Τα
μεγάλα κείμενα
Ορισμένοι
ιστορικοί τοποθετούν τις αφετηρίες του μοντέρνου θεάτρου τη στιγμή που ο
βασιλιάς Υμπύ του Ζαρί ανεβαίνει στη σκηνή και εκστομίζει το περίφημο
«σκ-ρ-ατά», προκαλώντας πραγματικό σοκ στην πλατεία του παριζιάνικου θεάτρου
(το 1898). Κάποιοι άλλοι στρέφονται αλλού, τη στιγμή που η ιψενική Νόρα (1879) αποτολμά το αδιανόητο: κλείνει με δύναμη τη πόρτα στα μούτρα του
εμβρόντητου άνδρα της, με κατεύθυνση το άγνωστο.
Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ ποιοι έχουν περισσότερο δίκιο, γιατί και τα δύο έργα, το καθένα από τη σκοπιά του, είναι μια ρήξη, μια μικρή επανάσταση, με κοινό παρονομαστή την ιδέα της ελευθερίας: ελευθερία λόγου στο πρώτο και ελευθερία πράξης, αυτοπροσδιορισμού και συναισθημάτων στο άλλο. Το θέμα είναι τι απ’ όλα αυτά που σκανδάλισαν το κοινό της Ευρώπης τότε, αντέχουν ν΄ αναμετρηθούν με τις προσδοκίες ενός άλλου κοινού, πολλά χρόνια αργότερα.
Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ ποιοι έχουν περισσότερο δίκιο, γιατί και τα δύο έργα, το καθένα από τη σκοπιά του, είναι μια ρήξη, μια μικρή επανάσταση, με κοινό παρονομαστή την ιδέα της ελευθερίας: ελευθερία λόγου στο πρώτο και ελευθερία πράξης, αυτοπροσδιορισμού και συναισθημάτων στο άλλο. Το θέμα είναι τι απ’ όλα αυτά που σκανδάλισαν το κοινό της Ευρώπης τότε, αντέχουν ν΄ αναμετρηθούν με τις προσδοκίες ενός άλλου κοινού, πολλά χρόνια αργότερα.
Σε
κάθε περίπτωση, το αυτονόητο λέει ότι ένα έργο, όσο καινοτόμο και ανοίκειο μπορεί
να είναι τη στιγμή που πρωτοεμφανίζεται, στο πέρασμα του χρόνου θαμπώνει,
ροκανίζονται οι αιχμές του και αμβλύνεται η όποια ενοχλητική επιθετικότητά του.
Σήμερα και τα δύο έργα που προανέφερα είναι εκτεθειμένα σ’ αυτόν τον κίνδυνο.
Κι αν κάποιος δεν τα «πειράξει»
κάπως, το πιθανότερο είναι ότι θα στείλει την πλατεία νωρίς για ύπνο.
Πολλοί
κριτικοί είπαν για το έργο του Ίψεν «Νόρα» ότι αφορά τα δικαιώματα των
γυναικών, γι’ αυτό και ενόχλησε τότε. Κι όχι μόνο τους άνδρες. Ενδεικτικό του
κλίματος είναι και το γεγονός ότι στη γερμανική πρεμιέρα του, ο Ίψεν
αναγκάστηκε να γράψει ένα πιο αποδεκτό τέλος (όπου η Νόρα καταρρέει μόλις
βλέπει τα παιδιά της), γιατί η ηθοποιός που είχε κληθεί να υπερασπιστεί τον
πρωταγωνιστικό ρόλο (η Hedwig Niemann-Raabe),
δεν δεχόταν, με την αιτιολογία ότι η ίδια ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο.
Όπως
και να το δει κανείς, το έργο αγγίζει καυτά έμφυλα ζητήματα, μα πιο πολύ
σχολιάζει την ανάγκη του ατόμου, του κάθε ατόμου, να αυτοπροσδιορίζεται, να
μπορεί να επιλέγει το δρόμο που επιθυμεί.
Η
σκηνοθεσία
Στην «ανήσυχη» και καθαρά
γυναικοκεντρική διασκευή της νεαρής και όμορφης Λουκίας Βασιλείου (ππτυχιούχου
της δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ), με τον τίτλο «Χαίρω πολύ, Νόρα», όλα τα φώτα
πέφτουν επάνω στην προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας και στις δυνάμεις εκείνες
που όρισαν την προσωπικότητά της. Ο Τόρβαλντ, ο σύζυγος, είναι μεν απών, όμως η
(διαβρωτική) αύρα του είναι παντού, σ’ αυτά που λέγονται και σ’ αυτά που
γίνονται. Κάτι που η σκηνοθεσία το επιβάλλει εξαρχής, όταν ακούγεται
μαγνητοφωνημένη η πατερναλιστική και αυστηρή φωνή του, η οποία πριν καν πάρουμε
τις θέσεις μας στην πλατεία θέτει τον πήχη.
Στόχος
της αποδομητικής ανάγνωσης της Βασιλείου ήταν να μας ξαναπεί την (κρυμμένη)
ιστορία της Νόρας, ακουμπώντας σε τρεις διαφορετικές αφετηρίες, χωρίς γραμμική
εξέλιξη και χωρίς την ασφάλεια κάποιου «μιμητικού σύμπαντος» με τις γνώριμες
ψυχολογικές εμβαθύνσεις του. Το κερματισμένο στόρι μάς δόθηκε μέσα από τσιτάτα,
ατάκες και λογύδρια, με τους ηθοποιούς σε μετωπική διάταξη προς το κοινό,
επιλογή που σκοπίμως αποψίλωνε τις δραματικές εντάσεις και τις κλιμακώσεις,
διέλυε τα πλαίσια (σκηνής/ζωής), και άνοιγε τα δρώμενα προς το κοινό (και το
άγνωστο). Με την ορολογία της σύγχρονης ποιητικής, θα λέγαμε ότι το αποτέλεσμα
ήταν μία μεταδραματική περφόρμανς cool, που πρόδιδε την αγωνία της να κάνει
θέατρο την πορεία διαμόρφωσης του νου και του σώματος μιας γυναίκας της
πατριαρχικής κοινωνίας.
Ταυτόχρονα,
όμως, ήταν και μια αμήχανη σκηνοθεσία, υπό την έννοια ότι δεν είχε τους τρόπους
να υπερβεί τα προβλήματα που έθεταν οι ίδιες οι θεματικές και μεταδραματικές
της ανησυχίες και επιλογές. Κατ’ αρχάς το θέμα με προβλημάτισε. Σίγουρα πολλά
από όσα ακούσαμε ισχύουν. Ωστόσο, η εικόνα της γυναίκας-υποτακτικό έχει
παλιώσει πια. Αυτό το ζήτημα απασχολούσε το φεμινιστικό και γενικά γυναικείο
θέατρο τα χρόνια 1970-90. Έκτοτε έχει πάρει άλλη τροπή η γυναικεία γραφή.
Επίσης, περίμενα μεγαλύτερη φαντασία στα μπλοκαρίσματα, στην κίνηση των σωμάτων
και στην εκφορά του λόγου. Υπήρχαν στιγμές όπου τα σώματα μπαινόβγαιναν σε
σχηματισμούς, που πιο πολύ πρόδιδαν σκηνοθετικό μπλοκάρισμα παρά σχόλιο επάνω
στη ρομποτοποίηση του σώματος της ηρωίδας (που υποθέτω πως ήταν η υπόγεια
ιδέα). Μου άρεσε πάντως η ιδέα της παρουσίας του παιδιού (Ροζάνα
Δασκάλου-Χρηστάκη) στην παράσταση. Άλλωστε ο Τόρβαλντ συμπεριφέρεται στη Νόρα
σαν να ήταν παιδί. Απλώς περίμενα να δω αυτήν τη διάσταση πιο δουλεμένη και
έξυπνα απλωμένη μέσα στα δρώμενα. Ήθελα να δω να επαληθεύονται τα λόγια της Νόρας
στον Τόρβαλντ: «επιτέλους μετά από οκτώ χρόνια συμβίωσης ας ανταλλάξουμε
κάποιες σοβαρές σκέψεις για πράγματα που είναι σοβαρά». Δηλαδή: τέλος το
κουκλοθέατρο.
Οι
ερμηνείες
Η Αναστασία Θεοφανίδου (δασκάλα της
Βασιλείου στη σχολή) και η Λϊζα Νεοχωρίτη, που ανέλαβαν να ζωντανέψουν τη
διαζευγμένη και την παντρεμένη Νόρα αντίστοιχα, κινήθηκαν εξωτερικά, χωρίς
υπερβολές, όπως ακριβώς απαιτούσε το μεταδραματικό κόνσεπτ της σκηνοθεσίας.
Επιλογή που, όπως είπα, ναι με βοήθησε να λειτουργήσει ο αντιμιμητικός κόσμος
των παθών και παθημάτων της Νόρας, δεν ξέρω όμως σε ποιο βαθμό βοήθησε ώστε να
καταλάβουμε και το σύνολο της προσωπικότητάς της, γιατί τελικά αφήνει τον άνδρα
της και πιο πολύ τα παιδιά της, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν η απόλυτη
έκφραση ανηθικότητας. Κατ’ εμέ ήταν μια σκηνοθετική λύση «ουδετερότητας», που
μας κράτησε μακριά από το ανθρώπινο δράμα και παράλληλα αποδυνάμωσε εκείνη την
απροσδιόριστη εσωτερική γοητεία που διέθετε η όλη προσπάθεια.
ΥΓ
Μόλις διάβασα το πρόγραμμα των «Δημητρίων». Μην το
χάσετε!
18/9/2011