Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δεκατρία χρόνια από τις 11
Σεπτεμβρίου του 2001, την ημέρα που φανατικοί ισλαμιστές έσπειραν το θάνατο στη
καρδιά του Μανχάταν, καταστρέφοντας το κτήριο-σύμβολο του οικονομικού μοντέλου
του Δυτικού κόσμου: τους Δίδυμους Πύργους. Ήταν μια σκληρή επιστροφή στην
πραγματικότητα του 21ου αιώνα, που πυροδότησε και τον αγώνα ενάντια
στην τρομοκρατία, που εν πολλοίς διανθίστηκε και από ένα καλά μελετημένο βομβαρδισμό
από ψέματα, ώστε να υπάρχει και η αιτιολογία της τιμωρίας που ακολούθησε.
Τραύμα
και κιτς
Η περίπτωση των Διδύμων, δεν είναι βέβαια η μοναδική μεγάλη
τραγωδία που έζησε ο άνθρωπος. Απλά την ξεχωρίζω, γιατί θεωρώ πως καμιά άλλη
δεν έγινε αντικείμενο τόσο μεθοδευμένης εμπορικής (και όχι μόνο) εκμετάλλευσης όσο
αυτή. Το τραύμα, και μάλιστα τέτοιας έκτασης, είναι σημαντικό στην ψυχολογία
του ανθρώπου, γιατί επηρεάζει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και τον
κόσμο. Και απ’ αυτήν την άποψη, κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί η συνεχής τηλεοπτική
προβολή της εμπειρίας που το προκάλεσε. Μέσα από την επαναλαμβανόμενη εικόνα
των φλεγόμενων κτηρίων, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης επιδίωξαν την πλήρη
υποταγή της λογικής στο συναίσθημα, ώστε να περάσει πιο εύκολα και το μήνυμα
που έλεγε ότι το σώμα της χώρας τραυματίστηκε, άρα απαιτείται θεραπεία. Και να
‘σου ο Μπους, ο πιο πρόθυμος εθελοντής-θεραπευτής, ο εκφραστής του καλού που
αναλαμβάνει να τιμωρήσει το κακό. Και καθώς αρχίζει ο τιμωρητικός πόλεμος, το
κιτς, σε όλες τις εκδοχές του, επιστρατεύεται ως το εργαλείο επίτευξης της απαραίτητης
σύγκλισης με τον κυρίαρχο λόγο.
Πατριωτικά τραγούδια, ποιήματα, σλόγκαν και πύρινοι λόγοι
μεταδίδονται κατά ριπάς από τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση και το Ιντερνετ. Τα
θύματα περίπου αγιοποιούνται, κυρίως μέσα από τους ανθρώπους που άφησαν πίσω
τους. Ο πυροσβέστης γίνεται ο απόλυτος εκφραστής της αυτοθυσίας. Σύμβολα
της Αμερικής και του αμερικανισμού στριμώχνονται όπως-όπως, ώστε να χωρέσουν στο τρομακτικό
αφήγημα. Ο αετός, το σύμβολο της χώρας, εμφανίζεται στην αγορά μ’ ένα τεράστιο
δάκρυ στα μάτια. Η αμερικανική σημαία κυματίζει παντού. Η λογική σαφώς και δεν
έχει την τιμητική της. Ακόμη κι όταν όλα αυτά φλερτάρουν επικίνδυνα με το δογματισμό,
όπως συμβαίνει με το πατριωτικό κιτς, ποιος άραγε μπορεί ν’ αντισταθεί; Ποιος
τολμά να αντιμιλήσει όταν κινδυνεύει το έθνος; Το κιτς του συναισθήματος δεν
ερωτά. Αλώνει το δέκτη μέσα από εύκολα και ευανάγνωστα σύμβολα και εν συνεχεία τον
κοιμίζει, αποσπώντας τον από το αληθινό πρόσωπο της πραγματικότητας.
Και αυτό βίωσε ο
Αμερικανός πολίτης μετά την τραγωδία: μια επίθεση από αρκουδάκια ντυμένα την
αμερικανική σημαία. Μια επίθεση από ένα σύμβολο αθωότητας, που του έλεγε ότι όπως είναι αυτό αθώο, το ίδιο
αθώο είναι και το έθνος. Η μαζική κυκλοφορία τους στην αγορά, όπως και η
κυκλοφορία όλων των άλλων κιτς αντικειμένων εμπνευσμένων από την τραγωδία, ήταν
μια μορφή επανάληψης του γεγονότος που αναπαρήγαγε την ανάμνηση του τραύματος και
βοηθούσε (υποτίθεται) τον κόσμο να το ξεπεράσει, πιστοποιώντας ξανά και ξανά
την αθωότητά του (και του έθνους). Αγοράζοντάς
τα, ο καταναλωτής περίπου προσυπέγραφε το τι αντιπροσωπεύουν και γιατί
δημιουργήθηκαν.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο και πολωμένο κλίμα θα κάνει
την εμφάνισή του στην Αμερική και το θέατρο αυτολεξεί (ad verbatim), για να
προκαλέσει την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, ασκώντας σκληρή κριτική στην
υπερβολή, στην κιτσάτη παραποίηση και
ωμή εμπορευματοποίηση ενός τραγικού γεγονότος.
Νέο
πολιτικό θέατρο
Όπως είχε γίνει τη δεκαετία του 1960 με τον πόλεμο στο
Βιετνάμ, έτσι και τώρα, ψαγμένοι θεατράνθρωποι της χώρας θα αισθανθούν την
ανάγκη να αναζητήσουν ένα νέο πολιτικό θέατρο, με στόχο να ξεσκεπάσουν τα ψεύδη
του επίσημου λόγου και παράλληλα να καταπολεμήσουν το μέσον προβολής αυτού του
λόγου, το κιτς.
Θα τολμούσα να πω πως κανένα άλλο σύγχρονο γεγονός
(οπουδήποτε) δεν επηρέασε την ανάπτυξη και τη διάδοση του θεάτρου αυτολεξεί όσο
αυτό. Μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής το δραματικό θέατρο θα σηκώσει τα
χέρια ψηλά, ανήμπορο να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα με τα γνωστά
δραματικά μέσα. Τότε έρχεται να καλύψει το κενό το θέατρο αυτολεξεί, έχοντας
στο εκφραστικό του οπλοστάσιο ένα
διαφορετικό πολιτικό λόγο, εν πολλοίς μη θεατρικό.
Βέβαια, το πρόβλημα με το θέμα της αναπαράστασης και της
μίμησης δεν είναι καινούργιο. Απλώς άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονο όταν η
δυναμική είσοδος των σύγχρονων θεωριών επέβαλε ως κυρίαρχο το ερώτημα ποια
εκδοχή του κόσμου παρουσιάζεται στη σκηνή και ποια αποσιωπάται; Πώς ένας καλλιτέχνης
αναπαριστάνει τις ανάγκες των άλλων, τους στόχους τους, τις επιθυμίες τους και το
ποιοι είναι;
Αυτή, λοιπόν, η προβληματική γύρω από το είναι και το
φαίνεσθαι της αναπαράστασης των «άλλων»,
θα επιταχύνει τη στροφή από το γνώριμο
πολιτικό θέατρο προς τη μεριά ενός αλλιώτικου πολιτικού θεάτρου που έδινε τη
δυνατότητα στους «άλλους» να μιλούν για
τον εαυτό τους, να αφηγούνται τη ζωή τους, να αυτοαναλύονται και κυρίως να
αναλύουν καταστάσεις. Με άλλα λόγια, με την αμφισβήτηση της ψευδαίσθησης της
μυθιστορηματικής αναπαράστασης του δραματικού θεάτρου, αναδεικνύεται η δύναμη
του Εγώ του ομιλούντος υποκειμένου, καθώς και
η δυνατότητα της αδιαμεσολάβητης ανάλυσης τρεχόντων πραγματικών
πολιτικών γεγονότων. Τάση που, όπως είπα, πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά τους
Διδύμους, όταν οι Αμερικανοί καλλιτέχνες της εναλλακτικής σκηνής της χώρας
εγκλωβισμένοι από την επίσημη ρητορική αναζήτησαν τρόπους να φτάσουν στην
αλήθεια. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεταδραματικό θέατρο χωρίς μάσκα, που έμελλε να
επηρεάσει πολύ και την αντίστοιχη ευρωπαϊκή δραματουργία και μέσα από αυτήν και
την ελληνική.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
7/09/2014