La Petite Fille de Monsieur Linh", η νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Philippe Claudel, που φιλοξένησε το Κρατικό
Θέατρο Βορείου Ελλάδος--συμπαραγωγή με την εταιρεία Λυκόφως—είναι ένα θεατρικό εγχείρημα
υπόδειγμα δραματουργικής λιτότητας και ουσίας. Ένα εγχείρημα γεμάτο ποίηση,
ευαισθησία, συναίσθημα, ανθρωπισμό.
Χωρίς να ουρλιάζει για να πείσει --κάτι που έχει γίνει δυστυχώς της μόδας
πια στο θέατρό μας, λες και όσο πιο πολύ στριγκλίζει μια παράσταση τόσο πιο
πειστική και «πολιτική» γίνεται--, ξύνει πληγές, ακουμπά σε ανεπούλωτα
τραύματα, φέρνει στην επιφάνεια κρυμμένες ενοχές, μιλά για τις ήττες του
ανθρώπου, μιλά για τα πολλαπλά και δυσοίωνα αδιέξοδα της εποχής μας και, κυρίως,
μιλά για το προσφυγικό, την έκθεση του ανθρώπου σε έναν ξένο τόπο, σε μια
ετεροτοπία ή και δυστοπία. Και όλα τούτα με μια απίστευτα γοητευτική απλότητα. Ναι, απαιτεί μαεστρία και τάλαντο, καθώς και
καλλιεργημένη αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας ώστε να μιλήσει (ή να γράψει)
κανείς για τόσο λεπτά και συνάμα σύνθετα θέματα με όπλο την απλότητα.
Η άσκηση στην απλότητα, μια λέξη παρεξηγημένη, είναι η πιο δύσκολη, η πιο
απαιτητική δοκιμασία. Η απλότητα ζητά από τον γράφοντα (αλλά και από αυτόν που
αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει) να
ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, τα σπουδαία από τα ασήμαντα, τα ουσιαστικά από
τα ανούσια. Διαχωρισμός διόλου αυτονόητος, καθως προϋποθέτει βαθιά κατανόηση
των πραγμάτων και εξίσου βαθιά καλλιέργεια. Η ουσιαστική απλότητα δεν είναι για
τους βιαστικούς και τους τσαπατσούληδες.
Μακριά, λοιπόν, από αγοραίους μελοδραματισμούς, κραυγές και υστερίες, η
ιστορία που είδαμε να ξετυλίγει το κουβάρι της στην κεντρική Σκηνή του ΚΘΒΕ αφηγείται
την τρυφερή φιλία δύο ανθρώπων που δεν έχουν να μοιραστούν ούτε κοινή γλώσσα ούτε
κοινή πατρίδα ούτε κοινές συνήθειες, δηλαδή αυτά που θεωρούμε ως προϋποθέσεις
επικοινωνίας. Δύο άγνωστοι, δύο περαστικοί, δύο "νομάδες" της ζωής που
κάποια στιγμή έτυχε να βρεθούν στο ίδιο μέρος. Είναι o Κύριος Λιν που κουβαλά
στην αγκαλιά του την εγγονή του, τον μοναδικό θησαυρό που του απέμεινε στη ζωή,
και ο Κύριος Μπρακ. Δυο πλάσματα, το καθένα με το δικό του βαρύ φορτίο
αναμνήσεων, τις δικές του επώδυνες απώλειες και ενοχές. Το μόνο που τους ενώνει
είναι η κατανόηση και το νοιάξιμο που σταδιακά και ανεπαίσθητα καλλιεργούν μέσα
από τις τυχαίες (και ενίοτε όχι και τόσο τυχαίες) συναντήσεις τους.
Είναι προφανές πως κι οι δύο επιζητούν, ίσως και για διαφορετικούς λόγους, την ανθρώπινη επαφή, θέλουν να μιλήσουν, και κυρίως να ακούσουν ο ένας τον άλλο, κι ας μην τους ενώνει, όπως είπα, η ίδια γλώσσα. Στέκομαι σε αυτό γιατί είναι σημαντικό, ιδίως σε μια εποχή όπου έχουμε σταματήσει πια να ακούμε ο ένας τον άλλο.
Μλάμε και δεν ακούμε
Έχουμε εγκαταλείψει εντελώς τα αφτιά μας. Έχουμε ξεχάσει ότι το να ακούς τους άλλους είναι μια μορφή δράσης, γιατί ακούγοντας δείχνεις ότι θες να μάθεις. Το να ακούς είναι και δείγμα ταπεινότητας και συλλογικότητας. Πάρτε ως το απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγήν όλους (ανεξαιρέτως!!) τους πολιτικούς στις τηλεοπτικές τους συναντήσεις. Μιλούν όλοι μαζί γιατί κανείς δεν θέλει να ακούσει τον άλλο. Κανείς δεν θέλει να μάθει (αφού τα ξέρουν....όλα). Χωρίς τους ήχους που απελευθερώνει ο ακατάσχετος λόγος τους αισθάνονται ότι δεν υπάρχουν. Ο ήχος της αρθρωμένης λέξης είναι το οξυγόνο τους. Ο ήχος, στην ουσία ο θόρυβος (γιατί περί αυτού πρόκειται) είναι το οδόφραγμα που επί τούτω σηκώνουν ώστε να αποτρέψουν την εισβολή της σιωπής που επιβάλλει ο ενδεχόμενος (και... "μισητός") ρόλος του ακροατή.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ
LESS IS MORE, έλεγαν κάποτε οι μοντερνιστές. LESS IS BORE, αντιλέγουν οι
μεταμοντέρνοι.
Και παρ όλο το εντυπωσιακό μεταμοντέρνο παρελθόν του, τη μεγάλη του αγάπη για την τεχνολογία (έχει κάνει μαγικές εικαστικές/επιτελεστικές προτάσεις), ο σπουδαίος αυτός σκηνοθέτης και γνώριμος στο ελληνικό κοινό (μας επισκέφτηκε τρεις φορές), Γκι Κασσίερς, έστησε μια απόλυτα λιτή, εντυπωσιακά (για τα δικά του δεδομένα) γλωσσοκεντρική, καθαρή όσο και περιεκτική και πολυσημαίνουσα (παν)ανθρώπινη παράσταση πρωτίστως για τ' αφτιά και δευτερευόντως για τα μάτια--χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν φρόντισε το εικαστικό κομμάτι που τόσο πολύ αγαπά. Το αντίθετο.
Η τεχνολογία
Η χρήση της τεχνολογίας (σχεδιασμός βίντεο Bram Delafonteyne – Sibilylle Meder)) ήταν ευφάνταστη, ευφυής, απόλυτα λειτουργική και ευεργετική για το σύνολο του θεάματος. Τόσο οι βιντεοπροβολές των λέξεων που τόνιζαν το επικοινωνιακό χάσμα ανάμεσα στους δύο αυτούς ανθρώπους που τις μιλούν μεν αλλά δεν τις καταλαβαίνουν (και παρ’ όλα αυτά έρχονται πιο κοντά), όσο και η χρήση της κάμερας που αναπαρήγαγε θραύσματα από τη ζωντανή περφόρμανς με συνεχείς λούπες, όχι μόνο δεν μπούκωσαν με παρεμβατικά λιλιά τη σκηνή, όχι μόνο δεν καπέλωσαν τον αφηγηματικό λόγο, όχι μόνο δεν αναστάτωσαν τη ρυθμικότητα και μουσικότητά του, αντίθετα ενίσχυσαν τη γοητεία και την επικοινωνιακή δυναμική του. Ανέδειξαν ακόμη πιο πολύ τη μοναδικότητά του, το "ποδοβολητό" των λέξεων. Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι πρόσθεσαν άλλο ένα σημαίνον επίπεδο στις έννοιες "απουσία/παρουσία", «θέατρο-πραγματικότητα», "ζωντανό/διαμεσολαβημένο", "σώμα/εικόνα-αντίγραφο σώματος", κάτι που ενίσχυε διαρκώς και ο ίδιος ο πολλαπλός ρόλος του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ο οποίος, πέρα από ηθοποιός (που υποδύεται όλους τους ρόλους), ήταν και ο διευθυντής σκηνής, διαχειριστής των τεχνικών λεπτομερειών, της μουσικής, του βίντεο, ρόλος που αμέσως-αμέσως εμπλούτιζε τις σχέσεις του με τη γενικότερη σκηνική του επιτέλεση. Μέσα σε αυτό το κατασκευασμένο και απόλυτα θεατρόμορφο περιβάλλον ο Μαρκουλάκης δημιουργούσε λάιβ λούπες τις οποίες πρόβαλλε στη μεγάλη οθόνη στο βάθος της σκηνής, και μετά καθόταν μπροστά σε μια άλλη κάμερα, η οποία τον έφερνε να συνομιλεί με τη λούπα, μια συνεύρεση που δημιουργούσε έναν δυναμικό ετεροτοπικό χώρο δράσης που συναντούσε το ζωντανό θέαμα και το εμπλούτιζε με σημασίες. Μάθημα σοφής χρήσης της τεχνολογίας για όλους εκείνους τους βιαστικούς (ή άσχετους) που τσαλαβουτούν στην τεχνολογία χωρίς νόημα.
Στα ογδόντα λεπτά της περφόρμανς δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα το περιττό ή το αυτάρεσκο. Ούτε ξιπασιά ούτε δηθενιά ούτε επιδειξιομανία. Οι επιλογές της σκηνοθεσίας μας θύμισαν αυτό που πάμε να ξεχάσουμε: το πόσο σημαντική είναι ακόμη η ρήση του Πρωταγόρα, "Παν μέτρον ο άνθρωπος". Μια παράσταση στημένη γύρω από και για τον άνθρωπο.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης--που υπογράφει και την προσαρμογή της νουβέλας
για τη σκηνή—ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε το κείμενο και η σκηνοθεσία.
Ανθρώπινος, αφτιασίδωτος, καθημερινός, απλός, επικοινωνιακός. Χωρίς κραυγές,
εντυπωσιασμούς, ναρκισσισμούς και άσκοπα πηγαιν' έλα, αγκάλιασε τις λέξεις, τις
πίστεψε, τις υπηρέτησε άλλοτε εντός της ιστορίας, με την ιδιότητα του δρώντος
προσώπου, και άλλοτε ως παρατηρητής και αφηγητής, και μας τις παρέδωσε στην
πλατεία, μια πλατεία βουτηγμένη στην απόλυτη σιωπή.
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
2/04/2024