Όταν άρχισε να λειτουργεί ο χώρος του θεάτρου «Έξω από τα τείχη», είχα γράψει ότι η γεωγραφική του θέση θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για τη φιλοξενία ενός θεάτρου πραγματικά έξω από τα τείχη του γνώριμου θεάτρου, εννοώντας φυσικά ενός θεάτρου πειραματικών προδιαγραφών.Έκτοτε, παρακολουθώ, άλλοτε από κοντά και άλλοτε από απόσταση, τη διαδρομή των διαχειριστών του χώρου. Σέβομαι τις επιλογές τους, θαυμάζω την επιμονή και το μεράκι τους, όμως από κει και πέρα δεν μπορώ να πω ότι αυτά που προτείνουν έχουν κάποιο ιδιαίτερο στίγμα που να τα ξεχωρίζει. Το αντίθετο θα ‘λεγα.
Ενδεικτικό και πιο πρόσφατο παράδειγμα το έργο που επέλεξαν για να εγκαινιάσουν τη φετινή σεζόν, «The Smell of the Kill», της Αμερικανίδας Μισέλ Λόου που είχε κάνει επιτυχία στο Broadway το 1999, ένα έργο που ναι μεν ταιριάζει στις προδιαγραφές ενός μικρού χώρου, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το περιεχόμενό του.
Για το έργο
Πρόκειται για μια ιστορία όπου το ένα κλισέ προσπαθεί να παραβγεί του άλλου. Εστιακό κέντρο της δράσης η συνάντηση τριών γυναικών, που μια φορά τον μήνα μαζεύονται εκ περιτροπής στα σπίτια τους και συζητούν επί παντός επιστητού, και κυρίως για τις σχέσεις τους, την ίδια στιγμή που οι σύζυγοι και παλιοί συμμαθητές παίζουν γκολφ στο διπλανό δωμάτιο. Σ’ αυτά τα σουαρέ μαθαίνουμε ότι:
Τη Ντέμπρα την κερατώνει ασυστόλως ο άνδρας της. Η Νίκι βρίσκεται στα πρόθυρα υστερίας, γιατί ο άνδρας της έχει προβλήματα με το νόμο και δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει και η Μόλλυ, απόλυτα υποταγμένη στις επιθυμίες του ανδρός της, τραβιέται με τα δικά της αδιέξοδα.
Μαθαίνουμε επίσης ότι: Η Μόλλυ έχει εμμονή με το παιδί της Νίκι, που δεν το ΄χει γεννήσει ακόμη και ότι η Ντέμπρα απεχθάνεται τη Νίκι γιατί έβαλε την καριέρα της πάνω από την οικογένεια.
Προσθέστε στην όλη τελετουργία αποκαλύψεων και εντάσεων και τις ουρανοκατέβατες φωνές των απόντων ανδρών οι οποίοι, σε τακτά χρονικά διαστήματα, διεμβολίζουν την ατμόσφαιρα διεκδικώντας την προσοχή των γυναικών τους. Γενικά ένα μάλε βράσε.
Κάποια στιγμή, προς το τέλος του έργου, οι άνδρες, κατά διαβολική σύμπτωση, καταφέρνουν να κλειστούν στο μεγάλο ψυγείο που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού. Κι ενώ φωνάζουν για βοήθεια, οι τρεις γυναίκες έχουν τη φαεινή ιδέα να τους αφήσουν να πεθάνουν και να παρουσιάσουν τον θάνατό τους σαν ατύχημα. Το έργο κλείνει με τις τρεις να κάνουν σχέδια για το μέλλον, χωρίς την ανδρική «κυριαρχία».
Συνταγή με 0% λιπαρά
Μολονότι δεν είχα διαβάσει (ή δει) το έργο, ένιωθα, καθώς έτρεχε η παράσταση, πως το ‘χω ξαναδεί, και μάλιστα πολλάκις. Είναι από τα έργα εκείνα που φωνάζουν από μακριά τη συνταγή των υλικών τους. Προβλέψιμα. «Εντός των τειχών». Απολύτως.
Εκείνο που προσμετρώ στα υπέρ του είναι το γεγονός πως, αν μη τι άλλο, η συγγραφέας του γνωρίζει τους κανόνες της κωμωδίας, ιδίως της τηλεοπτικής. Και αυτό φαίνεται πρωτίστως από τον τρόπο που διαχειρίζεται τις τρεις ηρωίδες της. Αν και στερεότυπες φιγούρες, δεν τις αφήνει να γκρεμοτσακιστούν. Τις προστατεύει. Τους δίνει μια κάποια υπόσταση ως σκηνικά πλάσματα και με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει, σ’ ένα βαθμό, να αποσπάσει την προσοχή μας από την ασημαντότητα του θέματός της, ένα θέμα που προσποιείται ότι είναι μαύρη κωμωδία, κατά βάση όμως είναι σκέτη κωμωδία, ή ακριβέστερα μια κενή κωμωδία, που ακουμπά σε έμφυλες ευαισθησίες φτιαγμένες από βαρετές μεσοαστικές ιδεοληψίες, που πιο πολύ παραπέμπουν στους γονείς των τριών πρωταγωνιστριών (δεκαετία 1960 και ’70) παρά στη δική τους.
Σκηνοθεσία
Η Μαγδαληνή Μπεκρή, μια καλλιτέχνιδα που πολύ εκτιμώ, ήδη από τις αξέχαστες μέρες των «Νέων Μορφών», πρότεινε να σκηνοθετήσει το εν λόγω έργο, πράγμα που συμπεραίνουμε ότι της άρεσε. Και σ’ ένα βαθμό αυτό φάνηκε στον τρόπο που το αντιμετώπισε. Δεν το μουντζούρωσε. Κούρδισε με εύληπτο τρόπο τα συνθετικά υλικά του ώστε να μην τρίζει το γαϊτανάκι των εξηγήσεων και παρεξηγήσεων, όπως μερίμνησε οι ατάκες να έχουν ένα καλό τάιμινγκ, όπως και τα τρελά πηγαινέλα των χαρακτήρων. Θα μπορούσε βέβαια να διοχετεύσει κι άλλο νεύρο και τρέλα στις κωμικές καταστάσεις, ώστε η έλλειψη βάθους να «συγκαλυφθεί» τουλάχιστο από τον παλμό του ρυθμού και τις τονικότητες των νευρώσεων. Δεν το ‘κανε. Μικρό το κακό, γιατί αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, το feedback ήταν θετικό.
Ερμηνείες
Από τις ερμηνείες, πιο άνετη και επικοινωνιακή βρήκα την Κική Στρατάκη. Δροσερή αλλά και επιβλητική έριχνε τη σκιά της παντού. Είχε το ρυθμό μέσα της και τα καλά υποκριτικά εργαλεία να τον υπερασπιστεί, χωρίς black out. Έδειχνε να καταλαβαίνει τι σημαίνει «παίζω κωμωδία», κράτησε σε όλη τη διάρκεια ένα μέτρο, πλην ορισμένων στιγμών που χρωμάτιζε περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν τις κινήσεις και τις αντιδράσεις της, φτάνοντάς τες στην υπερβολή (κι όχι στην κωμωδία).
Η Ξένια Πετμεζά, ενώ ήταν μέσα στις καταστάσεις, κάθε φορά που πιεζόταν να φαίνεται «κωμική», έβγαζε προς τα έξω μια εικόνα στραμπουληγμένη και θαμπή. Όταν χαλάρωνε, ηρεμούσε και το παίξιμό της, αποκτούσε φυσικότητα και έκανε αμέσως γκελ με την πλατεία.
Η Καίτη Σαμαρά πρόδιδε συνολική αδυναμία διαχείρισης του ρόλου. Παλιό παίξιμο, μετακινήσεις στον χώρο και αντιδράσεις χωρίς αποδέκτη. Την κωμωδία πρέπει να την πιστέψεις, να αφεθείς στη λογική της “τρέλας» της για να πείσει, να φαντάζει αυτονόητη και «αυτο-κινούμενη». Δεν παίζεται με «κουμπωμένα» υποκριτικά εργαλεία ούτε λοξοκοιτώντας το κοινό. Λίγο τσαλάκωμα δεν βλάπτει.
Ο Φάνης Βασιλείου παρών μόνο ως φωνή, αλλά χωρίς χρώμα. Σε μια ευθεία όλες οι ατάκες. Γιατί; Μικρές λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Ναι, αλλά καμιά φορά κάνουν τη διαφορά, είναι το αναγκαίο αλατοπίπερο.
Η ελεύθερη απόδοση του Γιάννη Παρασκευόπουλου σε σωστά θεατρικά ελληνικά.
Συμπέρασμα: μια παράσταση ενός ξεπερασμένου κειμένου που βλέπεται σχεδόν ευχάριστα, όπως και μια τηλεοπτική κωμωδία, ιδίως όταν υπάρχει και φόνος στη μέση.
Πρώτη δημοσίευση: Παράλλαξη 11/12/2015