Κανένα έργο, όσο σημαντικό και να ‘ναι, δεν αντέχει στις χαρακιές του χρόνου εάν δεν «πειραχτεί». Και ο λόγος είναι απλός. Ένα έργο είναι δέσμιο των ιστορικών συνθηκών που το γέννησαν και το συντήρησαν. Όταν αυτές περάσουν, τότε επιβάλλονται και οι αναστηλώσεις ώστε να μπορεί να σταθεί ξανά με αξιώσεις μπροστά στο νέο κοινό. Θέλω να πω ότι δεν είναι αυτονόητη η επιβίωσή του, γιατί απλούστατα δεν είναι αυτονόητη η διαιώνιση της επικοινωνιακής του δυναμικής. Και το γεγονός ότι τα πλέον «πειραγμένα» έργα είναι τα κλασικά οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο αυτά αντέχουν σε τέτοιου είδους επεμβάσεις.
Έχουν και το βάθος και το ειδικό βάρος που επιτρέπει σε σκηνοθέτες να δοκιμάσουν λύσεις τέτοιες ώστε όλος αυτός ο πλούτος να εισβάλει ξανά στην πλατεία της νέας ιστορικής κοινότητας με την ίδια ορμή που είχε εισβάλει όταν πρωτοπαρουσιάστηκε.
Η εργασία
Επειδή το «πειραματικό» γενικά πουλάει σε μια μεταμοντέρνα αγορά παθιασμένη με το «νέο», όλοι, και κυρίως (και λογικά) οι νέοι, δηλώνουν έτοιμοι να το υπηρετήσουν (και να το εμπορευματοποιήσουν). Ένα μόνο πράγμα πρέπει να καταλάβουν αρκετοί από αυτούς: ο πειραματισμός, για να έχει νόημα και ουσία, απαιτεί βαθιά, πολύ βαθιά γνώση των βασικών κανόνων του θεάτρου. Απαιτεί γνώση της ίδιας της οντολογίας του. Χωρίς αυτή τη γνώση κάθε «αλλιώτικη» απόπειρα είναι καταδικασμένη να φωνάζει από μακριά το «τίποτά» της, την κενότητά της και τη δηθενιά της. Ο γόνιμος πειραματισμός, κι όχι τα κουραφέξαλα, προϋποθέτει υπομονή, επιμονή, όραμα, εργαστηριακή δουλειά. Δεν είναι στιγμιαίος καφές, δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Τα επισημαίνω όλα αυτά με αφορμή την περφόρμανς του Ανδρέα Κωνσταντίνου Βάκχες, η οποία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δικαιολογεί σ’ ένα βαθμό τη λέξη «πειραματική». Είναι μια «εργασία», όπως την ονομάζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, που εδώ και αρκετό καιρό βρίσκεται σ’ ένα σωλήνα διαρκούς δοκιμασίας και διεύρυνσης. Μια εργασία που δεν βιάζεται. Έχει σημασία.
Η περφόρμανς
Αυτό που έφερε στο θεσσαλονικιώτικο Black Box ο Κωνσταντίνου (το είχε πρωτοφέρει στο Αλατζά Ιμαρέτ πριν από καιρό, σε μια κάπως διαφορετική μορφή) ήταν μια φιλόδοξη υβριδική πρόταση, που αντλούσε κώδικες από διάφορους επιτελεστικούς/εκφραστικούς χώρους όπως το αφηγηματικό θέατρο, το δραματικό, το τελετουργικό, το μονολογικό, η γλυπτική, ο χορός, και η μουσική. Χωρίς να αυτοθαυμάζονται ή να περιφέρουν άσκοπα τη σκηνική τους εικόνα, οι ανάμεικτες λύσεις της σκηνοθεσίας είχαν μέτρο και λόγο ύπαρξης.
Εκεί που θεωρώ ότι πρέπει να προβληματιστεί περισσότερο από δω και πέρα ο καλλιτέχνης είναι πώς να κάνει τον διάλογο ανάμεσα στα διάφορα επιτελεστικά επίπεδα πιο πυκνό και λειτουργικό, ώστε να παραχθεί ένα τελικό σύμπλεγμα όπου όλα τα επί μέρους να δένουν πιο αβίαστα μεταξύ τους. Δεν εννοώ να αμβλύνει τη διαφορετικότητά τους, αλλά να κοιτάξει να στήσει περάσματα ώστε η μια σκηνή να υπάρχει ελέω της άλλης ή να κλείνει το μάτι στην άλλη. Εννοώ ενίσχυση της εσωτερικής επικοινωνίας των εκφραστικών εργαλείων. Για παράδειγμα, μου άρεσε η μαγνητοφωνημένη φωνή του αφηγητή. Άκουσα με μεγάλη προσοχή την ιστορία. Είχε μια καθαρότητα και ρυθμικότητα που με γοήτευσε. Από την άλλη όμως, βρήκα σαφώς πιο ενδιαφέρουσα και επικοινωνιακά πιο ακαριαία την απόδοση του κειμένου από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Και το τονίζω αυτό γιατί θεωρώ ότι η περφόρμανς θα κέρδιζε πόντους εάν περιόριζε τη χρονική διάρκεια της μαγνητοφωνημένης αφήγησης και ενίσχυε τη σχέση ανάμεσα στην παρουσία της φωνής off και την απουσία του σώματος. Θεωρώ πως ένα ντεσαβαντάζ της μαγνητοφώνησης της δραματικής ιστορίας είναι ότι αποψίλωνε τη σωματικότητα και την υλικότητα των σημείων, και έτσι έβγαζε εκτός κάδρου την πιο κομβική εικόνα των Βακχών. Εκτιμώ ότι, επενδύοντας περισσότερο επάνω στην υλικότητα και την ευμεταβλητότητα της σκηνικής του παρουσίας, θα ανέβαζε κατά πολύ τη θερμοκρασία του δράματος.
Ο Κωνσταντίνου είναι ένας χαρισματικός ηθοποιός, με πολύ καλή κίνηση και ακόμη καλύτερη φωνή. Αναγνωρίζω το βαθμό δυσκολίας της «εργασίας» του. Επιχείρησε κάτι πολύ απαιτητικό. Και στα όρια που έθεσε η περφόρμανς του πέτυχε. Δεν φλυαρούσε ούτε πελαγοδρομούσε. Μ’ εξαίρεση την ακατανόητη και σχεδόν διαλυτική, κατ’ εμέ, επιλογή του να μεταφέρει το τελευταίο πεντάλεπτο της δράσης στο πατάρι του θεάτρου (εκεί είχα τη σφοδρή επιθυμία να φύγω, τόσο πολύ ΔΕΝ μου άρεσε), το σύνολο αυτού που μας έδειξε ήταν καλά εστιασμένο, δουλεμένο, περίεργο και πολύχυμο. Υπήρχαν στιγμές εξαιρετικής ομορφιάς και έμπνευσης, με πρωταγωνιστή την εικόνα του σώματος-γλυπτό, που υποστήριζε μια πολύ υπαινικτική φωτιστική παρτιτούρα και σωστά επιλεγμένη μουσική υπόκρουση.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και εικαστικά πολύ αποτελεσματική τη χρήση του υφάσματος που έντυνε σε ρόλους το σώμα, όπως βρήκα πολύ σωστή και την εκφορά του λόγου των προσώπων του δράματος από τον πρωταγωνιστή.
Πιστεύω πως καθώς προχωρά και λύνει προβλήματα και εμπλουτίζει λύσεις, η εργασία αυτή θα καταλήξει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πλήρη πρόταση. Για την ώρα δικαιολογεί απόλυτα, και με θετικό πρόσημο, αυτό που είναι: work-in-progress.
Συμπέρασμα: πηγαίνετε να τη δείτε όταν σας δοθεί η ευκαιρία. Θα σας γοητεύσει κι ας μην απαντά σε όλα τα ζητήματα που θέτει ή αποπειράται να θέσει. Είναι από τις δοκιμασίες εκείνες που τις θυμάσαι φεύγοντας από το θέατρο. Αυτό σημαίνει κάτι.
Πρώτη δημοσίευση: The Greek Play Project, 26/11/2015