Όταν είδα για πρώτη φορά το Καράκορουμ, σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον συγγραφέα, πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μου άρεσε, όπως μου άρεσαν όλα γενικά τα έργα του Αντρέα Στάικου. Είχα τους λόγους μου. Εκεί έβρισκα στοιχεία (που δεν έβρισκα εύκολα αλλού) που ταίριαζαν σε μια γενικότερη θεώρηση που είχα περί μεταθεάτρου και μεταμοντέρνου, που ήταν τότε η αγαπημένη μου ενασχόληση. Και τώρα, βέβαια, εξακολουθεί να είναι, όχι όμως και τα ίδια τα έργα, τουλάχιστον όχι με την ίδια ένταση.
Δεν είμαι σίγουρος γιατί. Σκέφτομαι μήπως εγώ μεγάλωσα και δεν είμαι πια σε θέση ν’ απολαύσω το ζωηρό τους πνεύμα και την παιγνιώδη διάθεσή τους ή αυτά γέρασαν πολύ πριν από μένα και δεν μπορούν να μου προκαλέσουν τον ίδιο ενθουσιασμό ή, ακόμη-ακόμη (το κυριότερο), μήπως φταίνε και οι ίδιες οι παραστάσεις, οι σκηνοθετικές αναγνώσεις. Μήπως, δηλαδή, το δοκιμασμένο στιλιζάρισμα και όλα τα συναφή που κάποτε άρεσαν, δεν έχουν πια το ίδιο εκτόπισμα, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνοι που αναλαμβάνουν να δοκιμαστούν ξανά μαζί τους πρέπει να παλέψουν πολύ περισσότερο ώστε να ανακαλύψουν εξαρχής την ίδια την οντολογία της όποιας θεατρικότητας κρύβουν τα έργα; Όλα πιθανά.
Πάντως η τελευταία παράσταση του Καράκορουμ που είδα στο θέατρο «Τ» (Θεσσαλονίκη), από την ομάδα Όμπερον, σε σκηνοθεσία Διονύση Καραθανάση, δεν έκανε κάτι ώστε να αναθερμάνει το ενδιαφέρον μου για το έργο. Μάλλον το θάμπωσε πιο πολύ.
Το έργο
Στο Καράκορουμ όλα βρίσκονται εγκιβωτισμένα στην ίδια την πορεία τους προς το νόημα. Είναι μια Οδύσσεια με τερματικό μια πλασματική Ιθάκη. Ένα οδοιπορικό του «κάτι», που εντέλει γίνεται «τίποτα» κάτω από τον αδιευκρίνιστο τρούλο ενός ουρανού που δεν φαίνεται, όπως ακριβώς (ή περίπου) στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, το έργο που κρύβεται, εκτιμώ, πίσω από το Καράκορουμ.
Ο «απών» Γκοντό είναι ο πνευματικός οδηγός προς το Καράκορουμ. Αυτοί που το ονειρεύονται δεν έχουν ιδέα τι τους γίνεται. Το μόνο που ξέρουν, και εννοώ οι δύο αρτίστες, είναι αυτό που τους είπε ο τρίτος της παρέας, ο νταβατζής τους: πάνε στο Καράκορουμ για ν’ ανοίξουν μπουρδέλο.
Όπως οι λακέδες του Μπέκετ περιμένοντας μαθαίνουν γιατί περιμένουν, έτσι και οι ήρωες/ηρωίδες του Στάϊκου πηγαίνοντας μαθαίνουν πού πάνε. Και όταν κάποια στιγμή μαθαίνουν ότι ο πόλεμος τέλειωσε, μένουν καταμεσής της ερήμου (κάτι σαν την «Έρημη γη» του Έλιοτ), χωρίς το άλλοθι του ταξιδιού, δηλαδή χωρίς καν το ενδεχόμενο, έστω την υποψία, ότι κάποιος θα εμφανιστεί να τους πει γιατί ταξιδεύουν.
Ο Μπέκετ επιμένει να κρατά την πιθανότητα της άφιξης του Γκοντό ανοιχτή, ώστε να κρατά ζωντανούς τους ήρωές του --συνεπώς και το θέατρο με τα φώτα αναμμένα. Ο Στάικος σβήνει από τον χάρτη το Καράκορουμ. Το θέμα είναι τι θα κάνει με το θέατρο των θιασωτών του Καράκορουμ;
Αυτά ως προς το έργο. Το τυπωμένο ντοκουμέντο. Άρα, εντελώς φιλολογικά.
Σκηνοθεσία
Και τώρα η σκηνοθεσία, η διαδικασία μετακόμισης του φιλολογικού «εκεί και τότε» της σελίδας στο θεατρικό «εδώ και τώρα» της βιωμένης εμπειρίας.
Έχω δει αρκετές από τις δουλειές της ομάδας «Όμπερον». Όλες προσεγμένες, όλες δοσμένες με φιλότιμο, αλλά και όλες μ’ ένα σοβαρό «κουσούρι»: Δεν έχουν την επικοινωνιακή αύρα του σανιδιού. Πιο πολύ φαντάζουν σαν εγκεφαλικά γυμνάσματα, που σε καλούν να διαβάσεις την υφέρπουσα πρόθεση παρά να χαρείς την πράξη. Όπως τώρα.
Ο σκηνοθέτης ήταν προφανές πως ήθελε πολύ να δουλέψει το έργο φορμαλιστικά, μόνο που δεν ήξερε ακριβώς τι να κάνει τη φόρμα που επέλεξε και πώς να την ολοκληρώσει επάνω στο σανίδι. Το να βάζεις τρεις ηθοποιούς να παίζουν εξωτερικά, μετωπικά και σκόπιμα στιλιζαρισμένα δεν λέει τίποτα. Είναι μια κοινότοπη πρακτική. Το θέμα είναι αυτή η ανάγνωση να λύνει και τον γρίφο του κειμένου, να ανοίγει δηλαδή τις σελίδες του και να τις κάνει θεατρική εικόνα, να βοηθά τον δέκτη να καταλάβει τι υπονοεί όλο αυτό το ατελές οδοιπορικό, αυτή η αγωνία των τριών «νομάδων» του πολιτισμού να πάνε κάπου για να δικαιολογήσουν το γιατί ζουν.
Δεν μπόρεσα να μπω στο μυαλό του σκηνοθέτη και να παρακολουθήσω τη λογική που τον οδήγησε σε αυτές τις λύσεις. Δεν λέω ότι οι τρεις ηθοποιοί της διανομής δεν προσπάθησαν. Ίδρωσαν, αλλά ως εκεί. Δεν είδα ο ιδρώτας τους να μας πηγαίνει παραπέρα, δεν κατάλαβα πού αποσκοπούσε αυτό το μείγμα λίγο καμπαρέ, λίγο θέατρο μέσα στο θέατρο, λίγο τσίρκο, λίγο Χουντίνι, λίγο από όλα.
Και για να εξηγούμαστε: Δεν είμαι υπέρ της καθαρότητας του θεάτρου. Μα καθόλου υπέρ. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι το απόλυτο καλλιτεχνικό υβρίδιο, οπότε τέτοιες μεικτές λύσεις με βρίσκουν συνοδοιπόρο. Όμως, στο τέλος, μέσα από αυτό το μωσαϊκό, κάπου πρέπει να πάμε, εννοώ εμείς οι θεατές. Κάτι πρέπει να μας αφήσει το θέαμα ώστε να πάρουμε σαν μπόνους. Μια καλύτερη κατανόηση του κειμένου, ας πούμε, ή μια άλλη εμπειρία του θεάτρου. Δυστυχώς τίποτε από όλα αυτά.
Ερμηνείες
Από την παράσταση που είδα απουσίαζε ο ρυθμός, το εστιακό κέντρο, η χημεία των σωμάτων, αίτια και αιτιατά, το γκελ με την πλατεία, αλλά και οι σωστές φωνές (γιατί να τραγουδήσει κάποιος όταν φαλτσάρει;). Οι ηθοποιοί Ηλίας Παπαδόπουλος, Δήμητρα Σιάχου και Μελίνα Τριανταφυλλίδου, πρόδιδαν εμφανή αμηχανία ως προς τη σκηνική τους «αποστολή». Σαν να μην είχαν ξεκαθαρίσει ακριβώς γιατί ήταν επάνω στη σκηνή, τι υποστήριζαν (και αν μπορούσαν να το υποστηρίξουν). Δεν έπεισαν ότι κατοικούσαν μέσα στο έργο ή ότι μιλούσαν μέσα από το έργο. Μπαινόβγαιναν σε εικόνες που ναι μεν οι ίδιοι δημιουργούσαν αλλά τους ήταν ξένες, όπως και σε μας.
Εάν δεχτούμε ότι η αίσθηση του «κινούμαι αλλά δεν κινούμαι» είναι η πιο βασανιστική εικόνα στο έργο, δεν αισθανθήκαμε την αγωνία της κρυμμένης υπόσχεσης, ότι δηλαδή το Καράκορουμ είναι η Γη της Επαγγελίας, αλλά ούτε και τον πόνο της ακύρωσής της (δεν υπάρχουν Καράκορουμ ή κι αν υπάρχουν είναι απλώς μια φαντασίωση). Όσο για το σκηνικό χώρο της Όλγας Χατζηακώβου χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πρόσημο.
Συμπέρασμα: Αν και ταξίδι στην έρημο, η παράσταση έπασχε από θεατρική υποθερμία.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: 28/12/2015, The Greek Play Project