιτελεστικής παροντικότητας και του κατεπείγοντος «εδώ και τώρα». Παθογένειες, εγκλήματα,  άθλιες συμπεριφορές,  θέματα  ισότητας, περίεργες διαδικασίες ακροάσεων, θέματα πολιτικής ορθότητας και απολαβών, συνέθεσαν ένα δραματικό καλειδοσκόπιο, το οποίο είναι προφανές ότι θα χρειαστεί πλέον μια καινούργια επίπονη προσπάθεια προκειμένου να επιστρέψει επουλωμένο και να αποδώσει ευεργετικούς κα υγιείς καρπούς.

Περί ουτοπίας και ευτοπίας

Συνήθως κατά τη διάρκεια μιας μαζικής κινητοποίησης ο κόσμος κουβαλά μεγάλο καλάθι, όπου ρίχνει μέσα τα όνειρά του, τους στόχους του, τις προθέσεις του, τις ιδέες του, τα ιδανικά του, αυτά που θα ήθελε να κάνει στη ζωή και δεν μπόρεσε. Και είναι πολύ φυσιολογικό. Το ενδεχόμενο ενός καινούργιου κόσμου, ενός καινούργιου θεάτρου εν προκειμένω, λιπαίνει τη φαντασία και την οδηγεί  σε εξαγγελίες, μανιφέστα, υποσχόμενες δηλώσεις κ.λπ. Όμως η ιστορία έχει δείξει, μέσα από όλες (sic) τις επαναστάσεις και τις μαζικές κινητοποιήσεις της, ότι η ουτοπία (το παράγωγο της φαντασίας) στο τέλος ενός αγώνα παραμένει πεισματικά  ένας μη-τόπος (ου-τόπος)—ένα άπιαστο (στη  τελειότητά του) κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα.


 Το θέατρό μας δεν στερείται ταλέντων. Ούτε θεωρώ ότι οι άθλιες συμπεριφορές που βγήκαν στο φως χαρακτηρίζουν το σύνολο του χώρου ή συγκεκριμένες ηλικίες. Αποτελούν μια απόλυτα κατακριτέα εξαίρεση, που όμως, ως εξαίρεση, έρχεται να επιβεβαιώσει τη σκέψη που λέει ότι: σε αυτή την κρίσιμη καμπή για ένα λαβωμένο θέατρο, το  ζητούμενο  των προσπαθειών δεν πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου, άλλη μια ουτοπία, όπως την περιέγραψα πιο πάνω, αλλά μια  «ευτοπία», δηλαδή  ένας θεατρικός τόπος, μια καλλιτεχνική κοινότητα όσο γίνεται καλύτερα και υγιέστερα προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μελών της, των θεατών και των καιρών της.  Δεν μιλάμε για το αντίθετο της πραγματικότητας, ούτε για κάτι τέλειο και παραδεισένιο, αλλά για μια «δυνατή θεατρική πραγματικότητα», πιο ανθρώπινη και λειτουργική, όπου θα έχει θέση και το όμοιο και το διαφορετικό και τα εντός και τα εκτός, και το οικείο και το ανοίκειο.

Από δω και πέρα

Το θέατρό μας, είτε ως γραφή είτε ως σκηνική πράξη, πρέπει τώρα που επιχειρεί να διώξει τα έλκη και τα τραύματα από πάνω του, να ξανασκεφτεί θέματα που αφορούν τις εργασιακές του σχέσεις, τις δεσμεύσεις, τα συμβόλαια,  τις πρόβες, την αξιοκρατία, τις καλλιτεχνικές διευθύνσεις οργανισμών,  την ανεξέλεγκτη ποσοτική του έκρηξη (πού οδηγεί, ποια τα οφέλη;), την ανάγκη φιλοξενίας πιο ποικίλων, στοχαστικών και ουσιαστικών αφηγήσεων που να καλύπτουν θέματα σχετικά με την πατριαρχία, τη  μητριαρχία, τη σεξουαλικότητα, τη σωματικότητα, την εθνικότητα, την ταυτότητα, την εξουσία, την ιεραρχία, και τα στερεότυπα  εκείνα που για δεκαετίες στήριξαν  τις ιστορίες και τις μυθιστορίες του.

 Επιστρέφοντας στη σκηνή το θέατρο της Επόμενης Μέρας πρέπει να δείξει περισσότερη ευαισθησία για το περιβάλλον, τη φύση, τα ζώα και κυρίως τη συμφιλίωση του ανθρώπου με όλα αυτά. Δηλαδή, να δει τι υποσχέσεις (αλλά και τι παγίδες) μπορεί να κρύβει η συνέχεια του μεταμοντερνισμού, ο μετα-ανθρωπισμός και η συνοδευτική  υψηλή τεχνολογία.


Επιστρέφοντας στη σκηνή πρέπει επιτέλους  να αναπτύξει και μηχανισμούς αυτοκριτικής (για τα δεινά του δεν φταίνε πάντοτε οι άλλοι),  αλλά και εξωστρέφειας ώστε να αρχίσει να ταξιδεύει, να μετράει το μπόι του στον διεθνή στίβο, να κάνει διεθνείς συμμαχίες, να κρίνει και να κρίνεται σε ένα περιβάλλον διευρυμένο και πολυεθνικό.

Με δυο λόγια, οι καιροί απαιτούν ένα θέατρο πιο αντιπροσωπευτικό των κοινοτήτων που συνθέτουν το σώμα του έθνους αλλά και πιο ανθεκτικό στις απαιτήσεις των κοσμοπολίτικων καιρών μας. Και εκτιμώ πως τώρα είναι μια ευκαιρία να δοκιμαστούν νέα μοντέλα και άλλες νοοτροπίες, χωρίς αυτό να σημαίνει διαγραφή όλων των παλιών. Με το παλιό το νέο οφείλει να συνομιλεί και να χτίζει επάνω στα θετικά στοιχεία που κληρονόμησε. Τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα. Πάντα κάτι έχει προηγηθεί. Οι εξαγγελίες περί παρθενογέννησης είναι αφελείς, στην καλύτερη περίπτωση.

Και εννοείται πως μαζί με όλα αυτά  πρέπει να ανανεωθεί και ο τρόπος διδασκαλίας του θεάτρου. Τα δρομολόγια που οδηγούν στο αύριο αρχίζουν από τους χώρους διδασκαλίας. Εκεί μαθαίνει ο αυριανός καλλιτέχνης ή ερευνητής τι σημαίνει «υποδύομαι ένα ρόλο», τι σημαίνει «μιμούμαι», τι σημαίνει «επικοινωνώ», τι σημαίνει «παίζω», τι σημαίνει κάνω θέατρο σε μια κοινωνία που μεταμορφώνεται διαρκώς σε κάτι άλλο, σε μια πραγματικότητα που αρνείται την ίδια την πραγματικότητά της.

Οι δυο συμβαλλόμενοι

Είναι αλήθεια ότι σε όλο αυτό το διάστημα των τραυματικών αποκαλύψεων, δόθηκαν υποσχέσεις, δημοσιοποιήθηκαν αιτήματα και  τοποθετήσεις ένθεν κακείθεν. Το θέμα από δω και πέρα είναι  σε ποιες υλοποιήσιμες πράξεις οδηγούν τελικά όλα αυτά. Σε ένα ταγκό πάντα χορεύουν δύο. Ποτέ ένας. Και για να υπάρχει ευρυθμία και κατά συνέπεια καλό τελικό θέαμα χρειάζεται γνώση του βηματισμού και συγχρονισμός.

Το Κράτος, από τη μεριά του, και διά του αρμόδιου υπουργείου, καλείται να  κάνει τα αυτονόητα, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γενναία οικονομική στήριξη του χώρου καθώς επίσης και τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών ώστε να υπάρχει συστηματική και αξιοκρατική προβολή του θεάτρου στο εξωτερικό. Οι καιροί είναι άκρως ανταγωνιστικοί. Όλοι διεκδικούν μια θέση διεθνούς ορατότητας. Δεν μπορεί, πλην ελάχιστων (και γνωστών) εξαιρέσεων, να απουσιάζουμε από τον διεθνή θεατρικό χάρτη και παράλληλα να κοκορευόμαστε ότι είμαστε η κοιτίδα του δυτικού θεάτρου

Επίσης, λέξεις όπως «Εθνικό», «Κρατικό», ακόμη και "Δημοτικό"  θέατρο, χρήζουν νέων τρόπων προσέγγισης, στήριξης και λειτουργίας. Οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς πρέπει να διερωτηθούν τι σημαίνουν άραγε και για ποιους σημαίνουν αυτοί οι θεσμοί;  Πώς είθισται να διαμορφώνεται το πρόγραμμά τους σε μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα; Από τα πάνω προς τα κάτω, από τα μέσα προς τα έξω ή το αντίστροφο; Και ποιοι είναι  «πάνω» και ποιοι «κάτω»; Και ποιος καλείται κάθε φορά να διευθύνει αυτούς τους οργανισμούς και με τι προσόντα; Έλληνας ή και ξένος (εφόσον προκύψει ενδιαφέρον); Έχει  γίνει εκ μέρους του υπουργείου κάποια πρόσφατη έρευνα γύρω από τις προτιμήσεις του κοινού τόσο στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία; Τι «εθνικό/κρατικό/δημοτικό» θέατρο έχει ανάγκη ή φαντάζεται ο κόσμος; Και ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Ποια είναι η φυλετική, η θρησκευτική, η οικονομική, η επαγγελματική και η έμφυλη φυσιογνωμία του; Ποια είναι  η ηλικία του; Η παιδεία του;

Όμως, σε μια δημοκρατία το θέατρο δεν είναι το κράτος. Πέρα από τις αυτονόητες ευθύνες και υποχρεώσεις του που αφορούν την οικονομική του στήριξη και την όσο το δυνατό πιο εύρυθμη και δημοκρατική λειτουργία και προβολή του, οι καλλιτέχνες οι ίδιοι είναι εκείνοι που καλούνται να σύρουν τον χορό, να θέσουν τον πήχη, να υποδείξουν τα βήματα και, ως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, να γυρίσουν σελίδα, να ξανακοιτάξουν αξίες, δεσμεύσεις, σχέσεις, υποχρεώσεις, παθογένειες και ευθύνες. Δηλαδή, να  αντιμετωπίσουν μετωπικά την κατάσταση με έργα και πράξεις ουσίας, προκειμένου  να πάνε παραπέρα.

Και διερωτώμαι: Η βαθιά πληγωμένη θεατρική κοινότητα έχει επεξεργαστεί κάποιο δικό της πλάνο  εξόδου; Έχει κάποιο όραμα να αντιπροτείνει ως απάντηση στην κυρίαρχη δυστοπία και εάν ναι, πώς μπορεί να υλοποιηθεί; Στέκομαι ειδικά στη λέξη όραμα γιατί δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα, τουλάχιστον γι’ αυτούς που θέλουν να ανεβάσουν τον ποιοτικό πήχη. Ένα ταξίδι προς την κορυφή κουβαλά τεράστιες δόσεις αβάσταχτης μοναξιάς. Για να το αντέξει κάποιος απαιτείται να έχει πίστη στο όραμα, διαφορετικά θα ξεμείνει από καύσιμα. Το όραμα είναι αποκλειστικά ευθύνη των καλλιτεχνών. Κανείς δεν μπορεί να τους το δανείσει και κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει.

Όλα αυτά εν τέλει σημαίνουν κάτι απλό: η θεατρική κοινότητα, επιστρέφοντας στους οικείους χώρους της, πρέπει να διερωτηθεί κατά πόσο είναι διατεθειμένη να κάνει θέατρο την ίδια την αγωνία της ανακάλυψης; Γιατί χωρίς αυτή την αγωνία, η επιστροφή στα παλιά και δοκιμασμένα  φαντάζει αναπόφευκτη.

Το πορτρέτο του νέου θεατή

Ο θεατής της Επόμενης Μέρας, είναι κι αυτό ένα από τα ακανθώδη ζητούμενα. Θα επιστρέψει στις αίθουσες;  Τι θέατρο άραγε θα ζητήσει μετά από μήνες απίστευτης δοκιμασίας;


Δεν είμαι σίγουρος ποια είναι η μέση ηλικία του έλληνα θεατρόφιλου. Δεν έχω διαβάσει κάποια μελέτη. Μέχρι και την έκρηξη της πανδημίας υποθέτω πως ήταν μεταξύ 45-50. Δηλαδή, κοινό μέσης ηλικίας. Και εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος: Οι νέοι πού είναι (πού ήταν); Προφανώς δεν αναφέρομαι στους νέους εκείνους που συνηθίζαμε να βλέπουμε  στις διάφορες εναλλακτικές παραστάσεις στις οποίες κατέληγαν συνήθως μετά από πρόσκληση ή γιατί συμμετείχε  κάποιος γνωστός στη διανομή. Μιλώ για τους πραγματικά νέους θεατρόφιλους. Επιτρέψτε μου να σταθώ για το παράδειγμά μου στη Θεσσαλονίκη.

 Ενώ υπερηφανεύεται ότι είναι η μεγαλύτερη φοιτητούπολη στη χώρα (οι αριθμοί μιλάνε για 150.000 φοιτητές)  δεν κατάφερε να συντηρήσει κάποιο εναλλακτικό, πειραματικό θέατρο (που είναι ο φυσικός χώρος των νέων). Το ρεκόρ «εναλλακτικής» βιωσιμότητας το διατηρούν  ακόμη οι «Νέες Μορφές» (δημιούργημα των Γιάννη Παρασκευόπουλου και Σίμου Κακάλα) από τη δεκαετία του 1990 (άντεξαν περίπου δέκα χρίονια).  Οι νέοι ηθοποιοί, μόλις τελειώσουν τις θεατρικές τους σπουδές κατηφορίζουν στην Αθήνα ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάθονται λίγο στην πόλη για τις ανάγκες κάποιας παράστασης και μετά φεύγουν. Και όσοι μένουν (ελάχιστοι) κατασκηνώνουν (οι περισσότεροι τουλάχιστο)  στον αυλόγυρο του Κρατικού για να βγάλουν μεροκάματο. Όμως το Κρατικό, όπως και κάθε ανά τον κόσμο Κρατικό ή Εθνικό, δεν δημιουργεί το «Νέο». Το δανείζεται από τους χώρους του εναλλακτικού θεάτρου και το επισημοποιεί/νομιμοποιεί μέσα από την χρήση του. Όλα αρχίζουν από τον χώρο του εναλλακτικού θεάτρου. Δηλαδή, από τους νέους. Γι΄αυτό, τώρα που έχουν μπει στη συζήτηση όλα τα θέματα που απασχολούν τον θεατρικό χώρο και τα προβλήματά του, πρέπει να απασχολήσει πολύ και αυτό το ζήτημα. Να διερωτηθούν οι άμεσα εμπλεκόμενοι κατά πόσο υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί και ικανές ιδέες προσέλκυσης των νέων, πράγμα που σημαίνει σοβαρή μελέτη του πορτρέτου αυτού του/της νέου/νέας. Τι μας αποκαλύπτει; 

 Ο νέος σήμερα ζητά άλλα ερεθίσματα, έχει άλλες ανάγκες. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια γενιά που δεν την αγγίζει εύκολα η έκπληξη. Μου αρέσει να την αποκαλώ surprise proof generation. Όπως τα ρολόγια  waterproof: τα ρίχνεις στο νερό τα βγάζεις και δεν έχουν πάθει τίποτα. Ή αν θέλετε όπως τα αλεξίσφαιρα γιλέκα—bulletproof. Έτσι είναι και ένας νέος σήμερα. Φοράει αλεξίσφαιρο γιλέκο. Δεν θέλγεται εύκολα από ξαναζεσταμένο και προβλέψιμο φαγητό. Μετά από άπειρες ώρες μπροστά στον υπολογιστή όπου έχει πρόσβαση στα πάντα, από τα πλέον ακραία μέχρι τα πιο κοινά, οι απαιτήσεις του είναι άλλες. Όπως δεν έχει ανάγκη  τον δάσκαλο να του πει στο μάθημα της Γεωγραφίας λ.χ. την πληθυσμιακή σύνθεση της Ινδίας (ένα κλικ στο Google του λύνει την απορία) έτσι δεν έχει ανάγκη και το θέατρο να του μιλήσει για ενδοοικογενειακή βία, για βιασμό, για απάτη. Είναι η καθημερινή  διαδικτυακή και τηλεοπτική τροφή του.

Με αυτό δεν ισχυρίζομαι ότι το θέατρο τα αγνοεί όλα αυτά. Κάθε άλλο. Εκείνο που λέω και υπογραμμίζω είναι πως στο θέατρο έχει τεράστια σημασία το «πώς» της γραφής προκειμένου να αναδειχτεί η όποια φρεσκάδα και σημασία του «τι» του περιεχομένου. Το θέατρο που θέλει να αγγίξει τον νέο δεν αρκεί να κάνει αναπαραγωγή ειδήσεων που εύκολα μπορεί να έχει κάποιος από  άλλα μέσα. Οφείλει να προκαλεί μια έντονη αίσθηση παραξενίσματος, η οποία, εκτός όλων των άλλων, πηγαίνει «πακέτο» με τη γενικότερη αντίληψη του νέου περί βραδινής εξόδου.

Ο νέος όταν αποφασίσει να βγει δεν θα πει (υποθέτω) ένα σκέτο «πηγαίνω στο θέατρο» αλλά «βγαίνω για βράδυ», δηλαδή «συνδυάζω πιθανές και ίσως απρόβλεπτες και όσο γίνεται πιο οικονομικές απο/δράσεις», ανάμεσά τους και το θέατρο. Ο νέος θέλγεται από το ενδεχόμενο νέων ερεθισμάτων. Από τη φύση του είναι συλλέκτης εμπειριών. Και το θέατρο που θέλει να  τον έχει κοντά του πρέπει να δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση όπου ο νέος θα πει, «θέλω να το ζήσω αυτό», «θέλω οπωσδήποτε να πάω εκεί», «δεν το χάνω με τίποτα». Πόσες φορές αλήθεια ακούσαμε νέους να κόπτονται να δουν μια παράσταση; Προσωπικά πολύ σπάνια. Γιατί άραγε; 

Και κάτι ακόμη. Σε αντίθεση με παλαιότερες γενιές που έμεναν πιστές σε εργοδότες και τόπους καταγωγής, η πιο σύγχρονη γενιά είναι πιο νομαδική, κινητική και «άπιστη» σε τόπους και ορισμούς. Και αυτό φαίνεται και στις θεατρικές της επιλογές. Ενώ παλαιότερα υπήρχαν οι φανατικοί (κάτι όπως οι groupie των ροκ συγκροτημάτων), που ακολουθούσαν πεισματικά ένα όνομα ή θίασο, σήμερα δεν υπάρχουν τόσο "πιστοί" θεατρόφιλοι ανάμεσα στους νέους.  Όπως αλλάζουν δουλειές, το ίδιο εύκολα μετακινούνται από το ένα ερέθισμα στο άλλο. Και αυτό είναι ένα δεδομένο που πρέπει να το έχουν υπόψη τους όσοι διαμορφώνουν τη ρεπερτοριακή και επικοινωνιακή πολιτική των θιάσων. Πώς κερδίζουν μια μονίμως εν κινήσει νεολαία; Και κάτι ακόμη.

Οι νέοι είναι σαφώς πιο δεκτικοί σε θέματα διαφορετικότητας, καταγωγής, μετανάστευσης, θρησκείας. Οπότε και το θέατρο που θέλει να τους προσελκύσει πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά τη θεματολογία του, τη σκηνοθεσία του, τη γεωγραφία του, τη μορφοδομή του, και πάνω από όλα τις σχέσεις σκηνής/πλατείας. Ο νέος μπορεί να μην  ξαφνιάζεται εύκολα από το θέαμα, μπορεί να βαριέται πιο εύκολα γιατί πολλά του φαίνονται κοινότοπα, όμως σε αντίθεση με ένα πιο «παραδοσιακό» θεατή, συμμετέχει πολύ πιο άνετα σε ένα δρώμενο. Πολύ πιο εύκολα παραβιάζει τον «τέταρτο τοίχο», τα όρια δηλαδή. Και δεν είναι τυχαίο. Οι νέοι έχουν μάθει, ελέω τεχνολογίας,  να διασχίζουν όρια όλων των ειδών (δεν έχει σημασία που είναι εικονικά), να συμμετέχουν και να επιβάλλουν την παρουσία τους. Δείτε με τι ευκολία τρέχουν στα διάφορα reality shows, χωρίς να έχουν ιδέα τι σημαίνει «υποδύομαι ρόλο». Δείτε με τι πονηρό τρόπο τα τηλεοπτικά παιχνίδια τους καλούν να γίνουν «συν-τελεστές» με ένα τηλεφώνημα ή ένα μήνυμα.

Η σύγχρονη κουλτούρα από τη μια απομονώνει το άτομο και από την άλλη του δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συμμετάσχει οπουδήποτε, καθορίζοντας έτσι και την έκβαση ενός θεάματος ή μιας ιστορίας. Τα like, τα share, τα σχόλια δίνουν στο άτομο χώρο να παρεισφρύσει και να τοποθετηθεί. Εξ ου και η μεγάλη ανάπτυξη του συμμετοχικού θεάτρου, όπου το άτομο μπαίνει ως «συν-τελεστής/συν-δημιουργός» και όχι ως απλός παθητικός δέκτης.

Και μιας και ανέφερα πιο πάνω τη Θεσσαλονίκη, την επαναφέρω για να προσθέσω εδώ ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμιά θεατρική αίθουσα στην πόλη που να είναι «φιλική» για ένα νέο (όπως τουλάχιστο τον περιέγραψα). Πλην των δύο μικρών σκηνών του ΚΘΒΕ, όλες είναι παλιάς ιταλικής (ή σχεδόν) κοπής, με ελάχιστες δυνατότητές γόνιμης εκμετάλλευσής τους για τη διεξαγωγή ενός διαφορετικού (και απρόβλεπτου) επικοινωνιακού παιχνιδιού με την πλατεία.

Νέοι καλλιτέχνες

Αυτά και πολλά άλλα που αφορούν το θέατρο της Επόμενης Μέρας καλούνται να σκεφτούν πρωτίστως οι καλλιτέχνες της  νέας γενιάς  που περιμένουν τη «σειρά» τους να μπουν σε αυτό τον ταραγμένο στίβο και να δοκιμαστούν. Καλλιτέχνες τους οποίους η πανδημία  κράτησε ανενεργούς μήνες τώρα στο περιθώριο. Kαι διερωτώμαι: σκέφτηκαν όλο αυτό το διάστημα που παρακολουθούν αυτά τα φοβερά και τρομερά, που βλέπουν ένα κόσμο να αλλάζει με φρενήρεις ρυθμούς, σκέφτηκαν, ξαναρωτάω, ποιος θα μπορούσε να είναι ο δικός τους (αυριανός) ρόλος, ως απάντηση στον ρόλο των «παλιών» που, όπως φαίνεται από τις διαδικτυακές τους αναρτήσεις, τις δηλώσεις και διαδηλώσεις τους, δεν τους καλύπτει, τουλάχιστο στον βαθμό που θα ήθελαν; 

Ποια τέχνη κουβαλούν στο μυαλό τους που εκτιμούν ότι θα αλλάξει τα πράγματα; Πώς φαντάζονται τις σχέσεις τους με την εξουσία, τους αυριανούς χρηματοδότες τους, το κοινό τους; Ενόσω σπούδαζαν κάθισαν να σκεφτούν ποιο θέατρο τους ταιριάζει για να το κάνουν πράξη μόλις τους δοθεί η ευκαιρία; Τι θα ήθελαν; Να ψυχαγωγήσουν; Να υπηρετήσουν το ωραίο; Να υπηρετήσουν τον πολιτισμό; Την αντίσταση; Τη δράση; Την αλλαγή; Την προσωπική έκφραση; Τη στράτευση; Την τέχνη για την τέχνη; Λίγο από όλα και ό,τι ήθελε προκύψει;

Σκέφτηκαν εάν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση προς την «ευ-τοπία»; Κι αν δεν τις διαθέτουν, αναλογίστηκαν πώς μπορούν να τις αποκτήσουν, πόσες άπειρες ώρες σκληρής δουλειάς και μοναξιάς  θα χρειαστούν  προκειμένου να αντιμετωπίσουν με νέους όρους έναν αλλιώτικο κόσμο, ένα κόσμο πολύ σύνθετο, δυσανάγνωστο και ευμετάβλητο; Ένα κόσμο ο οποίος, υποκλέβοντας το θέατρο, «θεατρινίζει» αδιάκοπα, με πρώτους και καλύτερους τους πολιτικούς; Ένα κόσμο μονίμως μασκαρεμένο; Ένα κόσμο που έχει μπερδέψει το πρόσωπο με το προσωπείο, συρρικνώνοντας επικίνδυνα την απόσταση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα; Ένα κόσμο συγκρουόμενων αληθειών; Ένα κόσμο βαθιά εσωστρεφή, μοναχικό και ολοένα και πιο συντηρητικό; Ένα κόσμο που έχει ανάγκη από άλλα εργαλεία ανάγνωσης και ερμηνείας, εργαλεία που απαιτούν πολλή δουλειά, μα πάρα πολλή δουλειά για να αποδώσουν;

Τελικά, τι ονειρεύονται να δώσουν σε αυτό τον απαιτητικό και ναρκοθετημένο κόσμο οι «Μετα-πανδημικοί» μας καλλιτέχνες; Σίγουρα όχι εμπειρίες; Κανείς μας δεν το περιμένει αυτό. Όμως, δεν μπορεί να ταξιδεύουν με άδειες αποσκευές. Κάπου πρέπει να κουβαλούν υποσχέσεις, τουλάχιστο υποσχέσεις που έχουν δώσει στον ίδιο τον εαυτό τους, κάποια όνειρα, κάποιους στόχους;


Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να θυμούνται ότι μπορεί η κοινωνία να επιμένει στον πραγματισμό και τη σκληρή λογική της επιβίωσης, μπορεί να πνίγει με τις τακτικές της τους ονειροπαρμένους, όμως το θέατρο είναι από τους ελάχιστους εναπομείναντες χώρους που εξακολουθεί να ζητά ακόμη τις υπηρεσίες ρομαντικών δονκιχώτηδων. Όποιος μπαίνει στον χώρο αυτό χωρίς να πιστεύει έτσω και λίγο στους ανεμόμυλους του Θερβάντες (και το όποιο αναπόφευκτο τίμημά τους), θα καταλήξει να ανακυκλώνει αυτά που δηλώνει ότι μισεί σήμερα.

Κι αν στέκομαι ειδικά στην περίπτωση όλων αυτών των νέων που πρόσφατα δημοσιοποίησαν τις αγωνίες τους γύρω από τις σπουδές τους, είναι γιατί όλα όσα γίνονται τους αφορούν και τους επηρεάζουν πιο άμεσα. Όλοι αυτοί είναι το αύριο του θεάτρου. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να τους δώσω μια καθαρή απάντηση τι περιμένω ως θεατής από το θέατρο της Επόμενης Μέρας, της δικής τους Μέρας. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι θα ήθελα να υποδεχτώ ένα θέατρο βαθιά καλλιεργημένο, υποψιασμένο και στοχαστικό, ένα θέατρο σε θέση να ξεχωρίζει τον σκηνικό θόρυβο από τη σκηνική σύνθεση, ένα θέατρο που να πείθει ότι ξέρει να αφουγκράζεται, να μοιράζεται και να παράγει ευεργετικά ερεθίσματα.

 Επιμένω στη λέξη αφουγκράζεται, γιατί το να ακούει κάποιος είναι σημαντικό, ιδιαίτερα σήμερα, όπου όλοι μιλούν, οπότε το να ακούει κάποιος είναι μια μορφή δράσης. Μόνο όταν κάποιος αφουγκράζεται μπορεί να μετατρέψει τα ακουστικά ερεθίσματα σε σκηνικά ευεργετήματα. Όμως, το να ακούει κανείς δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί υπομονή, περιέργεια, γενναιοδωρία, έγνοια, και κυρίως διάθεση και τόλμη να κάνει παράλληλα και την αυτοκριτική του, να αποδεχτεί  τα όποια λάθη του, και όλα αυτά στο όνομα  ή με το όνειρο μιας νέας ανακάλυψης.

Οι νέοι ας αναλογιστούν, λοιπόν, αφού έχουν αφουγκραστεί τον περίγυρο, αφού έχουν δει και πονέσει με όλα αυτά που συμβαίνουν, τι θέατρο μπορούν να μας γνωρίσουν απο δω και πέρα.

Ως κατακλείδα, θα τους έλεγα, πιο πολύ με την ιδιότητα του θεατή παρά του δασκάλου, ότι  ο ρόλος τους (εφόσον ονειρεύονται να χαράξουν τα δικά τους δρομολόγιά), στο δικό μου μυαλό τουλάχιστο,  δεν είναι να δημιουργήσουν ένα θέατρο που θα  βοηθήσει όλους εμάς στην πλατεία να πάμε «από δω ως εκεί», από το «εδώ και τώρα» στο «εκεί και τότε» και πίσω (αυτό το κάνουν και το έκαναν όλα τα θέατρα), αλλά να ανακαλύψουν ένα δικό τους «εκεί» και να βρουν τρόπους να μας πάρουν μαζί τους σ’ αυτό το ταξίδι. Ένα ταξίδι στη δική τους «ευ-τοπία». Ταξίδι μακρινό και δύσκολο, γεμάτο εκπλήξεις και κινδύνους, γι' αυτό και γοητευτικό.

 

 

 

 

 

 

Share:

Αναγνώστες

Translate

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

CURRICULUM VITAE (CV)/ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Critical Stages/Scènes critiques

Critical Stages/Scènes critiques
The Journal of the International Association of Theatre Critics

USEFUL LINKS/ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

ARTICLES IN ENGLISH

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ-CURRENT REVIEWS (in Greek)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ (FOR GENERAL READING)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ (SCHOLARLY PUBLICATIONS--in Greek)

Περιεχόμενα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Recent Posts