Δυσκολεύομαι να αποφασίσω ποια κριτική προσέγγιση δικαιώνει πιο πολύ το Βασιλιά Ληρ που έφερε στο
Μέγαρο Μουσικής, σε δική του μετάφραση, ο Γιώργος Κιμούλης, με την υπογραφή του
γνωστού Σλοβένου σκηνοθέτη Τομάζ Παντούρ. Είναι πολλά εκείνα που ήθελα να δω
και να ακούσω στην παράσταση.
Για παράδειγμα, ήθελα να αισθανθώ να κατεβαίνει
στην πλατεία η λεκτική ορμή του έργου, η λυρικότητά του, οι ιδιοφυείς
διακλαδώσεις της ιστορίας του. Ήθελα να μου «μιλήσει» πιο καθαρά η σκηνή του
διαχωρισμού του βασιλείου ανάμεσα στις τρεις αδερφές, ένα οικογενειακό δράμα
καταπέλτης που σταδιακά εξελίσσεται σε μεταφορά μιας μεγάλης εθνικής κρίσης.
‘Ηθελα να δω στο πρόσωπο του Ληρ το μεγαλείο του (περι)πλανώμενου βασιλιά αλλά
και την εικόνα του στοργικού πατέρα. Ήθελα πιο εξανθρωπισμένες τις σχέσεις του
με τις κόρες του. Ήθελα να δω τις υπόγειες διαδρομές των συναισθημάτων τους,
όπως ήθελα και μια καλύτερη δραματουργική επεξεργασία του έργου, η οποία, όπως
μας παραδόθηκε, άφηνε τεράστια κενά στο χτίσιμο και της ιστορίας και των
συμπεριφορών. Ήθελα τη διαγραφή κάποιων ευρημάτων, όπως η χρήση της
βιντεοπροβολής στο βάθος, την οποία πιστεύω πως κανείς δεν πρόσεξε παρά μόνο
στο τέλος, όταν έπεφταν τα ονόματα των ηθοποιών σαν σε τηλεοπτική σειρά. Τέλος,
ήθελα να απουσιάζει η κυριολεκτική απογύμνωση του βασιλιά. Γιατί τόση ευκολία;
(Θυμήθηκα ξαφνικά τους περσινούς Πέρσες του ΚΘΒΕ, με μια ανάλογη
εικόνα).
Πολλά τα «ήθελα», όλα απόρροια της συνολικής
γνώσης που έχω για το ίδιο το έργο, γνώση που φυσιολογικά κουβάλησα στην
αίθουσα και η οποία για ένα χρονικό διάστημα μου υποδείκνυε ερμηνευτικά
δρομολόγια. Άδικο, γιατί το τι
περιμένουμε και τι εντέλει μας δίνει το κείμενο μιας παράστασης είναι δύο
πράγματα εν πολλοίς διαφορετικά. Η κριτική οφείλει να στέκεται απέναντι στην
παράσταση όπως παραδίδεται εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή μέσα στην αίθουσα. Που
σημαίνει ότι η κριτική επιτρέπει στην παράσταση να θέτει τους δικούς της
ερμηνευτικούς όρους. Το κατά πόσο το αποτέλεσμα δικαιώνει το πρωτότυπο ή όχι
έπεται του ερωτήματος κατά πόσο είναι μια καλή ή μια κακή παράσταση.
Με όλα τούτα κατά νου,λοιπόν, ο Ληρ
ήταν τελικά μια καλή παράσταση;
Παράσταση
Η
απάντηση είναι δύσκολη γιατί ο Ληρ δεν είναι από τις παραστάσεις
εκείνες που σε κερδίζουν με το καλημέρα. Δεν σου δίνουν αυτά που περιμένεις ή
με τον τρόπο που τα περιμένεις. Δεν προσφέρουν εφησυχαστικές γραμμικότητες,
ψυχολογισμούς και ρεαλιστικές απεικονίσεις. Δεν προσφέρουν κάποιο ομοιογενές
σύνολο, αλλά μια σύνθεση που απαρτίζουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ένα κολάζ
θραυσμάτων.
Ο Ληρ του Παντούρ αρθρώνει στα όρια
του δράματος, με βασικό όχημα το πάσχον σώμα, γύρω από το οποίο στροβιλίζονται
δαιμονισμένα πάθη, έρωτες, απιστία, τρέλα. Πουθενά η οικειότητα και καθημερινότητα.
Η σκηνοθεσία κυνηγά το παραξένισμα, μια θέαση «κουλ», την οποία ενισχύει με
προβολές στο βάθος της σκηνής που παραπέμπουν στον Μπρεχτ και δηλώνουν το τι
μέλλει γενέσθαι.
Ένας ανελέητος βομβαρδισμός από εικόνες, ισοπεδώνει
τα πάντα. Όσο υποχωρούν οι λέξεις τόσο αυτές πυκνώνουν, γίνονται όλο και πιο πολιορκητικές
και απειλητικές. Διαλαλούν επιδεικτικά την υλικότητά τους και καθώς τη
διαλαλούν καταπίνουν τα πάντα, και βεβαίως τον ίδιο τον Λήρ (και το θεατή).
Γίνονται η χωρική προέκταση της εν κρανίω τρικυμίας του, το θέατρο του μυαλού
του, που, ανήμπορο να αρθρώσει το ίδιο τον πόνο που βιώνει, αφήνεται, παθαίνει.
Παράδειγμα μιας τέτοιας εικόνας το τεράστιο νάιλον που καλύπτει όλο τον χώρο
της σκηνής, προσθέτοντας το απαραίτητο βάθος για τη σχολιαστική απεικόνιση του
απέραντου τίποτα στο μυαλό του Ληρ. Θα μπορούσε να το δει κανείς και σαν την
απεραντοσύνη του τοπίου, την απεραντοσύνη της αδικίας, της κακίας, σαν την
έρημο της ηθικής. Μέσα από αυτό το τοπίο βγαίνει και μέσα σε αυτό χάνεται ο
Ληρ. Μέσα στις κυματοειδείς αναταράξεις του βλέπουμε το αθέατο της ψυχής του,
την τρέλα του, την τρικυμία του. Είναι σε τέτοιες στιγμές που δικαιώνεται πέρα
για πέρα η ρήση που λέει μια εικόνα χίλιες λέξεις.
Ερμηνείες
Σε επίπεδο ερμηνειών δεν διδάχτηκαν ρόλοι, εάν
με αυτό εννοούμε κάποιοι ρεαλιστικοί, αναπαραστατικοί υποκριτικοί κώδικες. Πιο
πολύ διδάχτηκαν επιτελεστικές συμπεριφορές, από τις οποίες ξεχωρίζω ως μακράν
την καλύτερη εκείνη του Πανταζάρα. Σωματική κίνηση, ρυθμός, μεταμορφωτική
ευελιξία. Όλα στη θέση τους με τρόπο εντυπωσιακό. Δικαίως εισέπραξε το πιο
θερμό χειροκρότημα. Αντίθετα, ο Κιμούλης θεωρώ ότι δεν απέδωσε στο βαθμό που
τον έχουμε συνηθίσει. Κινήθηκε αμήχανα κάπου ανάμεσα στον νατουραλισμό και τον
γνώριμό του εξπρεσιονισμό, χωρίς να πείθει ότι πράγματι ένιωθε άνετα με αυτό
που έκανε. Και οι υπόλοιποι (Γουλιώτη Καρβούνη, Αλειφερόπουλος, Γάλλος κ.λπ)
όλοι ταλαντούχοι και με καλό βιογραφικό, έδιναν την εντύπωση ότι δεν ήταν
σίγουροι για το ρόλο τους. Αλλού έσπρωχνε η σκηνοθεσία το δράμα τους και αλλού
τους πήγαινε η υποκριτική τους παιδεία. Εάν συνέκλιναν περισσότερο με τη
μεταδραματική ματιά του σκηνοθέτη, θα μιλούσαμε για κάτι μεγαλειώδες.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που είχε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά και
προβλήματα, ορισμένα από τα οποία ήταν απόρροια της αδυναμίας του σκηνοθέτη να
αισθανθεί τον ελληνικό λόγο, κάποια άλλα απόρροια της (κεντροευρωπαϊκής) τάσης
που θέλει το σκηνοθέτη να κάνει το κάτι παραπάνω ώστε να φαίνεται πιο καθαρά η
δική του υπογραφή και, τέλος, κάποια άλλα απόρροια των δικών μας προσδοκιών. Σε
κάθε περίπτωση, δεν παύει να είναι μια πρόταση με ειδικό βάρος που ακόμη κι αν
διαφωνείς δεν την αγνοείς. Χάρηκα που
την είδα.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
30/05/2015