Ήταν το πιο ενθουσιώδες
χειροκρότημα που άκουσα όλο το καλοκαίρι. 2000 άτομα επί δεκάλεπτο έστελναν τα
δικά τους θερμά διαπιστευτήρια στους συντελεστές της παράστασης του έργου των
Ράντου, Γανωτή και Σταυρουδάκη «Κατάδικός μου» (Θέατρο Δάσους), σε σκηνοθεσία
Παλούμπη. Και ακόμη απορώ; Τι χειροκροτούσαν, αλήθεια;
Η ιστορία.
Κεντρικό πρόσωπο της
ιστορίας είναι η Καίτη, μια μανιοκαταθλιπτική φιλόλογος, που ενώ δεν έχει ακόμη συνέλθει από τον
χωρισμό της με τον άνδρα της, αθλητή επί κοντώ (στα 5.60 ο πήχης για το
παλικάρι), πέφτει θύμα ληστείας από
έναν Ιρανό μετανάστη, τον Καρίμ, ο οποίος με τη σειρά του πέφτει θύμα τροχαίου.
Θύτης, τι σύμπτωση, ο πρώην της Καίτης, ο Γιάννης, ο οποίος αντί να κάτσει να
βοηθήσει το βάζει στα πόδια. Στο νοσοκομείο, όπου καταλήγει ο Καρίμ, μοιράζεται
το ίδιο δωμάτιο με ένα γέροντα που πάσχει από αλτσχάιμερ. Είναι ο κυρ Νίκος,
καθηγητής ελληνικής ιστορίας και, τι σύμπτωση πάλι, πατέρας της Καίτης, η οποία
σε μια από τις επισκέψεις της μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι εκείνος που
σακάτεψε τον Καρίμ.
Πανικόβλητος από τα
απειλητικά ραβασάκια που φτάνουν στα χέρια του (γραμμένα στα κρυφά από την
Καίτη), ο Γιάννης επιστρέφει στην πρώην και κλείνεται στο σπίτι της, αφού πρώτα
το περιφράξει με σιδεριές. Η Καίτη σιγά σιγά αντιλαμβάνεται μέσα από την τραγωδία του άλλου τη δική της τραγωδία, όπως
αντιλαμβάνεται και τον τρόπο που η κοινωνία και οι μηχανισμοί της λειτουργούν και
πώς εμείς καλούμαστε να καταλάβουμε το τι γίνεται γύρω μας, να καταλάβουμε τη
ζωή και τον άνθρωπο γενικότερα. Βλέπει ότι η ανάγκη και ο φόβος έφεραν τον
άντρα της πίσω και όχι η αγάπη. Βλέπει ότι είναι
καταδικασμένος να ζει έγκλειστος στις προκαταλήψεις του. Γι’ αυτό και
αποφασίζει να τον εγκαταλείψει. Όμως, στην τελευταία σκηνή, όπου την αγκαλιάζει
για να μην του φύγει, τη σκοτώνει, κάνοντάς την “κατάδική του” αλλά και
καταδικάζοντάς την στο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου.
Πολιτικό
θέατρο
Έχω γράψει πολλές φορές
ότι το θέατρό μας πρέπει να στραφεί στο θέμα του «άλλου» γιατί μας αφορά. Μόνο
που η συναισθηματική φόρτιση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να φωτίσει
κάποιος ένα τόσο σύνθετο ζήτημα. Και η ιστορία του «Κατάδικού μου», ναι μεν
έχει καλές ιδέες, όμως είναι τόσο γεμάτη από κλισέ που πιο πολύ εξυπηρετεί την
τάξη πραγμάτων παρά την ταρακουνάει. Γι’ αυτό στέκομαι με επιφυλάξεις σε
διατυπώσεις σαν κι αυτές της Ράντου που λένε ότι «το έργο έχει αποδείξει δύο χρόνια τώρα πώς έχει το χάρισμα
να επουλώνει τις πληγές μας και να μας κάνει όλους καλύτερους».
Εάν όντως ήταν έργο βαθιά “ενοχλητικό” δεν θα
έβγαζε το μήνα. Το βαθιά υποψιασμένο πολιτικό θέατρο είναι από τη φύση
του αντιεμπορικό, γιατί ξηλώνει τα εφησυχαστικά μας ντεσού και το
συναισθηματισμό. Προτάσσει μιαν άλλη οπτική, μιαν άλλη χρήση των λέξεων και των
ιδεών. Δεν ποντάρει στη λογική του μαύρου-άσπρου. Πιο πολύ ακουμπά στην αβέβαιη
απόχρωση του γκρι, χρώμα όχι ιδιαίτερα «πιασάρικο».
Δεν ακυρώνω ό,τι είδα.
Υπήρχαν σκηνές αυθεντικής κωμωδίας, όπως και καλό τάιμινγκ, όμως ως σύνολο οι
επιλογές του δεν έπειθαν. Ακύρωναν τις προθέσεις. Γιατί μη μου πείτε ότι αυτές
οι χιλιάδες που μάτωσαν τα χέρια τους να χειροκροτούν, θα ΄διναν τα κλειδιά του
σπιτιού τους στον Καρίμ, όπως με μεγάλη ευκολία κάνει εις των πρωταγωνιστών (ο
γέροντας με το εξοχικό στο Σούνιο). Το χειροκρότημα του κόσμου δεν το είδα σαν
μια αλλαγή στη στάση ζωής, αλλά πιο πολύ σαν μια ανακούφιση του τύπου: «ουφ,
ευτυχώς δεν είμαστε όπως ο κακός Γιάννης της ιστορίας»).
Όπως γράφτηκε και όπως
δόθηκε σκηνικά από το σκηνοθέτη, ήταν μια συντηρητική διαχείριση της
ετερότητας, που στόχο είχε να κάνει το θεατή να νιώσει καλά με αυτό που είναι.
Χειροκροτώντας αισθάνθηκε, έστω και νοερά, ότι έκανε το καθήκον του, έδειξε ότι
δεν φοβάται τον ξένο. Μόνο που μόλις επιστρέψει σπίτι του θα τραβήξει και πάλι
τους σύρτες πίσω από την πόρτα, θα βάλει το συναγερμό και θα βρίζει τους
κωλομετανάστες που γέμισαν τα νησιά μας.
Γι’ αυτό, το ξαναλέω,
στέκομαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στο έργο. Είχε καλές ιδέες, όμως τις σέρβιρε με τέτοιον τρόπο που να
είναι ευκολοχώνευτες. Γιατί εάν αναζητούσε μια πιο πολύπλευρη θέαση των
πραγμάτων, ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που θα χειροκροτούσαν όρθιοι (ή καθιστοί),
γιατί ελάχιστοι είναι έτοιμοι να καταργήσουν την πόρτα ασφαλείας, δείχνοντας
και έμπρακτα ότι αισθάνονται απόλυτα ασφαλείς με τους ξένους.
Ερμηνείες
Όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν όπως περίπου αρμόζει σε μια
συναισθηματική κομεντί τηλεοπτικής κοπής. Και έπαιξαν καλά, αρχής γενομένης με
τη
Ράντου, ηθοποιό που. ξέρει πότε να κλείνει το μάτι στο θεατή, πότε να σιωπά, πότε
να αυτοσαρκάζεται. Ο Δαδακαρίδης επίσης. Κράτησε το μέτρο του ρόλου. Όσο για
τον ξένο του Αυγουστίδη δεν τα πήγε άσχημα, αν και κάπου το παρατραβούσε. Βρήκα
κάπως πιο συγκροτημένο και αληθοφανή τον Σάσσα του Καπετανάκου. Ο Ιατρόπουλος,
ο πιο μπρουτάλ της παρέας, έκανε καλά και απλά αυτό που έπρεπε, ενώ βρήκα τη
ρομποτοειδή ερμηνεία του Γιωτόπουλου χωρίς νόημα.
Τα κιτσάτα σκηνικά της
Τρικεριώτη εύχρηστα αλλά αδιάφορα. Μέσα σε ένα αχανή χώρο όπως το Δάσος ήταν
μοιραίο να χάσουν την όποια σημασία τους.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που σε
κάνει να γελάς χωρίς να σημαίνει ότι σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο. Θα μπορούσε
ωστόσο.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
21/09/2014