Για πολλές δεκαετίες το όνομα του θεατρικού συγγραφέα ήταν η μεγάλη είδηση στις καλλιτεχνικές στήλες. Περίπου ήταν κοινός τόπος να διαβάζουμε πριν από κάθε πρεμιέρα: «Το νέο έργο του Διαλεγμένου ή του Ποντίκα ή του Καμπανέλλη». Τώρα, τα πράγματα άλλαξαν. Πρωτοσέλιδο κάνουν τα ονόματα των σκηνοθετών. Είναι οι νέοι σταρ. Στο εξωτερικό ακούμε για Όστερμαγιερ, Καστελούτσι, Βαρλικόφσκι, Γουίλσον. Στα καθ’ ημάς,Λυγίζος, Ευαγγελάτου, Παπακωνσταντίνου, Γάκης, Κακάλας, Καραντζάς, Γλυνάτσης, Θεοδωρίδης, Χιώτη, Αζάς, Τσινικόρης, Σαχίνης, Στρούμπος, Μαυραγάνη, Αργυροπούλου, Καλαβριανός, Κιτσοπούλου, Λιούλιου, Ευθυμίου, μεταξύ πολλών άλλων. Είναι η γενιά που πλέον εκπροσωπεί αυτό που λέμε “σύγχρονο ελληνικό» και για πολλούς «πρωτοποριακό» θέατρο. Θα τους βρείτε παντού. Στον ημερήσιο Τύπο, στον ηλεκτρονικό, στα face books. Αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας, είναι πάρα πολλοί.
Γιατί τόσο πολλοί;
Και ας μη βιαστούμε να αποδώσουμε τα εντυπωσιακά νούμερα στην κρίση. Σας θυμίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν γνωστοί και προ κρίσης. Άρα κάτι άλλο συμβαίνει, και αυτό έχει να κάνει με την κυριαρχία των νέων θεατρικών ρευμάτων που είχαν αρχίσει να σαρώνουν την Ευρώπη και την Αμερική ήδη από τη δεκαετία του 1980 (Forced Entertainment, Goat Island, DV8, Wooster Group, Rimini Protokoll κ.λπ) και σταδιακά έγιναν αισθητά και στην χώρα μας, πρώτα μέσα από τη δουλειά καλλιτεχνών όπως ο Τερζόπουλος, ο Μαρμαρινός, ο Χουβαρδάς, ο Κακλέας, ο Μοσχόπουλος κ.λπ. και κατόπι μέσα από την καταλυτική επίδραση που είχε επάνω στους νέους (κυρίως) το Φεστιβάλ Αθηνών με τις επιλογές του Γιώργου Λούκου και αργότερα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι νεότεροι Έλληνες σκηνοθέτες, άλλοι με το ταλέντο τους, άλλοι με τσαμπουκά, άλλοι με έξυπνες επιλογές και κινήσεις, άλλοι με διορατικότητα, άλλοι με διασυνδέσεις και πιέσεις και άλλοι με ένα συνδυασμό όλων αυτών θα προχωρήσουν, επιτυγχάνοντας κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της χώρας: έγιναν «όνομα» πριν πλησιάσουν καν τα τριάντα τους χρόνια.
Όλοι σφάζονται στα πόδια της
Όποιο έντυπο και να ανοίξεις, εκεί όπου γίνεται συζήτηση για κάποιο νεανικό σχήμα ή κάποια προσέγγιση κάπως εκτός πεπατημένης, όλο και θα προσκρούσεις σε κάτι βαρύγδουπο. Δεν έχω τίποτα με λέξεις όπως πρωτοπορία ή μεταμοντέρνο ή ακόμη και μετα-μεταμοντέρνο (αν και αυτό το τελευταίο ακόμη να το περιλάβουν οι δημοσιογράφοι του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ). Έχω πρόβλημα με την χρήση τους. Με τρομάζει η ευκολία με την οποία ειδικοί (άσχετοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς) αποκαλούν «πρωτοποριακό» ή «εναλλακτικό» ό,τι τους γυαλίζει στο μάτι ή ό,τι δεν καταλαβαίνουν ή ό,τι θεωρούν ως «πιασάρικο». Με τρομάζει το γεγονός ότι η «πρωτοπορία» διακινείται περίπου όπως τα απορρυπαντικά, τα κρεμοσάπουνα και τα παντελόνια, δηλαδή με τη λογική του lifestyle. Με τρομάζει το ότι όχι μόνο είναι προς πώληση αλλά είναι προς πώληση σε απαστράπτοντα και πολύ καθωσπρέπει μέγαρα. Στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης ο «Ληρ» του Παντούρ, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών το θέατρο ντοκουμέντο και στο κοινοβούλιο το δράμα της χώρας, αν θεωρήσουμε τους πολιτικούς ως θλιβερούς θεατρίνους που πορεύονται μιλώντας για αλλαγή (που είναι και η βασική λέξη της κάθε πρωτοπορίας). Και το γεγονός ότι ο καταναλωτής μπορεί να την «αγοράσει» οπουδήποτε τον κολακεύει, γιατί θεωρεί ότι έτσι έχει την ελευθερία της επιλογής. Και το ερώτημα είναι: όντως την έχει;
Ψευδοεπικοινωνία
Ψευδοεπικοινωνία
Ο σημερινός θεατής/καταναλωτής έχει συνηθίσει να τον νταντεύουν και να τον κάνουν να νιώθει σπουδαίος. Και βεβαίως μέρος της ευθύνης γι’ αυτό φέρουν τα ηλεκτρονικά μέσα, που επιδίδονται στην πρακτική της διαδραστικής επικοινωνίας, μέσω της οποίας του υπενθυμίζουν διαρκώς ότι τον έχουν ανάγκη. Εξ ου και οι συνεχείς παραινέσεις: «πάρτε τηλέφωνο τώρα», «πείτε μας ποιον τραγουδιστή προτιμάτε» κ.λπ. Για όλα ζητούν (τάχα μου) τη βοήθεια-συνδρομή του. Είναι σαν να του λένε, αν δεν πάρεις τηλέφωνο, η εκπομπή δεν θα ολοκληρωθεί. Υπάρχει μόνο για σένα και από σένα. Εσύ είσαι και θεατής και συγγραφέας. Τέτοια τιμή!
Από τον homo faber, τον άνθρωπο που διαλέγεται με τη Φύση, έχουμε περάσει στον homo ludens, τον άνθρωπο που διαλέγεται με τα κυβερνητικά συστήματα. Βεβαίως, ο καταναλωτής δεν σκέφτεται ότι όλα αυτά δεν είναι πραγματική επικοινωνία, αλλά παράσταση της επικοινωνίας, άρα μια ψευδοεπικοινωνία όπως και μια ψευδοελευθερία.
Η κυριαρχία της πραγματικότητας επάνω στην εικόνα, που ήταν ένα δεδομένο σε παλιές ιεραρχήσεις και επέτρεπε στην πρωτοπορία να ανθίσει, τώρα έχει ανατραπεί. Τα μίντια δεν μεσολαβούν ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Φύση. Έχουν ξεπεράσει αυτό το στάδιο και έχουν αποκτήσει μιαν αυτόνομη υπόσταση. Είναι μια πραγματικότητα από μόνα τους. Πολιορκούν το άτομο, το ορίζουν, το προορίζουν ή το περιορίζουν. Και για να το πάμε ένα βήμα παραπέρα, δείτε και το σύμπτωμα: τη διάλυση του Εγώ, τη διασπορά του δεξιά και αριστερά ανάλογα με τα μίντια που το απασχολούν.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λοιπόν, είναι απόλυτα φυσιολογικό να επηρεάζεται και το θέατρο, ο αμεσότερος καθρέφτης της ζωής. Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς όλη αυτή τη μόδα με τις διαδραστικές παραστάσεις; Πού τους χάνεις πού τους βρίσκεις τους ηθοποιούς όλο στην κουβέντα είναι με τους θεατές. Και κάτι ακόμη.
Περί καινούργιου και ευπώλητου
Περί καινούργιου και ευπώλητου
Θα έχετε προσέξει ότι ο χώρος του θεάτρου έχει γεμίσει εδώ και κάποια χρόνια από μάνατζερ, παραγωγούς, image makers, promotion strategists, fund raisers κ.λπ. Περίεργη εξέλιξη όσο και εξηγήσιμη. Ο χώρος είναι απίστευτα ανταγωνιστικός και όσοι τον κατοικούν μάχονται με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν. Και ένας τρόπος επιβίωσης είναι να πουλήσουν «πρωτοπορία» με την ίδια λογική που κάθε εταιρεία πουλάει το προϊόν της. Και τι πιο κατάλληλος να το κάνει αυτό από ένας ειδικός, ο οποίος προηγουμένως μπορεί να δούλευε στη Τσιπίτα ή στα τσιμέντα του Τιτάνα. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να ξέρει να πουλά από Αισχύλο μέχρι καπνιστό Μετσόβου. Εδώ στη Βουκουρεστίου έφτασαν να ψήνουν αρνιά και κοκορέτσια για να πουλήσουν τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας.
Σκηνή από το υπαίθριο φαγοπότι στη Βουκουρεστίου
Θέλω να πω ότι, ενώ πιο παλιά το καινούργιο είχε να κάνει με την ίδια την πραγματικότητα, γι’ αυτό και ενοχλούσε την εξουσία ή συναντούσε φανατικούς πολέμιους, τώρα έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και το αλληλοφάγωμα. «Ο θάνατός σου η ζωή μου». Η ερώτηση κλειδί είναι μία: «Τι πουλάει»; Αυτό, τις περισσότερες φορές, έχει ως αποτέλεσμα το καινούργιο να γίνεται για χάρη του καινούργιου (και άρα εμπορεύσιμου) κι όχι γιατί πηγάζει από κάποια εσωτερική ή ανατρεπτική ή “ασεβή” ανάγκη. Και αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί όλες οι πρωτοποριακές τάσεις διαρκούν τόσο λίγο. Έχουν καταντήσει εποχικό φαινόμενο, όπως τα μαγιό. Εμφανίζονται ξαφνικά, κάνουν ένα «μπαμ», μέρος του «μπαμ» το απορροφά η βιομηχανία του πολιτισμού και μετά εξαφανίζονται. Σαν να μην έγινε τίποτα. Κανείς δεν τις συζητά, κανείς δεν τις μνημονεύει. Πουθενά τα ίχνη τους. Και είναι αυτό ακριβώς που θέλει και η σύγχρονη κοινωνία: λιγότερη μνήμη, ώστε να υπάρχει μόνο εμπορεύσιμο παρόν και μέλλον.
Πρωτοπορία και μάρκετινγκ
Πρωτοπορία και μάρκετινγκ
Γι’ αυτό μην σας ξενίζει ο μεγάλος όγκος των σκηνοθετών που υιοθετούν ανοίκειες προτάσεις. Ξέρουν ότι είναι ο πιο εύκολος τρόπος να κάνουν καριέρα. Πάνω από όλα το στιλ. Αν αναζητήσετε πολλούς από αυτούς θα τους βρείτε στα μεγαλύτερα και πλέον συντηρητικά πανεπιστήμια στον κόσμο. Εκεί διδάσκουν στους φοιτητές, αντί πολύ παχυλών μισθών, τις στρατηγικές επιτυχίας. Άλλοι έχουν στήσει θεατρικούς οργανισμούς, κάτι σαν εργοτάξια, που παράγουν, λες και είναι φασόν, «κομμάτια» και τα πουλάνε προς πάσα κατεύθυνση. Από περιέργεια δείτε τι λεφτά ζητούν τα μεγάλα ονόματα που περιφέρουν την πρωτοποριακή τέχνη τους (την οποία κάποτε είχα αποκαλέσει ειρωνικά «airport art») από φεστιβάλ σε φεστιβάλ. Δείτε πόσο κοστίζει το εισιτήριο. Και όλοι αυτοί, ή σχεδόν όλοι, δηλώνουν προοδευτικοί, αριστεροί, δημοκράτες και ό,τι άλλο επιβάλλει η μόδα της εποχής. Και όλοι αυτοί συνεχώς γκρινιάζουν ότι τους αγνοεί το Σύστημα, όταν στην πραγματικότητα έχουν αλώσει τα πάντα που βρίσκονται στην καρδιά του Συστήματος. Αν δεν είσαι «πρωτοποριακός» σήμερα δεν έχεις δουλειά. Ποτέ στο παρελθόν δεν θυμάμαι τέτοια αγάπη ανάμεσα στο Σύστημα και την πρωτοπορία.
Σκηνή από το Αχ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη
Πού καταλήγω;
Αυτή τη στιγμή στην Αθήνα υπάρχουν περισσότερα θέατρα που φιλοξενούν την «πρωτοπορία» από ό,τι το "παραδοσιακό" θέατρο. Και διερωτώμαι: σε ποιο βαθμό άραγε υπηρετούν πραγματικά ανανεωτικούς και «επικίνδυνους» στόχους; Είμαι φανατικός θιασώτης του πειραματικού θεάτρου. Και αυτό που βλέπω και με ανησυχεί είναι ότι οι πιο πολλοί πειραματιστές μας, αν και από καλό μέταλλο φτιαγμένοι, περπατούν στο κενό, αφελώς κρεμασμένοι από τα κρόσσια αναφομοίωτων δανείων. Εκείνο που απουσιάζει από τις προτάσεις τους είναι το βάθος των ιδεών, ο γόνιμος στοχασμός, μα πιο πολύ ο διάλογος με ό,τι προηγήθηκε και κατακτήθηκε. Λες και δεν υπήρξε τίποτα πριν απ’ αυτούς. Και είναι μέγα λάθος.
Σήμερα βιώνουμε ως χώρα μια δεύτερη μοντερνικότητα. Και θα ήταν ευχής έργο να αρχίσει κάποια στιγμή αυτός ο διάλογος με τους εκπροσώπους της προηγούμενης μοντερνικότητας, γιατί μόνο τότε θα δούμε μια πραγματική ελληνική αβανγκάρντ που να ξεχωρίζει και να προσφέρει στην κοινωνία ουσιαστικά πράγματα που να αφορούν και τον τόπο και τη διεθνή θεατρική κοινότητα...
Πρώτη δημοσίευση: Παράλλαξη 22/05/2015. See more at: http://parallaximag.gr/parallax-view/poso-poylaei-i-protoporia#sthash.s8QGn3H8.dpuf