Μια ακτινογραφία της σύγχρονης θεατρικής κριτικής: προβλήματα και δυνατότητες (συνέντευξη)

 

 


Αν μία θεατρική παράσταση αποτελεί ένα πνευματικό γεγονός, τότε η κριτική συνιστά την ολοκλήρωσή του. Ο δευτερογενής λόγος της κριτικής ακολουθεί το παραστασιακό γεγονός για να το καταγράψει, να το κατανοήσει σε βάθος και να συνομιλήσει μαζί του. Σε αντίθεση με το πεπερασμένο της θεατρικής πράξης, το κριτικό κείμενο προσβλέπει σε μία διάρκεια. Μια διάρκεια που βασίζεται στην αξία του ίδιου του κειμένου και στην ειλικρινή διαθεσιμότητα του κριτικού. Μια διάρκεια που προσβλέπει στον διάλογο με τον δημιουργό, τον αναγνώστη, τον μελλοντικό ερευνητή. Ο κριτικός και καθηγητής Σάββας Πατσαλίδης μας μίλησε για τον σπουδαίο ρόλο της κριτικής στο θέατρο, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της. Για τον κριτικό και τη θέση του στη θεατρική πραγματικότητα. Για την περιοχή των Ιδεών όπου τελικά συναντιέται το θέατρο και η κριτική. 

Ήβη Βασιλείου

Σε ποια κατάσταση βρίσκεται η κριτική στην εποχή μας; Ενισχύεται ή αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι όλοι μπορούν να έχουν δημόσιο κριτικό λόγο;

Όπως όλα γύρω από το θέατρο έτσι και η κριτική βρίσκεται σε ένα στάδιο μεταμόρφωσης. Ή αν προτιμάτε, σε μια πορεία χωρίς πλοηγό. Έχουν εδώ και καιρό υποχωρήσει τα σταθερά σημεία αναφοράς, οι αξιολογικές κλίμακες που κάποτε της προσέφεραν και μια κάποια σιγουριά ως προς το «τι» και το «πώς» της γραφής, κάτι σαν «αποκούμπι». Τώρα κυριαρχεί μια γενική χαλαρότητα μαζί και αβεβαιότητα, όπου κλασικές έννοιες όπως καλό, μέτριο, κακό έχουν χάσει τα πάλαι ποτέ καθαρά εννοιολογικά τους πλαίσια. Στη θέση τους έχει εισβάλει η πολιτικά ορθότερη σχετικότητα, η οποία μπορεί να βολεύει σήμερα πολλούς, όμως δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό θα ισχύει και στο τέντωμα του χρόνου. Κάπως έτσι  συνέβη και με τις εφημερίδες. Όταν κυκλοφόρησαν μαζικά (ελέω λινοτυπίας) στις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν προκαλέσει μια γενικότερη αναστάτωση και κυρίως σύγχυση ως προς τα κριτήρια (ποιοι γράφουν, τι και πώς γράφουν;). Πέρασαν πολλές δεκαετίες μέχρι να θέσουν τους  κανόνες και τα πλαίσια λειτουργίας τους. Το ίδιο εκτιμώ πως θα συμβεί και με το διαδίκτυο. Τώρα όλα δείχνουν κάπως άναρχα, ανεξέλεγκτα ή φαινομενικά ανεξέλεγκτα. Όλοι έχουν το ελεύθερο να δηλώσουν κριτικοί, συγγραφείς, ό,τι επιθυμεί η ψυχή τους. Κάποια στιγμή θα μπουν και εδώ σαφείς κανόνες. Απλώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο ασφυκτικοί ή απελευθερωτικοί θα είναι αυτοί οι κανόνες. Πάντως οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι και ιδιαίτερα αισιόδοξες.

Πολύ φοβάμαι πως ο δημόσιος κριτικός λόγος θα μετακινηθεί από τη «φυλακή της γλώσσας», όπως αρέσκονται να λένε οι μεταμοντέρνοι, στη «φυλακή του διαδικτύου», μια μετακίνηση πολύ πιο επικίνδυνη σε ό,τι αφορά τις ελευθερίες του ατόμου (και όχι μόνο του κριτικού), γιατί ακριβώς θα είναι πιο κυκλωτική και απρόσωπη.

Η κριτική αποτελεί μέρος της παράστασης; Μπορεί η παράσταση να ολοκληρωθεί χωρίς την κριτική αποτίμηση και την καταγραφή της πρόσληψής της;

Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε. Η παράσταση δημιουργεί το δικό της κείμενο (και μαζί με αυτό το θεωρητικό  υπόβαθρο)  και εν συνεχεία  η κριτική δημιουργεί μέσα από αυτό που υποδέχεται το δικό της κείμενο. Τι θέλω να πω με αυτό; Κάτι απλό, αλλά σημαντικό. Κάθε παράσταση θέτει τα όρια της αξιολόγησης και θεωρητικής αποτίμησής της.

Διαφωνώ κάθετα με όλους εκείνους που χρησιμοποιούν μια παράσταση ως άλλοθι ή ως πρόσχημα για να αποδείξουν τις θεωρητικές ή φιλοσοφικές τους θέσεις, με άλλα λόγια κρίνουν μια παράσταση πέρα από τα όρια που η ίδια θέτει. Αυτό δεν είναι κριτική αλλά δείγμα αδυναμίας άσκησης του κριτικού λόγου. Όπως θεωρώ αδυναμία σε μια κριτική το μεγαλύτερο μέρος της να αναλώνεται στην ανάλυση του πρωτότυπου έργου (τι έγραψε ο Αισχύλος ή ο Σαίξπηρ) και όχι στην αξιολόγηση του κειμένου της παράστασης, του ίδιου του γεγονότος. Ο θεατής υποδέχεται στην πλατεία το κείμενο της παράστασης και όχι το έργο του συγγραφέα. Και αυτή η διαδικασία πρόσληψης είναι που πρέπει να ενδιαφέρει τον κριτικό. Ασφαλώς και το πρωτότυπο έργο ενδιαφέρει, αλλά σε δεύτερο χρόνο. Έπεται του κειμένου της παράστασης. Κάθε παράσταση θέτει τα όρια της αξιολόγησης και θεωρητικής αποτίμησής της.

Σε ποιον απευθύνεται μια κριτική; Στον καλλιτέχνη, τον θεατή ή τον μελλοντικό ερευνητή;

Περίπου απάντησα στο ερώτημα. Σε όλους ή τουλάχιστον έτσι πρέπει. Θεωρώ ότι η κριτική είναι λογοτεχνία, η οποία, εφόσον ασκείται με σοβαρότητα και βαθιά γνώση του αντικειμένου, μπορεί να αποδειχτεί πάρα πολύ χρήσιμη όχι μόνο για τον καλλιτέχνη και για τον αναγνώστη που την καταναλώνει «εδώ και τώρα», αλλά και για τον μελλοντικό μελετητή.

 Η κριτική γράφει με τον δικό της τρόπο ένα βασικό μέρος της ιστορίας του θεάτρου. Ελέω διαδικτύου πολλοί αναλαμβάνουν να γράψουν κριτική χωρίς να έχουν καταλάβει τον ουσιαστικό της ρόλο στην εξέλιξη και μελέτη του θεάτρου. Γράφουν λες και κάνουν ρεπορτάζ ή κάποια διαφήμιση ή εξυπηρέτηση ή γράφουν για «πλάκα», επειδή τους προέκυψε. Όχι, ο ρόλος της κριτικής είναι πολύ πιο σύνθετος και επίπονος. Δεν γράφουμε κριτική για να περνά η ώρα.

Δηλαδή, ποιος είναι ο ρόλος της κριτικής; Να συνομιλήσει με το κείμενο ή την παράσταση; Να φέρει κοντά παράσταση και θεατές; Να προκαλέσει συζητήσεις και ζυμώσεις;

Όλα μαζί. Πολλοί κριτικοί ξεχνούν κάτι πολύ βασικό: ότι γράφουν αφενός για τη δουλειά επαγγελματιών που ενδεχομένως να γνωρίζουν τον χώρο πολύ καλύτερα από  αυτούς και αφετέρου, γράφουν για ένα κοινό μεγάλο μέρος του οποίου ενδέχεται και αυτό να έχει πολύ καλύτερη θεατρική κατάρτιση από αυτούς. Τι μας διδάσκει αυτό; Κάτι απλό:  Δεν μπορείς να γράφεις ό,τι θες και όπως θες. Εκτίθεσαι και παράλληλα απαξιώνεις το έργο και τον ρόλο της κριτικής. Είναι πολύ εύκολο ο κριτικός να χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Η γνώση μόνον προστατεύει. Μόνο η βαθιά γνώση βοηθά έναν κριτικό να δώσει στον αναγνώστη μια καθαρή εικόνα των απόψεών του και παράλληλα ερεθίσματα για να σκεφτεί.

Ο κριτικός δεν πρέπει να φοβάται τον αντίλογο, εφόσον αυτά που λέει μπορεί να τα υποστηρίξει. Βασική φιλοδοξία ενός καλού και καλά ενημερωμένου και διαβασμένου κριτικού είναι να μας κάνει να τον πιστέψουμε πως λέει αλήθειες∙ ή, κι αν δεν τον πιστέψουμε, να μας προκαλέσει (αναγνώστες και καλλιτέχνες), με τις θέσεις και τις απόψεις του,  να του «αντι-μιλήσουμε», να γίνουμε δηλαδή (μετα) κριτικοί της κρίσης του (που ίσως είναι και το μέγα κέρδος σε ένα τέτοιο καλοπροαίρετο διάλογο).

Στο δικό μου μυαλό, στην κριτική η μέση οδός (τα ήξεις-αφήξεις) δεν είναι ίδιον του καλού κριτικού αλλά του δειλού, εκείνου που αρνείται να πάρει θέση και θέλει να τάχει καλά με όλους. Επί το λαϊκότερον: η μέση οδός χαρακτηρίζει τον κριτικό που θέλει να κάνει ομελέτα χωρίς να σπάσει αβγά. Προφανέστατα, δεν είναι η σοφότερη επιλογή αυτή γιατί δεν βοηθά κανένα, ούτε τον καλλιτέχνη ούτε τον αναγνώστη/θεατή.

Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια;

Η πράξη της κριτικής είναι από τη φύση της μια ερμηνευτική περιπέτεια αντικειμενική αλλά και ερωτική ταυτόχρονα γιατί είναι και υποκειμενική. Το ένα σκέλος διασφαλίζει την απόσταση από το αντικείμενο κρίσης και το άλλο σκέλος σμίγει τον παρατηρητή με το αντικείμενο της κρίσης. Και για να λειτουργήσει ευεργετικά αυτό το εύθραυστο δίδυμο απαιτεί πρωτίστως ηθική ακεραιότητα, καλλιεργημένο νου, μη προκατειλημμένη προσωπική ανάμειξη ή άδικες τοποθετήσεις ή ύποπτους συμβιβασμούς ή αστήριχτες κρίσεις και ασυνεπή στάνταρ.

Η θέση μου επ’ αυτού λέει ότι, εκείνος που επιλέγει να ασκήσει την τέχνη της κριτικής οφείλει να αποβάλει όλες τις υποχρεώσεις που ενδεχομένως έχει απέναντι σε καλλιτέχνες, αναγνώστες, εκδότες, φίλους, συγγενείς, συνδαιτημόνες, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστος και με καθαρό μυαλό. Δεν είναι εύκολη απόφαση αυτή η αποστασιοποίηση, δεδομένου ότι απαιτεί βαθιά πίστη στην ίδια την πράξη της κριτικής. Είναι μια απόφαση που για να αποδώσει πρέπει να πηγάζει από την ίδια την ανάγκη που νιώθει ο κριτικός, τη  βαθιά επιθυμία να πάρει από το θέατρο, από μια παράσταση αυτά που θέλει, να δει πώς λειτουργούν και να τα μοιραστεί με το κοινό του. Γιατί αν δεν τον οδηγεί αυτή η βαθιά ανάγκη-επιθυμία τότε πολύ εύκολα θα γράφει και θα παραχωρεί τα πάντα, από «φόβο» μην τον κακολογήσουν, μην τον  αποβάλουν από τις παρέες, μην σταματήσουν να τον καλούν στις πρεμιέρες κ.λπ. Η ειλικρινής ανάγκη-επιθυμία θα του δείξει πως δεν χρειάζεται να κάνει φίλους, εάν η φιλία είναι εμπόδιο. Θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την απομόνωση που ενδεχομένως κάποιοι θα επιδιώξουν να του επιβάλουν. Θα τον βοηθήσει να γίνει πιο τολμηρός, πιο αληθινός χωρίς να φοβάται τη σύγκρουση ή τη διαφωνία.

 Όποιος κριτικός πιστεύει ότι είναι αληθινός και ανεξάρτητος, δεν φοβάται κανένα. Φοβούνται μόνο όσοι διαρκώς παραχωρούν για να βολεύονται.

Και κάτι ακόμη, πολύ σημαντικό και σχετικό με τα παραπάνω που είπα. Κανένας κριτικός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς κάποια μορφή συμβιβασμού και επώδυνων ισορροπιών. Όμως, εδώ χρειάζεται προσοχή, μια ασφαλιστική δικλείδα που θα προστατεύσει και την ακεραιότητα του κριτικού. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αυτοκριτική. Αυτή και μόνο  αυτή διαμορφώνει και την έκταση και τη μορφή των αναπόφευκτων συμβιβασμών.

Η υγιής αυτοκριτική είναι εκείνη που δίνει κουράγιο στον κριτικό να ρισκάρει, να πορευτεί μόνος του, να κάνει και τους άλλους να αισθανθούν κάποια πράγματα, να αποδεχτούν ίσως κάποιες από τις κρίσεις του.

Ο ρόλος του καλού κριτικού δεν είναι να λιβανίζει ή να αναθεματίζει, αλλά να προκαλεί και να συντηρεί τον ευεργετικό διάλογο, αφού έχει πρώτα καταλάβει καλά σε ποια κοινότητα ζει, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του απέναντί της και ποιες είναι οι ανάγκες της.

Για να είναι κάποιος κριτικός πρέπει να εκκινείται από ένα μεγαλύτερο όραμα για το θέατρο;

Θεωρώ πως ένας κριτικός που μπαίνει σε αυτό τον χώρο πρέπει να έχει πραγματική επιθυμία να αλλάξει πράγματα. Να έχει ένα όραμα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τέχνης/κοινωνίας. Να έχει καθαρή εικόνα των σχέσεών του και των ευθυνών του μέσα στις δομές της σύγχρονης κοινωνίας, προκειμένου να λειτουργεί ως υπεύθυνος δημόσιος λόγος. Να δημιουργεί τις προϋποθέσεις συζήτησης που διευρύνουν και βαθαίνουν τα δεδομένα του χώρου. Να σκέφτεται διαφορετικά για ό,τι θεωρεί πως μετράει ως θεατρική γνώση και κριτική ευθύνη. Να πυροδοτεί τον διάλογο με εντάσεις. Να έχει καθαρή άποψη, αλλά ποτέ απόλυτη. Και τέλος (και πιο σημαντικό), να αυτοκρίνεται, όπως εμφατικά το ανέφερα πιο πάνω, πριν κρίνει τους άλλους.

Τι πρέπει να αποφεύγει ένα κριτικό κείμενο και τι να επιδιώκει;

Περίπου απάντησα σε αυτό το ερώτημα. Θα προσθέσω εδώ και την απάντηση που δίνω σε όλους εκείνους (φοιτητές και μη) που φιλοδοξούν να μπουν στον χώρο της κριτικής. Τους τονίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνούν πως γράφουν για να τους διαβάσει ο κόσμος. Δεν πρέπει να ξεχνούν πως ασκούνται στον λογοτεχνικό λόγο, που σημαίνει οφείλουν να γράφουν ωραία και συνάμα επικοινωνιακά και βατά.

Βρίσκω απόλυτα επιζήμια την τάση της επιτήδευσης, της επίδειξης, των λεκτικών ακροβασιών και των κενών πυροτεχνημάτων. Για μένα ο καλός και επικοινωνιακός κριτικός είναι αυτός που ασκείται στην ποικιλότητα, αλλά πάντοτε με τρόπο απλό. Το απλό δεν έχει καμιά σχέση με το απλοϊκό. Το πιο δύσκολο πράγμα σε μία κριτική (και όχι μόνο) είναι να μπορεί να λέει σοβαρά και δύσκολα πράγματα με τρόπο απλό. Άλλο το ευφυές και άλλο το εξυπνακίστικο και το επιδεικτικό γράψιμο.

Και κάτι ακόμη πολύ σοβαρό. Στόχος της κριτικής είναι να κρίνει όχι να πληγώσει. Ο κριτικός γράφει για ανθρώπους σαν κι εμάς και αυτό έχει υποχρέωση να το σεβαστεί. Όπως έχει υποχρέωση να σεβαστεί το γεγονός ότι άλλοι ενδεχομένως να έχουν μια εντελώς διαφορετική άποψη. Ο κριτικός δεν είναι Θεός ή αλάθητος.

Επίσης, θεωρώ πως ένας κριτικός δεν πρέπει να κάνει κριτική σε καλλιτέχνες  που αντιπαθεί αλλά ούτε και σε καλλιτέχνες  που συνδέεται  φιλικά, εκτός κι αν μπορεί να τα αφήσει αυτά κατά μέρος και να είναι ουδέτερος, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Και το πιο σημαντικό:

Η πράξη της κριτικής μπορεί να δίνει δύναμη στους γράφοντες, όμως ταυτόχρονα  δίνει την ευκαιρία στον κριτικό να στοχαστεί επάνω στα όρια αυτής της δύναμης. Δεν είναι εύκολο. Και εδώ πολλοί κριτικοί χάνουν τη μάχη. Διαπράττουν ύβριν. Καταργούν τα όρια και λειτουργούν ως «δικτάτορες» ή «αυθεντίες» του Λόγου. Και τέτοια παραδείγματα είχαμε (και έχουμε) αρκετά. Κριτικούς που μόνιμο μέλημά τους είναι πώς να «χειραγωγήσουν» τον κόσμο, να του επιβληθούν και όχι πώς να μετατρέψουν τις αναγνωστικές του συνήθειες και εμπειρίες σε παραγωγική γνώση. Και αυτό με οδηγεί στην επόμενη και τελευταία παρατήρηση στο ερώτημά σας.

Εάν μια  παράσταση απέτυχε σε ένα δέκα τοις εκατό να πιάσει τους στόχους της είναι ανέντιμο ο κριτικός να ξοδέψει το 90 τοις εκατό της κριτικής του σχολιάζοντας το αρνητικό δέκα. Οφείλει να σταθεί πιο πολύ στα καλά που είναι πολλαπλάσια. Με άλλα λόγια, ένας κριτικός οφείλει να είναι δίκαιος και γενναιόδωρος στις αρετές μιας δουλειάς.

Το πρόσωπο που γράφει μία κριτική έχει εν τέλει μεγαλύτερη βαρύτητα ή το μέσο που δημοσιεύεται;

Στην εποχή των εφημερίδων, το  όνομα κουβαλούσε μεγαλύτερο βάρος. Ήταν πόλος έλξης. Οι φίλοι του θεάτρου διάβαζαν την Ελευθεροτυπία λ.χ γιατί έγραφε εκεί ο τάδε  κριτικός ή το Βήμα γιατί έγραφε ο δείνα. Αυτά έχουν εκλείψει. Πλέον το διαδίκτυο έχει επιβάλει τις δικές του αναγνωστικές συνήθειες που ουδεμία σχέση έχουν με την κουλτούρα των εφημερίδων και περιοδικών. Δεν είναι τυχαίο που αυτή τη στιγμή κανένας κριτικός δεν έχει ουσιαστική δύναμη, υπό την έννοια να επηρεάσει καθοριστικά  την πορεία μιας παράστασης, εκτός κι αν οι περισσότεροι κριτικοί έχουν την ίδια άποψη, οπότε ναι, τότε ενδέχεται να επηρεάσει.  


Ένα κριτικό κείμενο αποκαλύπτει περισσότερα για το θέαμα για το οποίο μιλά ή για το πρόσωπο που τη γράφει;

Από τη στιγμή που κάποιος επιλέγει να γίνει κριτικός  επιλέγει να μπει σε έναν γοητευτικό και συνάμα «άγριο» κόσμο όπου εμπλέκονται οικονομικά συμφέροντα, αντιπαλότητες, δημόσιες σχέσεις, επικίνδυνες ισορροπίες, γι’ αυτό πρέπει να προσέχει, γιατί εάν αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί χάνει και τον στόχο, υπό την έννοια ότι η κριτική καταλήγει να είναι ένα πρόσχημα. Και για να προλάβω παρερμηνείες, με αυτό δεν υποστηρίζω ότι ο κριτικός απαγορεύεται να έχει μια υποκειμενική σχέση με το έργο που επιτελεί και τον χώρο όπου κινείται. Αυτό είναι αναπόφευκτο, είναι αυτονόητο. Όμως, καταργώντας την απόσταση ασφαλείας ρισκάρει να χάσει και τη νηφαλιότητα της αντικειμενικής κρίσης, γιατί αυτόματα στη θέση της μπαίνουν τα προσωπικά συμφέροντα, οι προσωπικές σχέσεις, οι συμπάθειες, οι αντιπάθειες, η υστεροβουλία, για τα οποία μίλησα πιο πάνω.

Σε πολύ απλά ελληνικά: ο κριτικός δεν μπορεί να αφαιρέσει τη μάσκα από το θέαμα (του σκηνικού φαντάσματος) εάν ο ίδιος φοράει μάσκα. Φορώντας μάσκα στο τέλος χάνει και τον εαυτό του και το ρόλο του και γίνεται και ο ίδιος φάντασμα κριτικού. Και πιστέψτε με, είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κάποιος πότε μια κριτική γράφεται για να υπηρετήσει τις «αλήθειες» μιας παράστασης και πότε να (εξ)υπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα ή προσωπικές εμμονές, αγκυλώσεις και προκαταλήψεις.

Τι κάνει μια παράσταση επιτυχημένη;

Μια αυστηρώς προσωπική απάντηση λέει: εκείνη που δοκιμάζει τα όριά μου. Μια παράσταση που μου δίνει αυτό που ήδη γνωρίζω δεν με συγκινεί γιατί δεν κερδίζω κάτι από αυτήν. Θέλω μια παράσταση να με ξεβολεύει, να με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την πνευματική μου ανεπάρκεια. Κάπως έτσι με κάνει πλουσιότερο πολίτη, πιο σκεπτόμενο, και άρα πιο «επικίνδυνο».

 Όμως, αυτές είναι οι δικές μου προσδοκίες από μια παράσταση. Κάποιος άλλος ενδέχεται να έχει μια εντελώς διαφορετική άποψη. Σεβαστό.

Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για μια κριτική;

Ναι. Καλή κριτική, για μένα, δεν είναι εκείνη που μας κάνει να αναγνωρίσουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε, αλλά εκείνη που μας κάνει να αναγνωρίσουμε εκείνο που δεν γνωρίζουμε. Δηλαδή εκείνη που ανακαλύπτει ξανά και ξανά τι είναι αναγκαίο για το θέατρο (και τον  θεατή). Εκείνη που κρίνει ό,τι δεν είναι ορατό σε μια παράσταση ή απουσιάζει από μια παράσταση.

Το εύκολο για μια κριτική  είναι να μας πει τι συμβαίνει επάνω στη σκηνή. Αυτό το βλέπουμε όλοι. Το δύσκολο βρίσκεται στις ρωγμές. Σε εκείνα που δεν συμβαίνουν, όμως υπάρχουν κάπου ή θα έπρεπε να συμβαίνουν στη σκηνή. Τότε  δεν μιλάμε απλώς για μια καλή κριτική, αλλά για μια σημαντική κριτική. Έχει διαφορά.

Πως θα χαρακτηρίζατε τη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα; Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Περνάμε όπως είπα μια φάση μεταβατική. Όλοι ψάχνονται. Πολίτες, πολιτικοί, κράτη, έθνη, θέατρα. Υπάρχει και ένας διάχυτος φόβος. Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα σε είκοσι χρόνια. Δεν ανήκω στους απαισιόδοξους. Βλέπω τη βαθιά κρίση αλλά δεν ξεχνώ επίσης πως όλη η ιστορία του ανθρώπου γράφτηκε μέσα σε συνθήκες κρίσης. Και το γεγονός ότι ο άνθρωπος και οι τέχνες του κατάφεραν και επιβίωσαν με κάνει να ελπίζω ότι και πάλι θα επιβιώσουν. Και όπως γίνεται πάντα, έτσι και τώρα θα αλλάξουν τα εργαλεία της επιβίωσης. Η λέξη κλειδί είναι η ικανότητα προσαρμογής στις αλλαγές. Αναπόφευκτο. Ας μην ξεχνάμε πως το μόνο πράγμα που δεν αλλάζει στη ζωή είναι η ίδια η αλλαγή.

Τι χαρίζει το θέατρο στη ζωή σας;

Αισιοδοξία. Όπως το θέατρο επιβιώνει όπως είπα σε κάθε κρίση έτσι και ο άνθρωπος. Τελικά κατά βάθος το θέατρο κουβαλά μέσα του την αισιοδοξία της κωμωδίας. Πάντα προσβλέπει σε ένα ευτυχισμένο τέλος. Ακόμη κι αν όλα φαντάζουν σκοτεινά και απαισιόδοξα, κάπου κρύβεται η κωμική τους διάσταση. Από τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Άμλετ, μέχρι τη Μπλανς ντυ Μπουά, η ίδια πάντα ιστορία: η επιθυμία του ανθρώπου για την κωμωδία.


Πρώτη δημοσίευση: περ.  Cue  25/11/2022

 

Share:

Αναγνώστες

Translate

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

CURRICULUM VITAE (CV)/ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Critical Stages/Scènes critiques

Critical Stages/Scènes critiques
The Journal of the International Association of Theatre Critics

USEFUL LINKS/ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

ARTICLES IN ENGLISH

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ-CURRENT REVIEWS (in Greek)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ (FOR GENERAL READING)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ (SCHOLARLY PUBLICATIONS--in Greek)

Περιεχόμενα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Recent Posts