«(Α)πολλωνία»
του Βαρλικόφσκι (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών). Άλλη μία πολύωρη φεστιβαλική
παράσταση, μετά τους «Ναυαγούς της τρελής ελπίδας» της Μνουσκίν. Και, ως έχουν
τα πράγματα και οι τάσεις της εποχής, υπάρχει και συνέχεια. Ο χρόνος έχει γίνει
πια ο απόλυτος πρωταγωνιστής στο σύγχρονο θέατρο.
Όσο πιο γρήγορη γίνεται η ζωή τόσο πιο επιδεικτικά βραδυπορεί το θέατρο. Είναι μια ενδιαφέρουσα όσο και επικίνδυνη, αλλά και εξηγήσιμη, σκηνοθετική επιλογή.
Όσο πιο γρήγορη γίνεται η ζωή τόσο πιο επιδεικτικά βραδυπορεί το θέατρο. Είναι μια ενδιαφέρουσα όσο και επικίνδυνη, αλλά και εξηγήσιμη, σκηνοθετική επιλογή.
Σπεύδε βραδέως
Η
έννοια του χρόνου πάντοτε απασχολούσε τον κόσμο του θεάτρου, ίσως περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι, τη δεκαετία του
1960, οι νέοι το πρώτο πράγμα που επιχείρησαν ν’ αλλάξουν, ήταν τις σχέσεις
χρόνου και θέασης. Αντικρούοντας το σλόγκαν των γονιών τους «ο χρόνος είναι
χρήμα», πέταξαν, μαζί με τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους, και τα ρολόγια και
προσπάθησαν να φέρουν τον χρόνο πιο κοντά στους βιολογικούς και προσληπτικούς
τους ρυθμούς. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μία προσπάθεια να επιστρέψει ο χρόνος
στη φύση. Χρόνος βιωμένος, προσωπικός, εγωιστικός.
Χρόνος
ατελείωτος
Εάν
πάρουμε οποιοδήποτε έργο από την κλασική δραματουργία, την ελισαβετιανή, μέχρι
και τη ρεαλιστική δραματουργία, θα δούμε ότι στον πυρήνα της δράσης πρυτανεύει
η λογική της σύγκρουσης, η οποία ξέρουμε ότι, για να λειτουργήσει
αποτελεσματικά, προαπαιτεί ένα καλά ρυθμισμένο ρολόι, που θα φέρει τους
ανταγωνιστές πρόσωπο με πρόσωπο, ώστε να επέλθει η ρήξη και κατόπιν η
πολυπόθητη λύση. Όμως, με αφετηρία τον Φρόιντ, τον Σοσίρ, τον Άινστάιν, τους
κβαντιστές κ.λπ, βλέπουμε πολλές βεβαιότητες να καταρρέουν. Η καλοκουρδισμένη
μηχανή του χρόνου λιώνει και, μαζί
της, η δυνατότητα του υποκειμένου να λειτουργήσει μέσα σ’ ένα πλαίσιο που δεν
του διαθέτει πλέον τις ασφαλιστικές δικλίδες της αρχής, της μέσης και του τέλους. Οι πρωταγωνιστές του νέου
δράματος χάνονται στις ατραπούς των δικών τους χρόνων ή σε χρονικές διαστάσεις
που πολύ δύσκολα τέμνονται, απομακρύνοντας έτσι ή αναβάλλοντας συνεχώς το
ενδεχόμενο της σύγκρουσης. Όλα παραμένουν ακάλυπτα και αδιάθετα. Για να
φτάσουμε, αφού περάσουμε πρώτα από το φίλτρο της μπεκετικής κυψέλης, σ’ αυτό
που βλέπουμε σήμερα όπου, αντί του εγκιβωτισμένου χρόνου (που ανήκει στο
δραματικό σύμπαν), προβάλλεται δυναμικά ο κοινός χρόνος θεατή και περφόρμερ:
χρόνος ανοικτός, ατελείωτος.
Δώδεκα
ώρες ο διασκευασμένος Ντοστογιέφκσι και 21 ώρες ο «Φάουστ 1 & 2», και τα
δύο με την υπογραφή του Π. Στάιν,
δέκα ώρες το «Γκαουντεάμους» και έξι ώρες το «Αδελφοί και Αδελφές» του
Ντοντίν (Θεσσαλονίκη, Ένωση Θεάτρων Ευρώπης), ενώ 72 ώρες προβλέπεται να
διαρκέσει η παράσταση του «Λεόντιος και Λένα» από το ουγγρικό σχήμα Maladype.
Τα σκήπτρα, βεβαίως, ανήκουν στον γνωστό μας (και «δικό μας», πλέον) Γουίλσον.
Επτά ολόκληρες μέρες διήρκεσε η παράσταση του «KA MOUNTain» στο Ιράν, δώδεκα
ώρες το «CIVIL warS» και δεκαπέντε ατελείωτα λεπτά
ο «εκκωφαντικά» βουβός πρόλογος στο έργο του Χ. Μύλλερ «Κουαρτέτο». Σε κάτι
τέτοιες δοκιμές το πέρασμα του χρόνου παίρνει διαστάσεις ενός «βασανιστικού»
παρόντος. Το θέαμα δίνει την εντύπωση «κινούμενου γλυπτού» (δανείζομαι την
εύστοχη διατύπωση του Λέμαν) το οποίο, αργά αργά, μετατρέπεται σε «γλυπτό
χρόνου», ήτοι σε μία πολυεπίπεδη σύνθεση με δικό της τέμπο, μία σύνθεση που
βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην αχρονία μιας μηχανής και τον χρόνο σωμάτων.
Μετά
τη μαγεία η φλυαρία
Η
«(Α)πολλωνία» είναι μία σύνθεση κειμένων από την «Άλκηστη» του Ευριπίδη, την
«Ορέστεια» του Αισχύλου, το «Les bienveillantes»
του Jonathan Littell, το «Apollonia» της Hanna Krall και το «Elizabeth Costello»
του J.M Coetzee. Μια παράσταση-βομβαρδισμός
από εικόνες, συμβολισμούς, παραπομπές, ιδέες που δεν προλαβαίνεις να βάλεις σε
μια τάξη στο μυαλό σου. Στην αρχή (περίπου δυο ώρες) όλα κινούνται μαγικά.
Τεχνολογία και τραγικός λόγος, ιστορία και μυθολογία σε μία ενδιαφέρουσα, ισορροπημένη
και ευρηματική συνεύρεση. Ένα ζαλιστικό κοκτέιλ, που μόνο ένας χαρισματικός
καλλιτέχνης θα μπορούσε να παρασκευάσει. Και κάπου
ανάμεσα στα επεισόδια, μία μπάντα να παίζει νοσταλγικό ροκ και να υπογραμμίζει
συναισθήματα και καταστάσεις. Ένας βιντεολήπτης να κινηματογραφεί τη δράση και
να την προβάλλει σε video wall (επάνω σε διαφορετικές επιφάνειες), προσφέροντας
δύο εξαιρετικά και ιδιαίτερα επίπεδα αφήγησης, το θεατρικό και το
κινηματογραφικό (με τα πολλά close ups). Την ίδια στιγμή, δύο διάφανα κοντέινερ
από πλεξιγκλάς, τοποθετημένα δεξιά και αριστερά της σκηνής, να μετακινούνται
διαρκώς, ανανεώνοντας τους χώρους δράσης, το τέμπο, τη διάθεση, ενώ οι φωνές
των ηθοποιών, με τη βοήθεια του μικροφώνου, να διασχίζουν την πλατεία με μια
δαιμονική, απόκοσμη χροιά.
Όμως, όσο
λαμπρή και να ‘ναι μία ιδέα, υπάρχουν όρια. Δεν χωράνε όλα σε μία παράσταση.
Από ένα σημείο και μετά, η φλυαρία άρχισε να εκτοπίζει την ουσία. Η σκηνοθεσία
του Βαρλικόφσκι, μη έχοντας πού αλλού να πάει, άρχισε να αποδυναμώνει τα ίδια τα
ευρήματά της και να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Το όλο θέαμα σιγά σιγά έχανε
την πυκνότητά του. Οι καλές και κεντρωμένες εντυπώσεις του πρώτου δίωρου,
γίνονταν όλο και πιο θαμπές. Και να σκεφτεί κανείς πως με λίγο «κούρεμα», όλος
αυτός ο έκτακτος στοχασμός επάνω στη θυσία της
Ιφιγένειας και της ΄Άλκηστης, στον φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Ορέστη, στην
ιστορία της Apolonia Machczynska-Swiatek, της Πολωνής που έκρυψε 25 Εβραίους
στο διαμέρισμά της για να τους σώσει από τους ναζί, θα διατηρούσε ακέραια τη
δυναμική και το εστιακό του κέντρο. Όπως απλώθηκαν και τεντώθηκαν (σχεδόν πέντε
ώρες), μας εξόντωσαν χωρίς λόγο.
Συμπέρασμα: Σίγουρα βγήκαμε κερδισμένοι, όμως εξακολουθώ να
λέω πως τρεις ώρες θα ήταν υπεραρκετές. Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλοφυία του
καλλιτέχνη ήταν παντού, ακόμη και στα σημεία όπου βαριόμασταν.
1/7/2011