Με ένα ποτ πουρί επέλεξε να γιορτάσει φέτος τα 50χρονά του το ΚΘΒΕ.
Κεντρικό πρόσωπο της πολυδαίδαλης σκηνικής περιλπάνησης (σύνθεση/μετάφραση
Μύρη), της γεμάτης μνήμες, ντοκουμέντα, ρόλους, καμπές και στραβές, ο Διονύσης
(ουδόλως τυχαία επιλογή: προφανώς κατά το Διόνυσος), ένας γέροντας φροντιστής
(Γιώργος Αρμένης) που, υποτίθεται, προσλήφθηκε προ πενηντακονταετίας από τον
τότε (πρώτο) καλλιτεχνικό διευθυντή, τον Σωκράτη Καραντινό, και τώρα, με αφορμή
τα γενέθλια του οργανισμού, ανεβαίνει στο σανίδι και μας διηγείται το τι είδε
και τι έζησε όλα αυτά τα χρόνια.
Απ’ αυτόν μαθαίνουμε λεπτομέρειες των παρασκηνίων, για ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συντελεστές. Απ’ αυτόν ακούμε τσιτάτα που τον εντυπωσίασαν. Δεν είναι, όμως, μόνον η γέφυρα ανάμεσα στις σκηνές παιγμένων κλασικών έργων (όλα παραγωγές του ΚΘΒΕ), αλλά, εκεί όπου χρειάζεται, παίζει κιόλας. To γαϊτανάκι των αναμνήσεών του αρχίζει με τις τραγωδίες, περνά στην υβριδική «Ελένη» και πολύ λογικά από κει στον Αριστοφάνη (Όρνιθες, Πλούτος, Εκκλησιάζουσες, Λυσιστράτη). Στο τιμόνι του σκηνοθέτη ο Γιάννης Ρήγας και ο Γρηγόρης Καραντινάκης.
Απ’ αυτόν μαθαίνουμε λεπτομέρειες των παρασκηνίων, για ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συντελεστές. Απ’ αυτόν ακούμε τσιτάτα που τον εντυπωσίασαν. Δεν είναι, όμως, μόνον η γέφυρα ανάμεσα στις σκηνές παιγμένων κλασικών έργων (όλα παραγωγές του ΚΘΒΕ), αλλά, εκεί όπου χρειάζεται, παίζει κιόλας. To γαϊτανάκι των αναμνήσεών του αρχίζει με τις τραγωδίες, περνά στην υβριδική «Ελένη» και πολύ λογικά από κει στον Αριστοφάνη (Όρνιθες, Πλούτος, Εκκλησιάζουσες, Λυσιστράτη). Στο τιμόνι του σκηνοθέτη ο Γιάννης Ρήγας και ο Γρηγόρης Καραντινάκης.
Επανειλημμένως έχω γράψει για την καλπάζουσα σκηνοθετική φαντασία του
Ρήγα. Δεν σταματάει πουθενά. Διαρκώς ετοιμοπόλεμη, σκαρφίζεται λύσεις και
σκηνικές πονηριές, που συχνά ξαφνιάζουν ευχάριστα τον θεατή με την
ευρηματικότητα και τη ζωντάνια τους. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση και παρόλο
που κάτι τέτοια σπονδυλωτά και ανάκατα εγχειρήματα είναι βούτυρο στο ψωμί του, δεν
έδειξε την ίδια δημιουργικότητα. Σαν να μην του έβγαιναν πράγματα ή σαν να μην
πίστευε στο υλικό που είχε στα χέρια του. Το ίδιο και ο συνεργάτης του
Καραντινάκης. Πραγματικά διερωτώμαι γιατί επέτρεψαν να κυριαρχήσει στα
αφηγηματικά ιντερμέδια όλο αυτό το στείρο και αντιεπικοινωνιακό μπλα μπλα του
Αρμένη-φροντιστή γύρω από άτομα και πράγματα που πλην ελαχίστων, ηλικιακά στα
πρώτα «ήντα» και βάλε, ουδείς μπορούσε ν’ αναγνωρίσει και, φυσικά, να
εκτιμήσει; Ευφυείς καλλιτέχνες και οι δύο, δεν είδαν ότι ο ρόλος του αφηγητή
παραγινόταν δασκαλίστικος και, κατά συνέπεια, αντιθεατρικός; Δεν είδαν ότι το
μεταθεατρικό στοιχείο του ρόλου έπρεπε να δουλευτεί περισσότερο όχι μόνο για να
δώσει στον ίδιο τον ρόλο περισσότερο ενδιαφέρον (και ευελιξία), αλλά και για να
βοηθήσει ουσιαστικότερα στο δέσιμο των σκηνών, το οποίο ήταν ένα άλλο πρόβλημα,
καθώς η αποσπασματικότητα της σύνθεσης υπονόμευε και τη συνοχή αλλά και το
μέγεθοςτου όλου εγχειρήματος; Από τη στιγμή που αφαιρέθηκε το κέλυφος του
μύθου, που θα μπορούσε να συγκρατήσει τα συστατικά στοιχεία της παράστασης, η
σκηνοθεσία έπρεπε οπωσδήποτε να βρει λύσεις ώστε να αναδειχτεί, έστω και
μερικώς, η όποια εσωτερική θερμοκρασία των σκηνικών παθημάτων και οι όποιες
βαθύτερες ουσίες ενδεχομένως έκρυβαν τα επιλεγμένα αποσπάσματα. Είναι προφανές
πως κανένα κομμάτι από οποιαδήποτε τραγωδία δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος και
το μεγαλείο του συνόλου της σύνθεσης. Γι’ αυτό επιμένω και λέω ότι εδώ έπρεπε
να παρέμβει η σκηνοθετική φαντασία, η μόνη που θα μπορούσε να μπολιάσει
ενέργεια, να πυκνώσει τους ρυθμούς, ν’ αφαιρέσει βαρίδια από το σώμα των
αποσπασμάτων και να τα βοηθήσει να «τρέξουν» και να μας θυμίσουν πρόσωπα και
πράγματα σε όλη τούτη τη διαδρομή.
ΚΘΒΕ και πρωτοπορία
Ας μην ξεχνάμε: Μιλάμε για το ΚΘΒΕ κι όχι για κάποιο άλλο κρατικό
θέατρο. Οι νεότεροι ίσως το αγνοούν, αλλά πολλές προτάσεις του ΚΘΒΕ έγραψαν
ιστορία, ταρακούνησαν θεσμούς, σόκαραν θεατές, προκάλεσαν συζητήσεις. Το
Κρατικό ήταν μια εστία δοκιμών, τριβών και προστριβών ακόμη και με την ίδια την
κοινωνία της πόλης. Διόλου τυχαίο
το ότι κανένα άλλο κρατικό θέατρο δεν έχει φιλοξενήσει (και ενίοτε «κάψει»)
τόσους καλλιτεχνικούς διευθυντές (σύνολο 13). Αυτή η ιστορική διάσταση απουσίαζε, όπως γενικά απουσίαζε η προσφορά του οργανισμού
στο ελληνικό θέατρο. Δηλαδή, το
ανοίκειο πρόσωπό του, το αυθάδες, το τολμηρό, το έντονο, εκείνο που δικαικούται
να περιφέρει και να επιδεικνύει ανά την επικράτεια, εκείνο που το καθιέρωσε στη
θεατρική πρωτοπορία του τόπου.
Οι δύο σκηνοθέτες της παράστασης αν και είχαν τα φόντα να το πράξουν,
δεν το έκαναν, και περιορίστηκαν σε μια πιο συμβατική προσέγγιση, η οποία
αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος ατελέσφορη, υπό την έννοια ότι αντί να καλύψει
τις αδυναμίες της σύνθεσης, τις υπογράμμισε. Πράγμα που φάνηκε και στις
ερμηνείες. Και μάλιστα από μια ομάδα καλών συντελεστών, νέων και παλαιότερων.
Συντελεστές
Όσο και να προσπάθησαν, ο
κερματισμένος χαρακτήρας του κειμένου της παράστασης, δεν τους επέτρεψε να
αναδείξουν ρόλους. Από τη διανομή ο Νίκος Ψαρράς μόλις που πρόλαβε και κύρωσε
κάπως τον ρόλο του Ορέστη (πιο πολύ από ό,τι του Ετεοκλή), δεν πρόλαβε όμως
ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως
Προμηθέας. Θαμπή η Κουλίεβα, εξαφανισμένη η ικανότατη Αλεξάνδρα
Σακελλαροπούλου, δυναμική, απαστράπτουσα και παρούσα η Φωτεινή Μπαξεβάνη. Και
δεν ξεχνάω (γίνεται;) τον Κώστα Σαντά, που σαν χείμαρος εμφανίστηκε,
περιφέροντας τον δυσβάσταχτο φαλλό
του, και σαν χείμαρος αποχώρησε.
Τα σκηνικά της Λ. Πεζανού βαριά, χωρίς φαντασία και υπαινικτικότητα,
δεν είχαν την πάστα των ονείρων που συνήθως έχει ένα ταξίδι μνήμης. Σαν να μην
«άκουσαν» τις φωνές. Ούτε ενδυματολογικά έπεισαν οι επιλογές (της Έρσης Δρίνη).
Ούτε χορογραφικά (Γεράρδος). Η μουσική του Χριστιανάκη, θώπευσε κατά τόπους τα
δρώμενα. Οι φωτισμοί του Ανδρέα Μπέλλη αισθητοί, αλλά με απροσδιόριστο ύφος.
Υ.Γ. Οι περφόρμανς της 3ης Μπιενάλε, διάσπαρτες σε όλη την
πόλη, ήταν μια παρέμβαση που όλοι είχαμε ανάγκη. Και κυρίως οι νέοι, οι οποίοι
τις τίμησαν δεόντως. Μπράβο τους. Όπως μπράβο και στους διοργανωτές για τις επιλογές τους.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
2/10/2011