Η θεατρική σκηνή, ειδικά της Θεσσαλονίκης, είναι μια σκηνή που φιλοξενεί κυρίως νέους, εκείνους τους νέους που όταν ήταν ακόμη φοιτητές στις διάφορες δραματικές σχολές διατυμπάνιζαν ότι τίποτα δεν τους αρέσει από αυτά που βλέπουν και ότι θέλουν να τ’ αλλάξουν όλα. Πολύ λογικά όλα αυτά. Είμαι μαζί τους. Μπορεί να είναι τετριμμένο αλλά σε μόνιμη ισχύ: σε κάθε κοινωνία τη διαφορά την κάνουν οι νέοι. Μόνο οι νέοι έχουν και το χρόνο και την πολυτέλεια να κάνουν λάθη και μετά να τα διορθώσουν. Εάν δεν βγει μπροστά ο νέος, τότε ποιος άραγε θα το κάνει; Ως εδώ καλά. Στην πράξη τι γίνεται;
Πρόβλημα
Το πρόβλημα με τους περισσότερους νέους (και δεν βγάζω, εννοείται, εκτός και τους διαμένοντες στην Αθήνα) είναι ότι, επειδή η αστυνομική τους ταυτότητα δηλώνει τη βιολογική τους νεότητα, νομίζουν πως είναι νέοι και στο μυαλό. Εμ, δεν είν’ έτσι, τουλάχιστον για τους περισσότερους.
Μιλώντας αυστηρώς προσωπικά, εκείνο που βλέπω στη σκηνή (και στη γραφή—ακόμη χειρότερα) είναι θέατρο γερόντων, θέατρο που πριν ακόμη μπουσουλίσει έχει κιόλας ρυτίδες. Θέατρο χωρίς καθόλου αντοχές. Θέατρο πολύ κοντινών αποστάσεων.
Εκείνο που παρατηρώ είναι ένα εντυπωσιακό τσούρμο νέων να τρέχουν να μετατρέψουν σε θέαμα μία πραγματικότητα που δεν καταλαβαίνουν, γιατί απλούστατα ποτέ δεν τους απασχόλησε σοβαρά. Ή αν προτιμάτε, τους απασχόλησε όσο και τα sms τους. Στα γρήγορα. Κι ό,τι ήθελε προκύψει. Έτσι, όμως, ούτε την πραγματικότητα δικαιώνουν ούτε και το θέατρο, και μάλιστα σε μια εποχή απόλυτα και επικίνδυνα μεταβατική, όπως η σημερινή, που απαιτεί πρωτίστως καλλιτέχνες έτοιμους να βγουν μπροστά και να πάρουν ρίσκα, αφού πρώτα έχουν βεβαίως καλά μελετήσει τι έχουν απέναντί τους.
Θεατρική Θεσσαλονίκη
Κι αν στέκομαι πιο πολύ στη Θεσσαλονίκη, παρά στην Αθήνα, είναι για δύο λόγους (πέραν του γεγονότος ότι είναι η πόλη όπου ζω). Πρώτον, γιατί ενώ βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη πιο μεγάλη πύλη εξόδου της χώρας προς την Ευρώπη, κανείς δεν έχει εκμεταλλευτεί ευεργετικά αυτή τη γεωγραφική εγγύτητα και, δεύτερον, γιατί ενώ είναι μια κατεξοχήν πόλη νέων, δεν έχει και το ανάλογο νεανικό θέατρο.
Θα μου πείτε, μα δεν υπάρχει τίποτα; Φυσικά υπάρχει, και ενίοτε ποσοτικά πλούσιο, μόνο που ο όγκος του σπάνια εγκυμονεί κάποια ελπίδα για το αύριο. Παραστάσεις έρχονται και παρέρχονται, άλλες αρέσουν περισσότερο άλλες λιγότερο, όμως το πρόβλημα είναι ότι δεν αφήνουν ευδιάκριτα ίχνη στο διάβα τους. Δεν δημιουργούν κάποια παράδοση. Δεν βρίσκουν μιμητές. Είναι σαν να μην συνέβησαν ποτέ.
Πέραν τούτου, τη θεατρική δυστοκία ενισχύει και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σταθερές ομάδες εκτός πεπατημένης που ν’ αντιμετωπίζουν το θέατρο σε επίπεδο εργαστηρίου, ομάδες που να πειραματίζονται με τα υλικά του. Ταλέντο υπάρχει. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Εκείνο που απουσιάζει είναι η φρέσκια, η «άλλη» άποψη, η τολμηρή και η ενημερωμένη που όχι μόνο θα έβρισκε εγχώριους μιμητές (κι έτσι θα δημιουργούσε ένα ρεύμα, μια τάση) αλλά θα ενδιέφερε ενδεχομένως ένα πιο διεθνές φεστιβαλικό κοινό. Αυτή η απουσία εναλλακτικής σκηνής είναι, κατά τη γνώμη μου, τεράστιο πρόβλημα για τη θεατρική φυσιογνωμία της πόλης, αφού έτσι δεν ανανεώνεται ο αέρας που πνέει.
Κάτι νέο;
Κι αν (ξανα)σκαλίζω όλες αυτές τις χιλιοειπωμένες και κιτρινισμένες από το χρόνο σκέψεις είναι γιατί ξαφνικά είδα κάτι να ξεπροβάλλει μέσα από μια παιδική, ναι ακριβώς καλά διαβάσατε, παιδική παράσταση, που με έκανε να πιστέψω ότι κάτι θα μπορούσε να γίνει. Όλα θα εξαρτηθούν από το τι θα επιλέξουν να κάνουν από δω και πέρα τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας: Θα συνεχίσουν να χτίζουν και να βελτιώνουν αυτό που κατέθεσαν ως πρώτη άποψη (με τα όποια μικροπροβλήματα, εννοείται); Θα μείνουν σ’ αυτήν την πόλη; Οι απορίες πολλές. Η ζωή έδειξε ότι η απόσταση ανάμεσα στην ουσία και το πυροτέχνημα είναι συχνά δυσδιάκριτη, γι’ αυτό κρατάμε και μικρό καλάθι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.
Η ομάδα-Θέση
Το όνομα της ομάδας "Θέση", δημιούργημα πέντε νέων ανθρώπων που έχουν ως κοινό παρονομαστή, πέρα από τον ενθουσιασμό και το ταλέντο, τη θεατρική τους παιδεία: είναι όλοι απόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ. Επιλογή τους το έργο 'Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, του Σέξπηρ, που βεβιασμένα πιστεύω ενέταξαν στο παιδικό θέατρο. Λέω βεβιασμένα, γιατί, όπως το ανέβασαν ήταν κάτι πολύ περισσότερο από παιδικό θέατρο. Ήταν σκέτο «Θέατρο».
Η παράσταση
Σε μια σκηνή που κάθε άλλο παρά ευνοεί τη θεατρική πράξη (αναφέρομαι στο Τελλόγλειο), σε μια σκηνή χωρίς καν υποτυπώδη φωτισμό, χωρίς κανένα σκηνικό, χωρίς ειδικά κουστούμια και φαντεζί λιλιά, παρά μόνο μερικά ευτελή αντικείμενα, ο Μιχάλης Σιώνας, από τη θέση του σκηνοθέτη, και η νεανική παρέα του, πήραν «θέση» απέναντι στην ίδια την έννοια του θεάτρου. Έδειξαν πώς αντιλαμβάνονται την οντολογία του.
Βάζοντας στη μπάντα τις μουχλιαμένες ιδέες περί παιδικού θεάτρου, αλίευσαν λύσεις εκεί όπου ρέουν οι ουσίες της έννοιας της θεατρικότητας, εκείνης της θεατρικότητας που κουβαλά ο άνθρωπος μέσα του από την ημέρα που γεννιέται.
Όπως τους παρακολουθούσα να καταθέτουν την ειλικρινή τους έγνοια στη σκηνή, είχα την αίσθηση πως γι’ αυτούς το όλο εγχείρημα ήταν πιο πολύ ένα ταξίδι αυτογνωσίας: ναι μεν έπαιζαν για να ψυχαγωγήσουν εμάς (και τα πήγαν μια χαρά), αλλά πιο πολύ για ν’ ανακαλύψουν οι ίδιοι τις αδιευκρίνιστες ανάγκες τους, το τι θέλουν και τι μπορούν. Κι εδώ είναι που ταιριάζει γάντι ο στίχος του ποιητή Φροστ: «Μαθαίνω πού θέλω να πάω πηγαίνοντας». Δρόμος προς μια Ιθάκη με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: του ναυάγιου (και της επιστροφής στο «μία από τα ίδια») ή της ολοκλήρωσης (κάπου αλλού).
Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το τι θα επενδύσουν από δω και πέρα. Ταλέντο έχουν. Και ενθουσιασμό. Και αγωνία. Και δίψα. Τα υπόλοιπα θα μας τα δείξουν οι αντοχές τους στον χρόνο.
Και τα προβλήματα
Σίγουρα δεν τα βρήκα όλα τέλεια σε αυτό που είδα και άκουσα. Και λογικό, αν αναλογιστεί κανείς και την ηλικία και τις εμπειρίες των περισσότερων συντελεστών.
Καταρχάς η διασκευή που υπογράφει η ίδια η ομάδα ήθελε κι άλλη δουλειά κι άλλο δραματουργικό ξεκαθάρισμα. Ένα έργο με ένα τόσο μπλεγμένο καμβά, απαιτεί μεγάλη μαστοριά στο πλέξιμο για να δέσουν όλα αρμονικά μεταξύ τους. Οι αδρές πινελιές δεν αρκούσαν. Ενώ όλα έτρεχαν σε ράγες χωρίς τριγμούς, ξαφνικά έμπαινε από το πουθενά σφήνα ένας μακροσκελής μονόλογος που τραβούσε τα γκέμια στο ρυθμό και κατέβαζε την επικοινωνιακή του θερμοκρασία. Προς την ίδια κατεύθυνση θα ήταν ευεργετική και μια σκηνοθετική πύκνωση των εικόνων, ώστε το ποδοβολητό των δρωμένων να μην παρουσιάζει κενά αέρος. Τέλος, κάποιες λύσεις σωματικού θεάτρου είχαν κι άλλα περιθώρια εμπλουτισμού και ευρηματικών λύσεων.
Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες. Η ουσία παραμένει και λέει ότι πρόκειτα για μια ευφάνταστη, ευρηματική, μεταδραματική περφόρμανς από μια ομάδα πέντε νέων που κατέθεσαν την αγωνία τους και τις προθέσεις τους, με την προσεκτική πλοήγηση του Μιχάλη Σιώνα. Τους αναφέρω χωρίς καμιά διάκριση γιατί όλοι μου άρεσαν: Γιάννης Σαμψαλάκης, Μαρία Χάνου, Τρυφωνία Αγγελίδου, Διαμαντής Αδαμαντίδης, Αχιλλέας Αναγνώστου. Τα κουστούμια και το σκηνικό περιβάλλον της Κατερίνας Παπαγεωργίου έκαναν τη δουλειά τους όπως επέτρεπαν οι συνθήκες.
Και μια συμβουλή. Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα η παράσταση, σε ένα δεύτερο στάδιο προετοιμασίας, να επιστρέψει στη βραδινή ζώνη, εφόσον βέβαια έχουν γίνει και οι απαραίτητες αλλαγές και βελτιώσεις ώστε να φύγουν και κάποιες σκόρπιες μουντζούρες.
Συμπέρασμα: δεν έχει σημασία η ηλικία σας. Σημασία έχει εάν αγαπάτε το θέατρο. Εάν ναι, ανεπιφύλαχτα πηγαίνετε να δείτε αυτή την παράσταση με τα μικρά προβλήματα και τις μεγάλες αρετές.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση 5/12/2015 Παράλλαξη