Στις
6 Ιουλίου ανέβηκα στο Δάσος να δω την παράσταση του έργου του Αριστοφάνη
«Ειρήνη», με πρωταγωνιστή (και σκηνοθέτη) τον Πέτρο Φιλιππίδη, με σκοπό να τη
σχολιάσω σ’ αυτήν εδώ τη στήλη. Μόνο που δεν τα κατάφερα. Όχι γιατί δεν έφτασα
μέχρι την είσοδο του θεάτρου, αλλά γιατί εκεί ακριβώς, για πρώτη φορά «έφαγα
πόρτα», από έναν υπεύθυνο (τρομάρα του!) της παραγωγής, ο οποίος μου είπε πως
δεν δέχονται την ατέλεια κριτικού.
Μάταια προσπάθησα να του εξηγήσω ότι, ως μέλος της Ένωσης Θεατρικών Κριτικών, έχω ελεύθερη πρόσβαση στις παραστάσεις. Με κοιτούσε σαν χάνος, λες και πρώτη φορά άκουγε τέτοια πράγμα. Έγινα πιο συγκεκριμένος και του είπα ότι θα καλύψω την παράσταση για λογαριασμό της εφημερίδας (ονομαστικά), αλλά και πάλι έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Έφτασα στο σημείο να του πω ότι σ’ αυτή την πόλη δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες μόνιμες στήλες θεατρικής κριτικής και θα ‘πρεπε, τουλάχιστον από ευγένεια, να μου επιτραπεί να μπω, για να μην πω πως θα ‘πρεπε να με είχαν καλέσει. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε. Κι όμως, αυτά τα ψιλά γράμματα κάνουν καμιά φορά τη διαφορά και δείχνουν κάποια ποιότητα.
Μάταια προσπάθησα να του εξηγήσω ότι, ως μέλος της Ένωσης Θεατρικών Κριτικών, έχω ελεύθερη πρόσβαση στις παραστάσεις. Με κοιτούσε σαν χάνος, λες και πρώτη φορά άκουγε τέτοια πράγμα. Έγινα πιο συγκεκριμένος και του είπα ότι θα καλύψω την παράσταση για λογαριασμό της εφημερίδας (ονομαστικά), αλλά και πάλι έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Έφτασα στο σημείο να του πω ότι σ’ αυτή την πόλη δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες μόνιμες στήλες θεατρικής κριτικής και θα ‘πρεπε, τουλάχιστον από ευγένεια, να μου επιτραπεί να μπω, για να μην πω πως θα ‘πρεπε να με είχαν καλέσει. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε. Κι όμως, αυτά τα ψιλά γράμματα κάνουν καμιά φορά τη διαφορά και δείχνουν κάποια ποιότητα.
Εν
πάση περιπτώσει, εκείνο που δεν κατάλαβε ο βλαξ της εισόδου είναι ότι δεν
ζητούσα κάποια χάρη. Τη δουλειά μου έκανα, και αυτός όφειλε να κάνει σωστά τη
δική του. Εκτός κι αν θεώρησε πως καιγόμουνα να δω τζάμπα την παράσταση .Κούνια
που τον κούναγε! Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά όσο ταλαντούχος κωμικός και να
‘ναι ο Φιλιππίδης, δεν μ’ ενδιαφέρει (και εννοώ καθόλου) πια το θέατρο που
κάνει. Έχω δει όλες τις εξορμήσεις του στην κλασική κωμωδία και γνωρίζω πλέον πολύ καλά τι θα κάνει
και πώς θα το κάνει πολύ πριν το κάνει. Έχω εντρυφήσει στις μούτες του, στις
πόζες του, στις αυτοσκηνοθεσίες του (τι χούι κι αυτό!), στα κεχαριτωμένα
βλαχομπαρόκ σκερτσάκια του και εν γένει στα πιασάρικα σκηνικά του τερτίπια.
Νισάφι, πια! Μοιάζουν τόσο παλιά και μουχλιασμένα! Τώρα, το ότι φιλοξενήθηκε
φέτος στην Επίδαυρο δεν είναι δα και καμιά εγγύηση ποιότητας. Κι αν έχουμε δει
φέσια με επιδαύρεια βούλα!
Όμως,
αυτή δυστυχώς είναι η θεατρική Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι. Δεν έχουμε την
πολυτέλεια των πολλών επιλογών. Μ’ αυτά τα περιφερόμενα (και επίφοβα) θεάματα
πρέπει να συμβιβαστούμε. Κι αν το κάνω θέμα εδώ είναι γιατί μ’ εκνευρίζει να
μας περνάνε και για ηλίθιους. Θα μου πείτε τι φταίει ο καλλιτέχνης εάν ο
μπάστακας της εισόδου κουβαλά ένα κεφάλι ακατοίκητο. Φταίει, γιατί αυτός ή ο
παραγωγός ή και οι δυο τον επιλέγουν. Και αφού τον επιλέγουν οφείλουν να του δώσουν και κάνα δυο συμβουλές, για το τι πρέπει να
κάνει και πώς να συμπεριφερθεί. Εκτός κι αν αυτές ήταν οι οδηγίες, οπότε πάω
πάσο. Ή, το χειρότερο, εκτός κι αν αυτός που μου ‘κλεισε την πόρτα ήταν ο
παραγωγός! Εδώ που φτάσαμε, όλα είναι πιθανά. Γι’ αυτό λέω, η κρίση ίσως μας
κάνει και καλό, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο. Εκτός κι αν αυτοί που τώρα το
ρυπαίνουν θα είναι οι μόνοι που θα επιβιώσουν, μαζί με τις κατσαρίδες.
Ένας
Γκοντό made in Greece
Ο
Πάνος Σκουρολιάκος και ο Τάσος Χαλκιάς είναι καλοί και δοκιμασμένοι ηθοποιοί,
τουλάχιστον για το είδος του θεάτρου που υπηρετούν. Ξέρουν πώς να κινηθούν στη
σκηνή, πώς να καλλιεργήσουν τη μεταξύ τους χημεία, πώς ν’ αρθρώσουν λόγο, πώς
να κατεβάσουν τον ρόλο τους στην πλατεία. Όμως, είναι φορές που όσο και να
προσπαθήσει κανείς, όσο καλές προθέσεις και να ΄χει, δεν του βγαίνει. Θέλει κι
ένα κείμενο από κάτω για να του κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Κι αυτό δεν το είχαν
στην παράσταση του «Εκείνος κι εκείνος» που είδαμε στο Θέατρο Κήπου, σε
σκηνοθεσία Γ. Καραχισαρίδη.
Για
να ‘μαι ειλικρινής, όταν έμαθα για την πρόθεση του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης να βγάλει σε
περιοδεία το έργο, δεν ήμουνα αρνητικός. Είχα την ειλικρινή περιέργεια να δω
κατά πόσο, αυτό το έργο, που έγραψε τη δική του τηλεοπτική ιστορία σχεδόν
τέσσερις δεκαετίες πριν, άντεχε ακόμη. Και, το σημαντικότερο, κατά πόσο θ’
άντεχε στις ιδιόμορφες προδιαγραφές ενός ανοιχτού θεάτρου, όπως ο Κήπος. Κάποια
στιγμιότυπα του έργου τα είδαμε πριν από λίγους μήνες να παίζονται στο φουαγιέ
του μικρού θεάτρου της Μονής Λαζαριστών.
Αν και δεν μου άρεσαν, σκέφτηκα μήπως σε μια πιο ολοκληρωμένη παράσταση,
και μ’ ένα κείμενο πιο δουλεμένο, θα ήταν διαφορετικά. Δυστυχώς, όμως, ούτε οι
φιλότιμες προσπάθειες των δύο ηθοποιών ούτε η καθαρή σκηνοθεσία του
Καραχισαρίδη, έσωσαν το εγχείρημα από το ναυάγιο. Τα σημάδια του χρόνου ήταν
παντού. Τα επεισόδια έχασκαν στο άπειρο, κιτρινισμένα από τη φθορά. Το ένα
επαναλάμβανε ασθμαίνοντας το άλλο,
χωρίς νόημα και χωρίς λόγο ύπαρξης.
Γενικό
συμπέρασμα: Είναι ωραίο να έχεις υψηλά πρότυπα. Είναι, όμως, ακόμη πιο ωραίο να
μπορείς να τ’ «αντιγράψεις» δημιουργικά. Ο Κώστας Μουρσελάς ήταν σαφές ότι
ήθελε να μας δώσει έναν Γκοντό ελληνικών προδιαγραφών. Και γιατί όχι! Δικαίωμά
του. Όμως, δεν αρκεί να φανταστείς δυο λακέδες στη σκηνή. Πρέπει να τους δώσεις
και κάποιον ανθεκτικό λόγο ύπαρξης, διαφορετικά ο χρόνος-κριτής, που ξέρει να
ξεχωρίζει τα μικρά από τα μεγάλα, θα σε «τιμωρήσει». Γι’ αυτό βλέπουμε ξανά και
ξανά, με την ίδια πάντα χαρά και αγωνία, την ορίτζιναλ εκδοχή της αναμονής, ενώ
προβλέπω πως πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε την ελληνική ιμιτασιόν της.
24/7/2011