Είναι κοινή πρακτική να κυκλοφορούν, περίπου τέτοια εποχή, οι επιλογές των κριτικών ή των δημοσιογράφων του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ με τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις της χρονιάς που πέρασε. Και δεν είναι κακό αυτό. Κάθε άλλο. Απλά δεν είναι τόσο εύκολη ή αδιάφορη ή ακόμη και «αθώα» υπόθεση, όπως ενδεχομένως μπορεί να εκτιμούν ορισμένοι, δεδομένου ότι έχει άμεση σχέση με την ίδια την ποιότητα του θεάτρου που θέλουμε να στηρίξουμε και να προβάλουμε μέσα από τις επιλογές μας.
Όσο πιο ψηλά θέλουμε να είναι ο πήχης, τόσο πιο απαιτητικά πρέπει να είναι και τα κριτήριά μας. Το θέμα είναι ποιος ορίζει αυτά τα κριτήρια, τα οποία ο νόμος της σύγχρονης σχετικότητας έχει μετατρέψει σε λάστιχο;
Κριτήρια επιλογής
Ένα είναι το βέβαιον: δεν υπάρχουν αμετακίνητες αρχές. Κάποιοι επιλέγουν παραστάσεις επειδή τους άρεσε το κείμενο, άλλοι πιο πολύ για τη σκηνοθετική άποψη, άλλοι επειδή είναι πρωτοεμφανιζόμενη δουλειά, άλλοι γιατί έπαιζε κάποιος σταρ ή κάποιος συγγενής, άλλοι για το εικαστικό μέρος, άλλοι επιλέγουν με κριτήριο την αποδοχή τους από τον κόσμο, άλλοι σύμφωνα με το τι επιλέγουν οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι ή κριτικοί και άλλοι γιατί απλώς έτσι γουστάρουν και πάει λέγοντας. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι.
Όμως, πέρα από τις όποιες προσωπικές θέσεις ή εμμονές, θεωρώ πως κάθε επιλογή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της πρωτίστως το ερώτημα κατά πόσο το θέαμα πληροί στο σύνολό του ποιοτικές προδιαγραφές τέτοιες που να του επιτρέπουν να σταθεί και πέρα από τα όρια της κοινότητάς του.
Είμαι κάθετα εναντίον της ιδέας αξιολόγησης μιας παράστασης στα όρια της κοινότητας, όχι μόνο γιατί έτσι κάνουμε μεγάλη ζημιά και στους ίδιους τους καλλιτέχνες (ενισχύοντας τον εφησυχασμό τους) αλλά και στην ίδια την εξέλιξη του θεάτρου, το οποίο οδηγούμε σε έναν επαρχιώτικο απομονωτισμό, ο οποίος αντί να ανεβάζει τον πήχη τον κατεβάζει συνεχώς για να βολεύονται όλοι.
Και για να έρθω στα καθ’ ημάς, λέμε και ξαναλέμε ότι έχουμε δεκάδες παραστάσεις, όμως δεν μπορεί να μην προβληματίζει το γεγονός ότι καμιά απ’ αυτές δεν ταξιδεύει. Ναι, θα συμφωνήσω ότι φταίνε και τα οικονομικά και η απουσία φορέων, αλλά μήπως τελικά φταίει και η ποιότητα;
Δείτε τι γίνεται στην Αθήνα, τη μέχρι πρότινος θεατρικά απομονωμένη (εννοώ προ Λούκου). Από τότε που το αθηναϊκό θέατρο άρχισε να παρακολουθεί από κοντά τα σύγχρονα ρεύματα και να κρίνεται με τα ίδια μέτρα και σταθμά, έχει ανεβάσει αισθητά την ποιότητά του και φυσικά τις συμμετοχές του σε διεθνή φεστιβάλ. Το ένα φέρνει τ’ άλλο.
Όγκος παραστάσεων
Εκτός όλων αυτών των ζητημάτων που αφορούν τα ποιοτικά κριτήρια των επιλογών, εδώ μπαίνει και ένα σοβαρό πρακτικό θέμα: του δείγματος. Η τελική επιλογή γίνεται με βάση πόσες παραστάσεις;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μου παραχώρησε η Δάφνη Μουστακλίδου της Art Minds, φέτος παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη κάτι παραπάνω από 200 παραστάσεις όλων των ειδών (οι τριάντα περίπου παιδικές). Και διερωτώμαι: πόσοι από αυτούς που καλύπτουν τη θεατρική ζωή στην πόλη τις έχουν δει όλες; Είμαι απόλυτα βέβαιος πως κανένας (συμπεριλαμβάνω και τον υπογράφοντα). Προφανώς και δεν ήταν εσκεμμένη η παράλειψη. Ήταν θέμα διαθέσιμου χρόνου και αντοχών, το οποίο ωστόσο δημιουργεί αμέσως-αμέσως ένα βαθύ ρήγμα στη λογική των επιλογών.
Τα σημειώνω όλα αυτά όχι βεβαίως με πρόθεση να απαξιώσω το σκεπτικό της όλης διαδικασίας αλλά να υπογραμμίσω ότι δεν είναι «ευαγγέλιο». Είναι μια διαδικασία που μπορεί να εκθέτει κάποιες προτιμήσεις αλλά μπορεί πολύ εύκολα και να εκθέσει εκείνον που τις υπογράφει.
Με όλα αυτά υπόψη, και με αρκετό δισταγμό, θα διαμόρφωνα κάπως έτσι τη θεατρική εικόνα της Θεσσαλονίκης από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι το Δεκέμβριο του 2015.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΤΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
- Δον Κιχώτης (ΚΘΒΕ, κείμενο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, σκηνοθεσία Γιάννης Λεοντάρης). Μια παράσταση φρέσκια, με άποψη και στόχο. Αποδίδω τα πλείστα στην παρουσία του Γιώργου Καύκα. Του ανήκουν. Έπιασε σ’ ένα μεγάλο βαθμό την αινιγματική φιγούρα του ήρωα και τις εναλλασσόμενες φάσεις του. Κέντησε με περίσσευμα έγνοιας και λεπτότητας έναν «εμπύρετο» όσο και εύθραυστο Δον Κιχώτη, ανθρώπινο και συνάμα φευγάτο. Παράσταση που θα μπορούσε να συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ.
2 . Αυτοκρατορία (ΚΘΒΕ, Μέγαρο Μουσικής, κείμενο Γιώργος Βέλτσος, σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινός). Ο Μαρμαρινός αφαίρεσε κάθε ψυχολογισμό και ζήτησε ένα παίξιμο καθαρό, χωρίς εντάσεις, χωρίς συγκρούσεις.Style as a matter of fact. Συνταξίδεψα με ενθουσιασμό και πολλή σκέψη στα σοκάκια των (μυθ)ιστοριών του κόσμου. Χάρηκα τους νέους ηθοποιούς, που έπαιξαν με εντυπωσιακή ακρίβεια και εξαιρετικό σωματικό έλεγχο, δικαιώνοντας πέρα ως πέρα την επιλογή τους από έναν προικισμένο σκηνοθέτη που επιμένει να δοκιμάζει γόνιμα την ανθεκτικότητα και την αυθεντικότητα των ορίων. Με πολύ καλά στοιχεία για διεθνείς διακρίσεις.
3. Λυσιστράτη-μια δολιοφθορά (Θέατρο Εταιρότητα, κείμενο-διασκευή και σκηνοθεσία Θωμάς Βελισσάρης). Δεν λέω τα καλύτερα για το κείμενο (διατηρώ τις επιφυλάξεις μου—είναι αρκετές), λέω όμως τα καλύτερα για την ερμηνεία-τσουνάμι του Θωμά Βελισσάρη. Για άλλη μια φορά αποδεικνύει πως είναι από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του
4. Σωτηρία με λένε (ΚΘΒΕ, κείμενο Σοφία Αδαμίδου, σκηνοθεσία Χριστίνα Χατζηβασιλείου). Μια παράσταση καλοδουλεμένη, συγκροτημένη και εύρυθμη, που ευτύχησε να έχει στη διανομή της το κατάλληλο πρόσωπο την κατάλληλη στιγμή: την Έφη Σταμούλη. Κέντησε ρόλο. Σπουδαία εμφάνιση.
5. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας-διασκευή (Αυλαία, σκηνοθεσία Μ. Σιώνας, ομάδα Θέση). Η επιλογή μου από τις παραστάσεις για παιδιά και εφήβους, από μια νεοφώτιστη ομάδα, η οποία έδειξε ότι μπορεί να κάνει προτάσεις. Περιμένουμε να δούμε την εξέλιξη.
Β’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
- Οδύσσεια (Black Box, Πατάρι Πρότζεκ). Mια περφόρμανς ευφάνταστη, γοητευτική, γεμάτη ήχους και κίνηση κατάφερε και μετέτρεψε μια τοσοδούλα υπερυψωμένη πλατφόρμα (75 εκατοστά πάνω από το έδαφος) σε μια απέραντη θάλασσα (α)πιθανοτήτων, γεμάτη τέρατα και Ποσειδώνες. Σ’ αυτήν τη θάλασσα ο Οδυσσέας δεν ήταν ένας, αλλά ο κάθε ένας από μας που ονειρεύεται κάποια Ιθάκη. Περφόρμανς με φεστιβαλικές προδιαγραφές.
- Αβελάρδος και Ελοίζα (κείμενο σκηνοθεσία Γιάννης Καλαβριανός). Φεστιβαλική παράσταση, έφτασε στη Θεσσαλονίκη με ένα χρόνο καθυστέρηση (όπως συμβαίνει συνήθως). Ένα γοητευτικό ταξίδι στο θέατρο, τον χρόνο και τον έρωτα, με πολλές καλές σκηνοθετικές και ερμηνευτικές στιγμές και ορισμένες κάπως πιο αδέξιες και επιφανειακές, όχι όμως σε σημείο να ακυρώσουν τις πολύ θετικές εντυπώσεις. Όπως οι Γιοι και κόρες και αυτή η παράσταση με καλά στοιχεία για συμμετοχή σε φεστιβάλ.
3. Βόυτσεκ (Black Box, Ομάδα Σημείο Μηδέν, σκηνοθεσία Σάββας Στρούμπος). Ο Στρούμπος άνοιξε τη γεωγραφία του έργου ώστε η οδύσσεια του ήρωα να φαντάζει σαν πανανθρώπινη οδύσσεια. Μια παράσταση διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού. Μια παράσταση που κατάφερε να συλλάβει το υπαρξιακό αδιέξοδο του ήρωα, την παγίδευσή του σ’ έναν κόσμο χωρίς Θεό και στόχους. Θα μπορούσε να ταξιδέψει.
4. Σωσίας (Θέατρο Αυλαία, κείμενο Ντοστογιέφσκι, σκηνοθεσία Έφη Μπίρμπα). Την περιλαμβάνω στις επιλογές μου, γιατί είναι μια παράσταση που την είδα δύο φορές και, αντί να μου ξεκαθαρίσουν το τοπίο, με οδήγησαν σε δύο εντελώς διαφορετικές εκτιμήσεις και αυτό με προβλημάτισε πολύ.
5. Effect (Αυλαία, ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας,κείμενο Λ. Πρεμπλ). Ο Κ. Αρβανιτάκης σκηνοθέτησε έξυπνα, με μέτρο και ουσία ένα σπουδαίο έργο για την εξουσία του χρήματος και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου.
6. Πουπουλένιος (Αριστοτέλειο, κείμενο Μ. Μακντόνα, σκηνοθεσία Κ. Μαρκουλάκης). Μια σφιχτή, κατακλυσμική παράσταση με όλους τους ηθοποιούς να δίνουν ρεσιτάλ. Την είδαμε στη Θεσσαλονίκη με δυο χρόνια καθυστέρηση, και τότε καταλάβαμε γιατί έσπαγε ταμεία στην Αθήνα.
7 Αίματα (Αυλαία, ομάδα Vasistas, κείμενο Ευθύμης Φιλίππου). Κατά τη γνώμη μου η καλύτερη εξ Αθηνών παράσταση φέτος στη Θεσσαλονίκη. Η Αργυρώ Χιώτη και η ομάδα της σε μια πολύ καλή και δημιουργική στιγμή. Παράσταση που δικαιολογεί απόλυτα τη διεθνή της πορεία.
8. Η μητέρα του σκύλου (Αυλαία, Παύλος Μάτεσις). Ο Σταύρος Τσακίρης σκηνοθέτησε με καλούς ρυθμούς και εύστοχες λύσεις το διασκευασμένο μυθιστόρημα του Μάτεσι, έχοντας μια πολύ καλή Δήμητρα Χατούπη στον πρωταγωνιστικό ρόλο
9. Γρεβενά (Σφαγεία, Τζ. Αργυρίου). Μια εξαιρετικής ευαισθησίας και υψηλής αισθητικής και δυσκολίας σύνθεση εικόνας και σώματος, με επίκεντρο την πρόσφατη ιστορία των Γρεβενών. Θα μπορούσε να πάει σε οποιοδήποτε διεθνές φεστιβάλ και να διακριθεί.
10. Η ανουσιότητα του να ζεις... (Άνετον, κείμενο και σκηνοθεσία Λένα Κιτσοπούλου). Ένα έργο κυριολεκτικά για το τίποτα που τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι τίποτα,. Είναι κάτι που μας αφορά. Και αυτό το κάτι μας το έδειξε με τον δικό της, πολύ ιδιαίτερο τρόπο, η Κιτσοπούλου, η οποία, εάν αφήσει τη γυαλιστερή επιφάνεια και βυθιστεί πιο βαθιά σε αυτά που λέει πιστεύω πως θα κάνει τη μεγάλη διαφορά στο ελληνικό δραματικό έργο.
Γ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΞΕΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
Αυτή η κατηγορία έργων δυστυχώς σπανίζει στη Θεσσαλονίκη. Με εξαίρεση τις λιγοστές παραστάσεις που φιλοξενούνται κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ των Δημητρίων, πολύ σπάνια βλέπει κανείς κάποια ξένη παραγωγή. Φέτος στα Δημήτρια φιλοξενήθηκαν ορισμένες παραστάσεις που κατά γενική ομολογία άρεσαν πολύ.
1.Mt Olympos (Jan Fabre). Με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια, η καλύτερη παράσταση που παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη την τελευταία 20ετία (η μνήμη μου δεν βοηθά σε άλλο τέντωμα του χρόνου).
2.Ο νεκρός επιστρέφει στην αγαπημένη του (THEATRE KRANJ και CTIY THEATRE PTUJ, Σλοβενία)—piece of art. Ο σκηνοθέτης Λορέντζι μας έφερε ένα κέντημα πολύ υψηλής αισθητικής.
3.Oidip/Οιδίποδας (Κρατικό Θέατρο Σιμπιού, Ρουμανία)—ιδιαίτερη, ζωηρή και χυμώδης
4.Προδοσία (tgSTAN)—μινιμαλισμός ουσίας και καθαρότητας. Ο Πίντερ θα τη λάτρευε.
Από το γενικότερο απολογισμό του θεατρικού 2015 στέκομαι ακόμη:
- Στην ερμηνεία της Ελένης Ουζουνίδου στη Σταματία, του Ανδρέα Κωνσταντίνου στις Βάκχες και της Λίλας Βλαχοπούλου στο Με δύναμη από την Κηφισιά.
- Στο εντυπωσιακό κείμενο του Αυτόχειρα στην πολύχυμη παράστασή του στο Βασιλικό, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα.
- Στην πανελλήνια πρώτη του πολύ σπουδαίου έργου του Βρετανού Χάουαρντ Μπάρκερ, 12 aναμετρήσεις με μια ιδιοφυία, σε μια ρέουσα μετάφραση της Έλσης Σακελλαρίδου, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να αναδείξει η παράσταση που σκηνοθέτησε για λογαριασμό της ομάδας «Εταιρότητα» ο Νίκος Σακαλίδης (θέατρο Αυλαία).
- Στην εικαστική σύλληψη του Αχ από τον Σκουρλέτη και την ομάδα Bijoux de Kant.
- Στην πεισματική δημοφιλία της νεανικής παράστασης Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο από την ομάδα «Ιδέα», σε σκηνοθεσία Γάκη, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη τέσσερις φορές (ίσως και περισσότερες, έχασα το λογαριασμό) και δεν έλεγε ν’ «αδειάσει» από κόσμο. Σχόλια που δεν μπορώ να επαναλάβω για τη θεσσαλονικιώτικη παραγωγή τους (‘Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας), την οποία αντιμετώπισαν σαν αποπαίδι. Ακόμη διερωτώμαι, γιατί;
- Στη μεγάλη απογοήτευση που μου προκάλεσε ο Ορέστης της ομάδας Χώρος στο θέατρο Αυλαία.
- Στο Βιολιστή στη Στέγη (σκηνοθεσία R. Ruggiero), στο Μέγαρο Μουσικής, από τα καλύτερα μιούζικαλ που παρουσιάστηκαν ποτέ στη Θεσσαλονίκη.
- Στη δυναμική παρουσία νέων ομάδων και καλλιτεχνών με υποσχόμενα δείγματα πρώτης γραφής.
- Στη Φαλακρή τραγουδίστρια και στο Απόψε στο Στράτφορντ που προσγειώθηκαν ξαφνικά ανάμεσά μας και μας γοήτευσαν.
- Στην Απολογία του Σωκράτη (ΚΘΒΕ) σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, η οποία, ναι μεν μου άρεσε, όμως, ένεκα της ιδιαιτερότητάς της, δεν πίστευα ότι θα έβγαζε το καλοκαίρι. Έπεσα έξω και χαίρομαι γι’ αυτό.
- Στη διαφορά που έκανε στα θεατρικά πράγματα της πόλης η παρουσία του Black Box.
- Στην εντυπωσιακή υποδοχή που έτυχαν όλες οι θεατρικές παραστάσεις των φετινών Δημητρίων.
- Στις γεμάτες αίθουσες του ΚΘΒΕ. Ακόμη και οι σκηνές στη Μονή Λαζαριστών.
- Στην υπερβολική, και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, αδικαιολόγητη προβολή του Βασιλιά Ληρ (Μέγαρο Μουσικής), με την υπογραφή του Παντούρ, ενός σκηνοθέτη που κάποτε είχε κάτι να δώσει. Όχι πια. Τώρα στη Σλοβενία μεσουρανεί το άστρο του Λορέντζι (τη δουλειά του την είδαμε στα Δημήτρια).
- Στο γεγονός ότι, σε μια εποχή όπου η εξωστρέφεια είναι τρόπος ζωής, οι τοπικές παραγωγές εξαντλούνται μονολογώντας στα όρια της μικρής μας πόλης. Κάτι πρέπει να γίνει.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: 31/12/2012. Παράλλαξη