Είναι κοινός τόπος να πούμε ότι τέχνες όπως το θέατρο, ο χορός
κ.λπ, δεν ζουν σε ελεφάντινους πύργους. Και δεν έζησαν ποτέ. Ανήκουν στη
δημόσια σφαίρα. Και αυτό σημαίνει ότι, για να μας αφορούν, οφείλουν να
αφουγκράζονται τα όσα συμβαίνουν γύρω τους και ανάλογα να πράττουν. Διαφορετικά
δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Και ειδικά η εποχή μας προσφέρει πολλά
πράγματα για στοχασμό.
Μάλιστα, υποκύπτοντας στον πειρασμό των συγκρίσεων, θα
έλεγα πως ό,τι είχε καταφέρει ο Γουτεμβέργιος με την τυπογραφία του για τους
Αναγεννησιακούς, κάτι ανάλογο, και τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, έχει
επιτύχει η υψηλή τεχνολογία. Άλλαξε τον κόσμο τόσο πολύ που πλέον ζούμε σε ένα
εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, όπου η Γη ―ο άλλοτε μυστήριος αυτός
πλανήτης―φαντάζει ολοένα και πιο μικρός, πιο γνώριμος και πιο προσπελάσιμος,
σαν μικρό παγκόσμιο χωριό που δεν έχει τίποτε πλέον να αποκρύψει.
Όλοι είμαστε καλωδιωμένοι, connected, όπως μας
υπενθυμίζουν διαρκώς τα γκάτζετ της υψηλής τεχνολογίας. Άνθρωποι και κράτη ολόκληρα σε ένα συνεχές δούναι και λαβείν, σε αναζήτηση εμπειριών, συμμαχιών,
νέων ερεθισμάτων, νέων αγορών και νέων προϊόντων.
Και υπ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι τυχαίος ο γιγαντισμός
του φεστιβαλικού χάρτη της Ευρώπης, και όχι μόνο. Σ’ αυτό το καλωδιωμένο
παγκόσμιο χωριό όλοι αισθάνονται πως δικαιούνται ένα μικρό, έστω, κομμάτι από
την πίτα της πολιτιστικής και τουριστικής βιομηχανίας. Κι ένα φεστιβάλ
βεβαίως, χωρίς να είναι πανάκεια, είναι ένα σχετικά ευπώλητο προϊόν, που
σίγουρα βοηθά, ως ένα βαθμό, προς αυτήν την κατεύθυνση. Χωρίς το φεστιβάλ τους
ποιος θα ήξερε άραγε την πόλη Σίμπιου ή την Κλουζ, για παράδειγμα, ή το
Μάριμπορ, το Νόβι Σαντ ή ακόμη και το Λούισβιλ;
Αυτή τη στιγμή είναι τόσο πολυπλόκαμος ο φεστιβαλικός χώρος
που καλύπτει όλα τα γούστα, λαϊκά και υψηλά, εθνικά και αλλότρια. Και κάθε μέρα
προστίθενται και νέα φεστιβάλ, καθε ένα και με μια δική του φιλοσοφία
επιβίωσης. Άλλα είναι πιο ανοικτά (open
access), όπως το Φριντζ του Εδιμβούργου, λ.χ., δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε
όλους τους ενδαφερόμενους να συμμετάσχουν, κάποια άλλα είναι πιο αυστηρά και
εξειδικευμένα. Πάντως, εάν τα δει κανείς στο σύνολό τους είναι προφανές πως η
λογική του «λίγο από όλα» χάνει έδαφος. Πιο πολύ τώρα κυριαρχεί η λογική του
«θέματος», υπό την εποπτεία φυσικά μιας αρμόδιας επιτροπής. Για παράδειγμα,
φέτος (2014) το φεστιβάλ της Κλουζ έχει ως θέμα «Ιστορίες του σώματος». Πέρυσι στη
Μπρατισλάβα το θέμα ήταν η ιστορία στις πρώην ανατολικές χώρες και φέτος το
ερώτημα «Τέχνη, προς τι;».
Όπως επίσης κυριαρχεί και η λογική της σύντομης χρονικής
διάρκειας. Τελείωσαν τα πολύμηνα φεστιβάλ. Σήμερα, τα περισσότερα συμπιέζουν το
πρόγραμμά τους ώστε να χωρέσει σε 6-8 μέρες, ευελπιστώντας πως έτσι θα δώσουν
τη δυνατότητα σε κάποιον που ενδιαφέρεται να τα παρακολουθήσει στο σύνολό τους,
συνδυάζοντάς τα ενδεχομένως με το πακέτο των διακοπών του.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα φεστιβάλ
δεν περιορίζουν τις δραστηριότητές τους σε έναν συγκεκριμένο χώρο, μια άρτια
θεατρική αίθουσα, ας πούμε, αλλά απλώνονται, σε όλα τα διαθέσιμα διαμερίσματα
του αστικού τοπίου: σε πάρκα, δρόμους, γήπεδα, εργοστάσια, ξεχασμένα κλασικά ή
νεοκλασικά αρχιτεκτονήματα, κτλ, τα οποία δημιουργούν μια, θα λέγαμε,
εορταστική ατμόσφαιρα που φιλοδοξεί, όπως τα μεσαιωνικά Mυστήρια, να ενισχύσει την εικόνα της πόλης που το
διοργανώνει καθώς και το αίσθημα της
συμμετοχής.
Βέβαια μπορεί να εντυπωσιάζει ο όγκος και η ποικιλότητα
των φεστιβαλικών εκδηλώσεων, όμως δεν είναι εύκολη πλέον υπόθεση η υλοποίησή
τους. Η κατάσταση είναι αρκετά περιπλεγμένη. Και δεν το εννοώ μόνο με όρους
οικονομικούς αλλά και γενικότερης λειτουργίας. Και εξηγούμαι, επιχειρώντας
ορισμένες αναγκαίες συγκρίσεις.
Κάποτε οι αποδέκτες των νεωτερικών φεστιβάλ είχαν ένα
σχετικά συγκεκριμένο προφίλ, εθνικό, θρησκευτικό, γλωσσικό, ταξικό κ.λπ., όπως
είχαν μια περίπου συγκλίνουσα άποψη περί υψηλής και λαϊκής τέχνης που
διευκόλυνε ενμέρει την όλη διαδικασία. Και όταν λέω κάποτε, εννοώ κυρίως μετά
το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που τα περισσότερα εθνικά φεστιβάλ στήθηκαν με
απώτερο στόχο να προβάλουν την τοπική ιστορία, την εθνική κληρονομιά και τα
μεγάλα κλασικά της κείμενα. Οι εμπνευστές τους ήταν της άποψης ότι η διαλυμένη
από τον πόλεμο Ευρώπη είχε ανάγκη από κάποια σταθερά και καταξιωμένα σημεία
αναφοράς ώστε να ξαναβρεί τον εαυτό της και τον θετικό της προσανατολισμό. Και
τι πιο άμεση και δοκιμασμένη λύση από ένα φεστιβάλ κλασικών εργων.
Μέσα σε αυτή τη λογική κινήθηκε και το Φεστιβάλ
Επιδαύρου. Ήταν μια πλατφόρμα διαφήμισης του μεγαλείου της τοπικής ιστορικότητας.
Που εν πολλοίς συνεχίζει να είναι, όχι όμως με την ίδια φιλοσοφία και
αισθητική.
Σήμερα, στα χρόνια της μετανεωτερικότητας, όλα αυτά δεν
ισχύουν, τουλαχιστον στον ίδιο βαθμό. Ας μην ξεχνάμε πως το πρότζεκτ του
Διαφωτισμού που περίπου διαμόρφωσε τον Δυτικό κόσμο τα τελευταία 150 χρόνια
δείχνει να ολοκληρώνει τον κύκλο του. Μαζί του έχουν καταρρεύσει οι βεβαιότητες
που έκαναν και τις επιλογές των διοργανωτών κατά τι πιο εύκολες. Η εποχή μας
βρίσκεται εντελώς αλλού και κοιτά αλλού, επιλέγει από αλλού και αξιολογεί
αλλιώς. Η καταλυτική παρουσία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και μαζικής
κατανάλωσης, η ετερογένεια των πληθυσμών, η διόγκωση του τουριστικού ρεύματος,
οι νέες τεχνικές μάρκετιγκ, ο ανταγωνισμός, η εύκολη κόπωση του
υπερπληροφορημένου και πολυταξιδεμένου καταναλωτή, έχουν επιβάλει μια εντελώς
άλλη φιλοσοφία διαχείρισης της φεστιβαλικής δυναμικής και άλλους τρόπους
προσέγγισης του κοινού.
Μπήκαμε στην εποχή της υπέρβασης ειδών, ταυτοτήτων,
εθνικών συνόρων, εθνικών οικονομιών, απόλυτων δοξασιών. Δεν μπορείς να λες όχι
στην υβριδική τέχνη, λχ., επικαλούμενος την ταξινομική καθαρότητα μιας άλλης
εποχής. Δεν μπορείς να αγνοείς τις μετακινήσεις των πληθυσμών ή το τουριστικό
ρεύμα, στο όνομα μιας κατά φαντασία επίσης καθαρότητας. Δεν μπορείς να λιθοβολείς
μια αλλιώτικη παράσταση κλασικού έργου επειδή θεωρείς ότι δεν τιμά το
πρωτότυπο, κλείνοντας τα μάτια στο προφανές, ότι το νόημα του όποιου έργου
βρίσκεται σ’ εκείνο το ζευγάρι μάτια που το υποδέχονται. Και εκείνο το ζευγάρι
μάτια σαφώς έχει δαφορετικές προσδοκίες απο τους πιο παλιούς, αλλά και
ενδεχομένως από αυτούς που κάθονται δίπλα του.
Η ευρωπαϊκή κοινωνία, στην οποία ανήκουμε, πλησιάζει (ή
θέλει να πλησιάσει), σε μια νέα μορφή τακτοποίησης των πραγμάτων, σε ένα «μετά»
τον μοντερνισμό, μια νέα μορφή καλλιτεχνικής γραφής, πρακτικής και συνεργασίας,
της οποίας ο σταθερός χώρος σημείωσης (το εθνικό κείμενο) θα παραμένει κατά
κάποιον τρόπο αδιάθετο ή θα παραχωρεί τη θέση του στους πολιτισμούς και στα
ανθρώπινα τοπία.
Η νέα Ευρώπη, έστω και παραπαίοντας, αναζητεί ένα
ειρηνικό «δια-κείμενο», όπου θα συντέμνονται, χωρίς να αλληλοαναιρούνται και
χωρίς να δυναμιτίζει το ένα το άλλο, η Δύση και η Aνατολή, το Bόρειο και το Nότιο, το εθνικό και το αλλότριο. Με άλλα λόγια, αναζητεί
μια νέα κουλτούρα που θα αρνείται τις αποκλειστικές ομοιότητες, θα σπάει την
ακινησία των ριζών, τους καθρέφτες της κλειστής μνήμης, και θα προσβλέπει σε
μια νέα τράπεζα μνήμης, όπου θα αποθηκεύονται αυτά που μας ενώνουν και θα
αποβάλλονται αυτά που μας χωρίζουν.
Με τα σημερινά δεδομένα, το να είναι κανείς
καλλιεργημένος, μας υπενθυμίζει ο Λακαριέρ, δεν σημαίνει πλέον να γνωρίζει να
διαβάζει τον Όμηρο, τον Tάκιτο ή τον Βιργίλιο από το πρωτότυπο (αυτό ανήκει στη
σφαίρα της λογιοσύνης), δεν σημαίνει να γνωρίζει απ’ έξω τα χημικά συστατικά
του εδάφους του Άρη ή του Kρόνου, σημαίνει απλώς να αναγνωρίζει την κουλτούρα των
άλλων, να αναμετριέται μαζί της, δηλαδή να την (δι)ερευνά. Σημαίνει επίσης, αν
χρειαστεί, να ανακατεύεται μαζί της, να διαποτίζεται από αυτήν. Tο να είναι σήμερα κανείς καλλιεργημένος σημαίνει να
φέρνει μέσα του μέχρι τον θάνατό του πολλούς άλλους κόσμους πέρα από αυτόν της
γέννησής του, σημαίνει να αναζητάει, να διεκδικεί τη διαφορά, την ανομοιότητα.
Ζούμε σε ένα κόσμο όπου οι συμμαχίες αλλάζουν, όπως
αλλάζουν οι ιδεολογίες, το αισθητικό οπλοστάσιο, η έννοια του ταξικού αγώνα.
Και μια πόλη, εφόσον θέλει να έχει λόγο στα διαδραματιζόμενα, εφόσον θέλει να
εμφανίζεται θεατρικά καλλιεργημένη, πρέπει να πορευθεί σε νέους λειτουργικούς
και αισθητικούς χώρους, να δημιουργήσει νέες συγγένειες και νέες ιδεολογικές
και αισθητικές προδιαγραφές. Xωρίς τούτο να σημαίνει πως ό,τι έγινε μέχρι τώρα
ξεχνιέται. Κάθε άλλο. Απλώς, επανασυναρμολογείται, σύμφωνα με τα υλικά και τις
ανάγκες του σήμερα.
Οι ταχύτατες κοινωνικές αλλαγές μας υποχρεώνουν να αναζητήσουμε
μια πιο ανοιχτή γλώσσα, χωρίς αποκλεισμούς και αγκυλώσεις, μια γλώσσα που θα
ρισκάρει, που θα αφομοιώνει χωρίς δυσκολία τις διαφορές και δεν θα
πολιτικοποιεί με κάθε τίμημα το λεξιλόγιό της.
Αν δεχτούμε ότι η πιο δημοφιλής λέξη σήμερα, όπως είπα, είναι η λέξη Connect, εξυπακούεται πως ένα φεστιβάλ που θέλει να έχει και
διεθνείς φιλοδοξίες, δεν μπορεί να είναι
disconnected, δηλαδή να περιορίζεται στο να αποθηκεύει τη μνήμη ενός
κλειστού παρελθόντος και μόνο ή να εξασφαλίζει τη ζωτικότητα του εθνικού
παρόντος ή να συντηρεί ένα είδος τουριστικού εξωτισμού ή, τέλος, να κτίζει
επάνω σε μια αντιπαραθετική λογική του τύπου «εμείς» και οι «άλλοι».
Και για να μιλήσουμε λίγο και για μας, ούτε εξωτική χώρα
είμαστε ούτε παραδοσιακή. Eίμαστε ή προσπαθούμε να είμαστε ή οφείλουμε να είμαστε
χώρα των καιρών μας και του αύριο. Πιιστεύω πως η εποχή του όποιου Zορμπά και του όποιου γραφικού Έλληνα «μάτσο» με το
πουκάμισο ανοικτό ίσαμε τον ομφαλό και την τρίχα κάγκελο, έχει τελειώσει ή και
εάν δεν έχει τελειώσει, κάποια στιγμή θα πρέπει να επανεξεταστεί, αφού έχει
ολοκληρώσει τον κύκλο της. Tο ίδιο και οι βουκολικοί ηθογραφικοί εξωτισμοί, το καμάκι
της παραλίας, οι γραφικοί γέροντες με το μπεγλέρι, η τσεμπεροφορούσα γριά, η
πανταχού παρούσα και επιβλέπουσα ελληνίδα πεθερά, η παρθενιά και οι τραγικές
ιστορίες γύρω από αυτήν. Tέτοια στερεότυπα μπορεί να ενδιαφέρουν κάποιους
«περίεργους» εκδότες, τουριστικούς πράκτορες και καλλιτεχνικούς παραγωγούς της
αρπαχτής, ελάχιστα όμως θα έπρεπε πρωτίστως να ενδιαφέρουν τη ρεπερτοριακή
φιλοσοφία ενός υποψιασμένου φεστιβάλ, αφού δεν αφορούν, στον βαθμό τουλάχιστον
που νομίζουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε.
Tο να
συντηρούμε φεστιβαλικά ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή αυτό τον εξωτισμό και να τον
ονομάζουμε παράλληλα και δείγμα της νέας Eλλάδας, είναι σαν να συντηρούμε την εξωτική άποψη που
έχουν για μας οι ξένοι. Kαι αυτό είναι μια άλλη μορφή υποταγής σε αυτό που
υποτίθεται αμυνόμαστε.
Σίγουρα σε ένα διεθνές φεστιβάλ τα εθνοτικά στοιχεία
είναι από όλους ευπρόσδεκτα, όμως μόνο ως επιμέρους όψεις μιας κοινής
πραγματικότητας και όχι αποκλειστικά ως δείγματα ενός εξωτικού, εναλλακτικού
κόσμου. Kαι υπ’ αυτήν την έννοια, το φεστιβάλ (οποιασδήποτε χώρας) οφείλει να είναι,
παράλληλα, και ένα σχέδιο για το μέλλον. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να βρει
τρόπους να πάει και λίγο μακριά, στην καρδιά και άλλων ηπείρων και πολιτισμών,
για να αποδείξει ότι είναι ικανό για όλες τις μεταγγίσεις. Και για να το
πετύχει αυτό πρέπει διαρκώς να
διερωτάται πιο συστηματικά και προβληματισμένα, για την επικαιρότητα αλλά και
για το ανεπίκαιρο του λόγου και της πράξης του, και σίγουρα της γεωγραφίας του.
Mπροστά
στα νέα καταλυτικά δεδομένα, μπροστά στην επέλαση των media και των ταχύτατων (μετ)αλλαγών, πρέπει να διερευνηθούν,
με την ανάλογη ταχύτητα, οι νέοι φεστιβαλικοί τόποι και οι σχέσεις ταυτότητας
και διαφοράς που αυτοί δημιουργούν, καθώς και η σχέση όλων αυτών με τον
παράγοντα οικονομία. Γιατί βέβαια δεν είναι δυνατή ούτε καν επιθυμητή η
στεγανοποίηση της τέχνης και η απομάκρυνσή της από την αγορά. Aυτό που χρειάζεται είναι μια υγιής συνάρθρωση.
Eπομένως,
σε μια εποχή πλανητικών αναστατώσεων, το κάθε σύγχρονο φεστιβάλ, για να
επιβιώσει, έχει το ίδιο ανάγκη να αφουγκράζεται και τα άλλα θέατρα και φεστιβάλ
και τους άλλους πολιτισμούς, για να έχει την απαίτηση να ακούγεται από αυτά.
Ειδικά για τα φεστιβάλ των «μικρών χωρών», όπου ανήκουμε
πληθυσμιακά, τούτο προϋποθέτει, εξ ανάγκης, συμμαχίες, συναντήσεις, αλληλεγγύη,
για να δημιουργηθεί ένα στέρεο πολιτιστικό
μέτωπο ανομοιοτήτων, ελεύθερου στοχασμού και ελεύθερης συνείδησης,
στοιχεία απαραίτητα για την άρθρωση μιας σύγχρονης φεστιβαλικής (και όχι μόνο)
γραφής και προβληματικής.
Από την παράσταση The Notebook (Ουγγαρία)
Με τον πολύ περιορισμένο προϋπολογισμό μας κάναμε ό,τι
περνούσε από το χέρι μας ώστε οι παραστάσεις να είναι σύγχρονες, καλά στοχευμένες, και κυρίως να μας αφορούν. Έτσι, από μια δυνατή θεατρικά χώρα, όπως η Γερμανία, αποφύγαμε τα μεγάλα θέατρα που ταξιδεύουν παντού, και φέραμε μια παράσταση από την εναλλακτική
βερολινέζικη σκηνή, ένα θέατρο πραγματικά off, το οποίο για πρώτη φορά ταξιδεύει εκτός γερμανικών
συνόρων και το οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση πολλών Γερμανών κριτικών αλλά και
τη δική μου, αποτελεί μια καλή συμπερίληψη των βασικών τάσεων που χαρακτηρίζουν
τη γερμανική υποκριτική σχολή σήμερα.
Από την επίσης ενδιαφέρουσα θεατρικά Ουγγαρία επιλέξαμε
να φέρουμε μια από τις καλύτερες, κατά τη γνώμη μας, ομάδες στη χώρα, τη Forte Company, ομάδα που τη χαρακτηρίζει η πολύ έντονη σωματικότητα.
Από τη βερολιζέκινη παράσταση X Freunde
Τέλος, από το Βέλγιο φιλοξενούμε μια περφόρμανς που
υπογράφει ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες στον κόσμο, ο Γιαν Φαμπρ. Από την
Ελλάδα επιλέξαμε παραστάσεις, όπως τη Ψύχωση σε σκην. Μπρούσκου, το Θυμάμαι σε σκην. Ποζέλη, το Πέερ Γκυντ από την ομάδα 3rd Person, μεταξύ άλλων, που θεωρούμε ότι έχουν κάτι σύγχρονο να πουν και επικοινωνιακά και αισθητικά.
Από την παράσταση Attends, attends, attends, σε σκην. Jan Fabre
Δεν ξέρω σε πιο βαθμό οι επιλογές μας θα καλύψουν τις
προσδοκίες του κόσμου. Πάντως εκείνο που μας οδήγησε σ’ αυτές στις προτάσεις
είναι η άποψη που λέει ότι, ένα φεστιβάλ έχει υποχρέωση να ονειρεύεται, να
τολμά, να ενημερώνεται, και να προτείνει. Ένα σύγχρονο φεστιβάλ, δεν είναι απλά
μια γιορτή του πολιτισμού, αλλά και ένα εργοτάξιο, όπου δοκιμάζονται ιδέες και
τάσεις, προκαλούνται ρήξεις, γίνονται λάθη, και παίρνονται ρίσκα. Ένα σύγχρονο
φεστιβάλ σκέφτεται παγκόσμια και δρα τοπικά. Εν τέλει, έχει να κάνει με το πώς
κοιτάμε τον κόσμο και πώς θέλουμε να συνομιλήσουμε με αυτόν.Το φεστιβάλ που
υπάρχει απλώς για να αναμασά ό,τι έχει ήδη κατακτηθεί, δεν έχει λόγο
ύπαρξης. Και με λυπεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι σε μια εποχή τόσο ανταγωνιστική,
είμαστε ίσως μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πόλεις αυτού του μεγέθους που δεν
αναφέρεται πουθενά στον ευρωπαϊκό φεστιβαλικό χάρτη. Ούτε καν στα αθηναϊκά
έντυπα. Κι ας μη βιαστούμε να πούμε ότι φταίνε οι «κακοί» άλλοι, για να
αποποιηθούμε των ευθυνών. Εμείς φταίμε.
Φταίμε γιατί τόσα χρόνια συντηρούμε ένα φεστιβάλ που θυμίζει πρακτικές και
λογική του 1950.
Για ν’ αλλάξει πρέπει εμείς οι ίδιοι να αισθανθούμε ότι
το έχουμε ανάγκη. Μόνο όταν το νιώθεις βρίσκεις το κουράγιο να ρισκάρεις. Και
πραγματικά χαίρομαι που τόσο ο δήμαρχος όσο και η αντιδήμαρχος πολιτισμού
δείχνουν τόσο αποφασισμένοι να κάνουν το μεγάλο βήμα ώστε η πόλη να αποκτήσει
ένα σύγχρονο φεστιβαλικό πρόσωπο. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από ένα ανήσυχο
φεστιβάλ, ένα φεστιβάλ που θα βάλει κι αυτό το μικρό του λιθαράκι ώστε η πόλη
να γίνει σημείο γόνιμης συνάντησης των πολιτισμών. Ένα φεστιβάλ που θα έχει το
θάρρος να διασχίζει μεθορίους,που σημαίνει να πορεύεται απορώντας. Τώρα, κατά
πόσο πετύχαμε, ως Επιτροπή, έστω και μερικώς στις επιλογές μας, ο κόσμος θα το κρίνει. Με τα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας προσπαθήσαμε για το καλύτερο.
Η ομιλία αυτή δόθηκε στην ημερίδα «Αστικά καλλιτεχνικά
φεστιβάλ και Δημήτρια», που ογανώθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των
49ων Δημητρίων, 26 Σεπτεμβρίου 2014, ΔΕΘ, Θεσσαλονίκη