Πρωτοείδαμε τον Αβελάρδο και την Ελοϊζα πέρυσι
το καλοκαίρι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι εντυπώσεις ανάμεικτες. Ήταν
προφανές πως δεν είχε ακόμη αποκτήσει γερά πατήματα, κάποιο ρυθμιστικό άξονα
που να του δίνει ένα ευκρινές σκηνικό διακύβευμα.
Υπήρχε μια γενικότερη
αμηχανία και αβεβαιότητα ως προς τον χειρισμό της ερωτικής ιστορίας, κάτι, που
αν κρίνω από τη δεύτερη εκδοχή, το κατάλαβε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης-συγγραφέας
του, Γιάννης Καλαβριανός, ο οποίος επανέκαμψε κάποιους μήνες αργότερα στο
“Θέατρο του Νέου Κόσμου” με την ομάδα του «Sforaris”, με μια “πειραγμένη” εκδοχή της πρώτης
γραφής, απαλλαγμένη από τον πολυμελή χορό και τη φιλοδοξία της μεγάλης
κλίμακας. Η κλίμακα κατέβηκε εκεί που έπρεπε να ήταν εξαρχής. Και αυτή τη νέα
εκδοχή κρίνω εδώ, με αφορμή την παράστασή της στο θέατρο “Αυλαία”.
Η ιστορία
Βρισκόμαστε στην καρδιά του Μεσαίωνα. Ο δεσμός του
σαραντάχρονου φιλόσοφου και ανερχόμενου αστέρα των Γραμμάτων Αβελάρδου και της
δεκαεξάχρονης και ιδιαίτερα ευφυούς και καλλιεργημένης Ελοϊζας προκαλεί σοκ. Ο
εφημέριος του Παρισιού Φλυμπέρ, εξοργισμένος από το γεγονός ότι ο Αβελάρδος όχι
μόνο συνήψε ερωτική σχέση αλλά τελικά παντρεύτηκε την ανιψιά του, διατάζει τον
ευνουχισμό του. Ο Αβελάρδος επιζεί της τιμωρίας και καταφεύγει σε μοναστήρι. Παράλληλα,
ζητεί και από την Ελοϊζα να γίνει και αυτή μοναχή, πράγμα που κάνει. Μέχρι το
θάνατό του, είκοσι χρόνια αργότερα, θα συναντηθούν μόνο μία φορά. Αυτός πεθαίνει
πρώτος και η Ελοϊζα ζητεί, όταν πεθάνει, να τη θάψουν δίπλα του. Η επιθυμία της
θα ικανοποιηθεί επτακόσια χρόνια αργότερα. Σήμερα ο τάφος τους είναι σημείο
αναφοράς των ερωτευμένων. Αυτά ως προς το στόρι.
Σκηνοθεσία
Η ιδιαιτερότητα του κειμένου είναι ότι
φιλοξενεί και τις δύο ιδιότητες του Καλαβριανού: εκείνη του συγγραφέα και
εκείνη του σκηνοθέτη. Διαβάζοντας το
έργο έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ταυτόχρονα και τη σκηνοθετική του
παρτιτούρα. Οι λέξεις, καθώς αρθρώνονται, δημιουργούν τα αφηγηματικά τους πεδία
δράσης, χωρίς το άγχος της μίμησης. Δεν παραδίδουν το θέατρό τους στο δράμα,
γατί τότε το δράμα τους θα θυσιαζόταν αμέσως μετά στην ακινησία της κεντρικής
ιδέας (του κειμένου). Αντ’ αυτού επιλέγουν να κινηθούν ανάμεσα στο «τι» της
γραφής και το «πώς». Κάπως έτσι, συγκρατούν την δραματική υπερβολή και τη
συναισθηματική έκρηξη, όμως διόλου δεν τσιγκουνεύονται να διοχετεύσουν στην
πλατεία ολοστρόγγυλη τη γοητεία του έρωτα. Προβάλλουν θαρραλέα τα εγκαύματα
μιας σχέσης που έγραψε ιστορία, άλλοτε διά του στοχασμού και άλλοτε διά του
παιγνίου.
Ο Καλαβριανός, όσο περνά ο καιρός, δείχνει να
ακουμπά με μεγαλύτερη σιγουριά στη βαθύτερη οντολογία της θεατρικής τέχνης.
Έχει πράγματα ακόμη να τιθασεύσει, να μάθει, να εμπλουτίσει και κυρίως να εμβαθύνει, όμως τα δείγματα γραφής
είναι θετικά. Σε κάθε νέα του προσπάθεια πυκνώνουν οι ευρηματικές λύσεις και
πληθαίνουν οι στοχαστικές στιγμές επάνω στην
έννοια της σκηνικής παροντικότητας. Μέσα στο χώρο της
μεταδραματικής αισθητικής δείχνει σαφώς
πιο άνετα από ό,τι μέσα στον πλαισιωμένο
ρεαλισμό μιας «Αούστρας ή Αγριάδας», για παράδειγμα. Δεν τον απασχολούν
οι ψυχολογισμοί και η αληθοφάνεια, οι «κλειστές» δομές. Πιο πολύ τον θέλγει η
ανοικτή ποιητική και πολιτική της (ανα)παράστασης (ως προσωπική κατάθεση) και
το βλέμμα του θεατή. Και αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που έγραψε και
διαχειρίστηκε σκηνοθετικά την περίπτωση του «Αβελάρδου».
Παράσταση και θεατής
Τριάντα μία
σκηνές συν ο επίλογος είναι τα συστατικά της ανασύνθεσής του. Σκηνές
σύντομες, που επιτρέπουν εξίσου γοργές χωροχρονικές μετατοπίσεις και σκηνικά
παίγνια. Σαφής πρόθεση της σκηνοθεσίας, αφενός να δημιουργήσει ένα περιεκτικό
κολάζ της όλης ιστορίας και, παράλληλα, να παίξει με το θέμα της αισθητικής
απόστασης σκηνής/πλατείας.
Ο θεατής, χωρίς το μοντέλο του μιμητικού
θεάτρου να του υποδεικνύει γωνίες πρόσληψης και κατανόησης, αντιλαμβάνεται,
καθώς παρακολουθεί τα δρώμενα να του συστήνονται, σε πιο βαθμό αυτά που
αισθάνεται και βλέπει και στην
πραγματική ζωή δομούνται στο βάθος από την τέχνη. Σε αυτό το πανοραμικό
μετα-παίγνιο, παρακολουθεί τρεις ηθοποιούς να μπαινοβγαίνουν ασταμάτητα σε
ρόλους χωρίς προειδοποίηση και ειδική προετοιμασία, σαν σε άσκηση
αυτοσχεδιασμού. Τους βλέπει αγκαλιά με μια σοκαριστική, για την εποχή της, ιστορία
που περιμένει με αγωνία να τους φιλοξενήσει και φιλοξενώντας τους να αποκτήσει και
αυτή ορατότητα. Τους παρακολουθεί να δανείζουν το σώμα και τη φωνή τους στη
γραφή και αφού ολοκληρώσουν τη «μετα-γραφή» τους, να επιστρέφουν πίσω στη λέξη-άκουσμα,
πριν αποφασίσουν να της δώσουν και πάλι σκηνική οντότητα.
Ερμηνείες
Ο Γλάστρας έβγαλε τους ρόλους με φυσικότητα και
εξωστρεφή διάθεση, πλην κάποιων στιγμών που έδειχναν ξέπνοες, λες και τους είχε
τελειώσει η ενέργεια. Η Μαξούρη πηγαία και δυναμική, έπαιξε με περισσότερη
ζωντάνια, θέρμη και αλήθεια. Όσο για την Κοκκίδου, για να ‘μαι απόλυτα ειλικρινής,
περίμενα περισσότερα. Υπήρχαν στιγμές που πρόδιδε τη σκηνική της ευφυία και το
ταλέντο της, ήταν όμως και στιγμές που τα εκφραστικά της μέσα ξέμεναν από
καύσιμα, οπότε απλώς έσπρωχνε το ρόλο να πάει παρακάτω. Με μπέρδεψε επίσης και όταν
πήρε κομμάτι του ρόλου της Ελοϊζας. Δεν κατάλαβα αυτή τη μοιρασιά. Υπήρχε λόγος
(πιο πολύ εσάς ρωτάω κύριε Καλαβριανέ); Πάντως ομολογώ πως και οι τρεις φωνές
είχαν μελωδίες που τους ταίριαζαν, ψαλμούς, και άλλα τραγούδια έντονης συγκίνησης
(μουσική Τριανταφύλλου) και όλα αυτά σε μια ευθεία με τις σκηνοθετικές επιλογές.
Συμπέρασμα: ένα
γοητευτικό ταξίδι στο θέατρο, τον χρόνο και
τον έρωτα με πολλές καλές σκηνοθετικές και ερμηνευτικές στιγμές και
ορισμένες κάπως πιο αδέξιες και επιφανειακές, όχι όμως σε σημείο να ακυρώσουν
τις θετικές εντυπώσεις.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
10/05/2015